Αὐτή ἡ χαρά δέν εἶναι μία χαρά κοινή, τοῦ Πάσχα, ἔχει καί τήν Μ. Παρασκευή προηγουμένως. Δέν εἶναι μιά κοινή εὐφορία, εἶναι ἡ χαρά τῆς μετανοίας.
Πρέπει νά προσέξουμε νά μήν κατανοοῦμε τή μετάνοια ψυχολογικά καί ἀτομιστικά μόνο. Ἡ μετάνοια δέν εἶναι μιά μεταβολή στήν αὐτογνωσία καί μόνο, πού μᾶς δίδαξαν οἱ δυτικοί Θεολόγοι μέ πρῶτο τόν Αὐγουστῖνο. Δέν εἶναι μόνο μιά μεταβολή στή γνώση τοῦ ἑαυτοῦ μας. Εἶναι κάτι πού ἀφορᾶ τήν ἴδια τήν ὕπαρξή μου, τήν ὀντολογία. Θά λέγαμε εἶναι κάτι πού ἀφορᾶ τό γεγονός, τό εἶναι, τήν ὕπαρξη, εἶναι κοινωνία.
Καί ἐγώ ἔχω ἐκπέσει τῆς κοινωνίας καί δέν ἔχω τό εἶναι μου. Δέν ἔχω τή ζωή, παρόλο πού φαίνεται πώς τήν ἔχω. Εἶναι τό αἴσθημα διά τοῦ ὁποίου ὁ ἄνθρωπος πραγματικά φαίνεται νά σταυροῦται τῷ κόσμῳ, φαίνεται νά ἀρνεῖται τήν κοινή εὐφορία τοῦ κόσμου, πλήν ὅμως αἰσθανόμενος ὅτι τό εἶναι, ἡ ζωή, ἐνεργεῖται πολύ βαθύτερα, πολύ πληρέστερα, ἀπ᾿ ὅτι ὁ κόσμος συνήθως μπορεῖ νά καταλάβει καί νά νιώσει.
Ἔτσι ὁ ἄνθρωπος πραγματικά μέ τή μετάνοια ἀνήκει σέ ὅλους καί καταλαβαίνει τήν ἀληθινή ζωή μέ τό νά ἀνήκει σέ ὅλους καί νά μπορέσει νά προσφερθεῖ σέ ὅλους.
Τό νά μάθεις τήν τέχνη τοῦ νά προσφέρεσαι σέ ὅλους, τό νά μάθεις τήν ἁπλότητα τοῦ Θεοῦ, καί νά τό ποῦμε μέ ἄλλα λόγια, νά μάθεις πώς ὁ Θεός φανερά μετέδωσε τήν ἁπλότητα πρός ὅλους καί ἐνῶ ἐμεῖς ἔχουμε γίνει τόσο περίπλοκοι, ὁ καθένας, καθώς εἴμαστε κλεισμένοι -ἀκριβῶς γι᾿ αὐτό- στή φιλαυτία μας.
Ἡ μετάνοια εἶναι μιά μεγάλη καί ἰσόβια σπουδή, εἶναι μιά μεγάλη καί ἰσόβια χαρά. Τό μυστήριο τοῦ Σταυροῦ εἶναι μυστήριο τῆς ἀναστάσεως. Ὁ Σταυρός εἶναι ἡ μετάνοια. Εἶναι αὐτό πού βιώνουν καί λένε οἱ Πατέρες μας, ὅτι δηλαδή ὅλος ὁ κόσμος εἶναι ἔργο τοῦ Θεοῦ καί μόνον διά τοῦ Θεοῦ ἀληθεύει.
Στή μετάνοια ξαναβρίσκουμε τά ἴχνη τοῦ Θεοῦ στόν κόσμο. Μαθαίνομε τόν τρόπο αὐτῆς τῆς ἁπλότητος τοῦ εἶναι. Μαθαίνομε πώς τό εἶναι, ἐνεργεῖται, ὑπάρχει ὡς κοινωνία. Μαθαίνομε ὅτι ὅλοι εἴμαστε ἕνα. Καί μαθαίνομε ὅτι ἡ ζωή αὐτή τῆς ἑνότητος εἶναι ἡ ζωή τοῦ Θεοῦ τοῦ Ἴδιου καί μαθαίνομεν ὅτι ἡ Ἐκκλησία εἶναι ἡ αἴσθηση τοῦ Θεοῦ μέσῳ τῶν μυστηρίων.
Γι᾿ αὐτό ἡ Ἐκκλησία, βλέπετε, ἔβαλε αὐτά τά ἀναγνώσματα πρό τῆς Τεσσαρακοστῆς, γιατί εἶναι ἡ Σαρακοστή ἀκριβῶς μιά ἀφιέρωση, ἕνα ἀφιέρωμα τοῦ καθενός μας στόν Θεό.
Μέ τόν γλυκύ αὐτό καί ἁπαλό τρόπο εἶναι ἡ μετάνοια προσωπική.Δέν εἶναι νομική ἡ μετάνοια, δέν εἶναι νομικισμός.Εἶναι ὁ τρόπος μέ τόν ὁποῖο καταλαβαίνουμε πραγματικά τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ καί ἀνοιγόμαστε καί ἐμεῖς στήν ἀγάπη αὐτήν.
Ἡ μετάνοια εἶναι ἕνα ἐρωτικό γεγονός.
Γι᾿ αὐτό ἀκριβῶς βλέπομε στό Εὐαγγέλιο σήμερα ὅτι ὁ μετανοῶν ἁμαρτωλός αὐτός ὁ ὁποῖος ἐσκόρπισε τίποτε ὀλιγώτερον ἀπό τήν οὐσίαν του -ἡ λέξη αὐτή «οὐσία» ἔχει πολλές σημασίες- ἐσκόρπισε τόν ἑαυτό του χωρίς οὐσία, θά μπορούσαμε νά ποῦμε. Ὅμως μέ τήν μετάνοια αὐτός ὁ ἄνθρωπος ἔχει τόν «μόσχον τόν σιτευτόν», ἔχει ἕνα κομμάτι χαρᾶς, ὅπως λέγει ὁ ἅγιος Συμεών ὁ Νέος Θεολόγος, πού δέν μπορεῖ κανείς νά τοῦ τό πάρει.
Καί ὁ ἄλλος ἀδελφός, ὁ πρεσβύτερος, ἔχοντας τή σκληρότητα τήν νομική, δέν ἔχει «μόσχον σιτευτόν»! Οὐδέποτε, λέγει, ἔλαβα ἔρριφον! Τίποτε δέν ἔχω λάβει. Δέν ἔχω χαράν!!!
Πιστέψτε με ἡ μεγαλύτερη κατηγορία πού ἀπευθύνθηκε ποτέ στούς Χριστιανούς εἶναι αὐτή πού ἀπηύθυνε ὁ Νίτσε: ὅτι οἱ Χριστανοί δέν ἔχουν χαρά! Καί δέν ἐννοῶ αὐτή τήν τοῦ κόσμου, τά τραγούδια κτλ., ἐννοῶ αὐτήν τήν χαρά τήν ὁποία εἶχε ὁ ἄσωτος μέ τόν «μόσχον τόν σιτευτόν»! Ἐννοῶ τήν χαρά, ὅτι ἔλαβε μέρος στή Θεία Ζωή! Τήν ἔκπληξη, τήν ἀναπάντεχη αὐτήν, τήν ἐρωτική ἔκπληξη τοῦ προσώπου πού βρέθηκε μπροστά στό πέλαγος τῆς Θείας ἀγάπης, μέ τή μετάνοια.
Ἐνῶ ὁ ἄλλος, ὁ πλήρης ἐντολῶν καί τηρήσεων, ἦταν ἀδύνατον νά καταλάβει τόν θεῖο ἔρωτα.
Λέγει κάπου ὁ π. Παϊσιος: Εἶναι πολύ παράξενο τό γεγονός αὐτό· τό πῶς κοσμικοί ἄνθρωποι ὅταν τούς πεῖς γιά τόν θεῖο ἔρωτα τόν καταλαβαίνουν, καί ἄνθρωποι χριστιανοί δέν καταλαβαίνουν τόν θεῖο ἔρωτα. Δέν ἔχει σπάσει μέσα τους κάτι, τό ἐγώ, δέν ἔχει βρεῖ τήν διέξοδό του πρός τήν ἀγάπη. Μπορεῖ νά εἶναι γεμάτοι ἀπό ἀρετές, ἀλλά καί τίς ἀρετές αὐτές τίς χρησιμοποιοῦν γιά νά θωρακίσουν τό ἐγώ τους. Δέν τίς χρησιμοποιοῦν ὡς ὁδούς, δέν τίς χρησιμοποιοῦν ὡς διοδεύσεις πρός τό μυστήριο τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ.
Λέγει κάπου ὁ ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής ὅτι «ἡ ἀρετή ἔστω διά τήν ἀλήθειαν». Οἱ ἀρετές εἶναι μέσα, δέν εἶναι αὐτοσκοποί, ὅπως εἶναι αὐτοσκοποί στή φιλοσοφική ἀρετή. Δέν εἶναι αὐτοσκοπός νά εἶμαι ἐλεήμων, ἀγαθός, φιλάνθρωπος. Εἶναι ἰδιώματα τοῦ Θεοῦ, πού γιά μένα εἶναι «ἄκτιστες ἐνέργειες», «ἄκτιστοι λόγοι» πού μέ ἱκανώνουν νά ζήσω ἐν τῷ Θεῷ.
Ἡ ἀλήθεια εἶναι ὁ σκοπός, ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ εἶναι ὁ σκοπός. Δέν εἶναι τό νά εἶμαι ἐνάρετος ἁπλῶς· μπορεῖ νά σημαίνει μεγάλη φτώχεια ἡ ἀρετή, ὅταν συνοδεύεται μέ τό θανάσιμο αὐτό κλείσιμο. Τό κλείσιμο αὐτό σπάει ἀκριβῶς ἡ μετάνοια καί ὁδηγεῖ τό εἶναι ἐν κοινωνίᾳ μετά τοῦ Θεοῦ καί μέ ὅλη τήν κτίση. Γι᾿ αὐτό ἀκριβῶς πάντοτε οἱ Πατέρες μιλοῦν γιά τίς ἀρετές, συνδέοντάς τες πάντοτε, μέ τήν μετάνοια καί τήν ταπείνωση!
Ἡ θεοπτία εἶναι ἡ μετάνοια!
Ἡ κατάσταση τῆς αἰώνιας ζωῆς εἶναι μιά κατάσταση ἡ ὁποία ὁδοποιεῖται διά τῆς μετανοίας, ἀλλά ὄχι μέ τήν νομική αἴσθηση ἡ ἔννοια τῆς μετανοίας, ἀλλά μέ αὐτήν τήν ἐρωτική καί χαρμόσυνη αἴσθηση, ὅτι ὁ Θεός μέ ἀγαπάει καί ἐγώ εἶμαι ἀνάξιος τῆς ἀγάπης Του.
Καί ἔρχεται λοιπόν «ὁ μόσχος ὁ σιτευτός καί ὁ δακτύλιος καί τά καινούρια ροῦχα», καί ὅλα αὐτά τά ἐσχατολογικά, τά ἐνδύματα τά ὁποῖα ἐπιφυλάσσει ὁ Θεός σέ ἐκείνους πού μετανοοῦν. Καί παραδόξως οἱ ἄλλοι, αὐτοί πού ἔχουν τίς ἀρετές καί τίποτε ἄλλο, δέν ἔχουν αὐτή τή δυνατότητα.
Ἡ λογική αὐτή εἶναι παράξενη, θά ἔλεγα ὅτι εἶναι ἐρωτική λογική. Δέν ἐξηγεῖται ἀλλιῶς. Δέν νομίζω ὅτι μποροῦμε νά τό καταλάβουμε ἀλλιῶς.
Ἕνας ἄνθρωπος ἀκοινώνητος, γεμάτος ἀρετές, δέν ἔχει Θεό. Καί ἕνας ἄνθρωπος παναμαρτωλός γεμάτος μετάνοια εἶναι ὁ «ἄσωτος υἱός».
Αὐτό εἶναι χαρμόσυνο γιά ὅλους μας, γιατί ἀρετές μπορεῖ νά μήν ἔχουμε, ἔχουμε ὅμως ἁμαρτίες, ἔχουμε ἐλλείψεις, ἀλλά μποροῦμε νά ἔχουμε αὐτή τήν πνευματική τήν σταυροαναστάσιμη χαρά τῆς μετάνοιας. Αὐτό μᾶς δίνει κουράγιο στήν πνευματική ζωή. Αὐτό εἶναι μεγάλο πράγμα. Ἐκφράζει ἰσοβίως τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ καί τήν ἔκπτωσή μας ἀπό τήν ἀγάπη αὐτή.
Αὐτό εἶναι πού σᾶς εὔχομαι νά κερδίσουμε: Νά δεχθοῦμε πραγματικά νά ἀγωνισθοῦμε νά σβήσουμε τή φιλαυτία καί νά κοιτάξουμε ὅλο τόν ἑαυτό μας, νά τόν «προσάξωμεν ὡς θυσία δοξολογική», ἔτσι ὅπως ὁ ἄσωτος ὁ ὁποῖος ἐπιστρέφει δοξολογώντας. Ἐνῶ ὁ ἄλλος, ὁ νομικός «ἄμεμπτος» ἀδελφός, «ὁ μεγάλος», ὁ «ἐνάρετος» ἁπλῶς καί μόνον, δέν μπορεῖ νά φθάσει στή θεοπτία, δέν ἔχει πνεῦμα Θεοῦ.
«Διά τήν ἀλήθειαν, λοιπόν, ἔστω ἡ ἀρετή»!
Οἱ ἀρετές εἶναι τόποι θεανθρώπινης ζωῆς, εἶναι τό Θεανθρώπινον τοῦ Θεοῦ, τό ὁποῖο ὅταν τό ἀποκτήσουμε, τό πλησιάσουμε, μᾶς ὁδηγεῖ, ὅπως λέγει ὁ ἅγιος Σεραφείμ τοῦ Σάρωφ, στήν ἀπόκτηση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. «Εἶναι χῶροι οἱ ἀρετές τοῦ Ἁγίου Πνεύματος», ἔλεγεν ὁ ἅγιος Σεραφείμ. Καί διά τῶν ἀρετῶν ἐλπίζομεν πραγματικά, τά αἰώνια αὐτά χαρίσματα, τά ὁποῖα δέν εἶναι μακριά μας. Οὔτε ἡ θεοπτία εἶναι κάτι πού εἶναι πολύ μακριά ἀπό μᾶς.
Ἀπό τήν πρώτη στιγμή πού θά πεῖ κανείς «μετανοῶ», ἐσωτερικά, ἔχει πρώτου βαθμοῦ θεοπτία. Ἔχει μιά πρώτη θέα τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου