π. Δημητρίου Μπόκου
Τὸ 2019 κυκλοφόρησε ἡ ἄκρως δραματικὴ ταινία «Μὲ λένε Σάρα» (My name is Sara), ἀναφερόμενη στὴ σκληρὴ πραγματικότητα τοῦ τελευταίου παγκοσμίου πολέμου. Στὰ συγκλονιστικὰ περιστατικὰ ποὺ περιγράφει ἀνήκει καὶ τὸ ἀκόλουθο. Κάπου στὴν Οὐκρανία, τὸ 1943, μιὰ στρατιωτικὴ βάση τῶν Γερμανῶν δέχεται ἐπίθεση ἀπὸ ὁμάδα ἀντιστασιακῶν καὶ σκοτώνονται δυὸ Γερμανοὶ στρατιῶτες. Σὲ ἀντίποινα οἱ Γερμανοὶ ἐφαρμόζουν τὴ γνωστὴ πάγια, βάναυση, ἀλλὰ καὶ ἄνανδρη τακτική τους. Συγκεντρώνουν ὅλους τοὺς κατοίκους τοῦ χωριοῦ καὶ γιὰ κάθε νεκρὸ Γερμανὸ στρατιώτη ἐπιλέγουν στὴν τύχη δέκα ἀμάχους γιὰ ἐκτέλεση. Ἔτσι μέσα σὲ κλάματα καὶ ἀπεγνωσμένες φωνὲς εἴκοσι ἄνθρωποι στήνονται στὸν τοῖχο, ἀπέναντι ἀπὸ τὰ πολυβόλα.
Ὁ σεβάσμιος ἱερέας τοῦ χωριοῦ περνάει μπροστὰ ἀπὸ τὸν κάθε μελλοθάνατο καὶ δίνει τὴν τελευταία εὐλογία του. Μὰ φτάνοντας στὸν τελευταῖο, βλέπει πὼς εἶναι ἕνα νεαρὸ παιδί, 14-15 ἐτῶν τὸ πολύ, ἐνῷ ἡ μητέρα του πιὸ πέρα, πεσμένη στὸ ἔδαφος, χτυπιέται ἀπαρηγόρητη. Ὁ ἱερέας κοντοστέκεται γιὰ μιὰ στιγμή, ψιθυρίζει κάτι στὸ αὐτὶ τοῦ παιδιοῦ καὶ ἀμέσως τὸ σπρώχνει πέρα ἀπὸ τὴ γραμμή, παίρνοντας ὁ ἴδιος τὴ θέση του. Ὁ Γερμανὸς διοικητὴς δὲν φέρνει ἀντίρρηση γιὰ τὴν ἀλλαγὴ καὶ ἀμέσως δίνει ἐντολὴ στοὺς στρατιῶτες του: «Στοχεύσατε!» καὶ ἐν συνεχείᾳ: «Πῦρ!» Τὰ αὐτόματα κροταλίζουν μακάβρια καὶ οἱ εἴκοσι μελλοθάνατοι σωριάζονται αἱμόφυρτοι. Μὲ σπαραχτικὲς κραυγὲς οἱ συγγενεῖς ὁρμοῦν πάνω στὰ ἄψυχα σώματά τους. Τὸ παιδὶ ποὺ ἀνέλπιστα διασώθηκε καὶ ἡ μητέρα του ἀγκαλιάζουν τὸν νεκρὸ ἱερέα, βρέχοντάς τον μὲ ἄφθονα δάκρυα καὶ φιλώντας μὲ βαθειὰ εὐγνωμοσύνη τὰ χέρια του.
Ἕνας φοβερὸς σταυρὸς ἐπιβλήθηκε στοὺς ἀνθρώπους αὐτούς. Στὴν ἀφόρητη ἐξαθλίωση τῆς σκλαβιᾶς προστέθηκε ὁ θάνατος. Καὶ ὁ ἰσόβιος πόνος γιὰ τοὺς οἰκείους τῶν νεκρῶν. Ἡ ζωή τους ἔγινε ἕνας φριχτὸς Γολγοθᾶς, γεμάτος αἷμα καὶ δάκρυα. Ἕνας τόσο βαρὺς σταυρὸς λυγίζει ἀκόμα καὶ τοὺς δυνατότερους ὤμους. Καὶ ὅμως οἱ ἄνθρωποι αὐτοί, ἂν καὶ δὲν διάλεξαν οἱ ἴδιοι τὸν σταυρό τους, καλοῦνται ἀπὸ τὸν Θεὸ νὰ τὸν σηκώσουν καρτερικά. Χωρὶς γογγυσμό, χωρὶς βλαστήμιες καὶ κατάρες, οὔτε γιὰ τὸν Θεὸ οὔτε γιὰ τοὺς βασανιστές τους. Πόση δύναμη ἀπαιτεῖται γι’ αὐτό;
Μὰ ὑπάρχει καὶ ἕνας ἄλλος σταυρός. Ὄχι ἀπρόκλητος καὶ ἀθέλητος, ἀλλὰ ἑκούσιος. Εἶναι ὁ σταυρὸς ποὺ διάλεξε ὁ ἱερέας. Ποὺ ἔβαλε τὸν ἑαυτό του στὴ θέση τοῦ μελλοθάνατου παιδιοῦ. Καὶ δέχτηκε νὰ θυσιαστεῖ, νὰ πεθάνει αὐτὸς γιὰ νὰ ζήσει ἐκεῖνο. Τὸν σταυρὸ αὐτὸν δὲν τοῦ τὸν ἐπέβαλε κανένας. Τὸν διάλεξε ὁ ἴδιος. Ἑκούσια. Μὲ τὴν καρδιά του. Ἀπὸ εἰλικρινῆ, γνήσια, πραγματικὴ ἀγάπη. «Μείζονα ταύτης ἀγάπην οὐδεὶς ἔχει», βεβαιώνει ὁ Χριστὸς (Ἰω. 15, 13). Εἶναι ἡ ἴδια αὐτὴ ἀγάπη ποὺ ἔδειξε ὁ Χριστός, «ἐρχόμενος ἐπὶ τὸ ἑκούσιον πάθος», ἐπιλέγοντας μὲ τὴ θέλησή του νὰ πεθάνει αὐτὸς ἐπάνω στὸν σταυρό, γιὰ νὰ ζήσει ὁ κόσμος.
Δυὸ σταυροὶ φοβεροί! Ποιὸς σταυρὸς εἶναι βαρύτερος; Ὁ ἀκούσιος ἢ ὁ ἑκούσιος; Ἀσφαλῶς ὁ ἑκούσιος. Ποὺ τὸν διαλέγει μὲ τὴ θέλησή του ὁ ἄνθρωπος. Τὸν ἀκούσιο σταυρὸ τὸν ὑπομένει ὁ καθένας κατ’ ἀνάγκην. Καὶ τὸν ἀπεύχεται. Δὲν βλέπει τὴν ὥρα νὰ ἀπαλλαγεῖ ἀπὸ αὐτόν. Μὰ στὸν ἑκούσιο δὲν ἀπεύχεται τίποτε. Ἀπαρνεῖται ὁλοκληρωτικὰ τὸν ἑαυτό του, τὴ ζωή του, τὰ πάντα. Θυσιάζεται συνειδητά, ἐνῷ μποροῦσε νὰ μὴν τὸ κάνει. Καὶ εἶναι τόσο δύσκολο αὐτό, τόσο βαρὺς αὐτὸς ὁ σταυρός, ποὺ λύγισαν ἀπὸ τὸ βάρος του ἀκόμα καὶ οἱ ὦμοι τοῦ Χριστοῦ.
Ὅμως…Σὲ μιὰ τέτοια ἀπάρνηση τοῦ ἑαυτοῦ μας μᾶς καλεῖ ὁ Χριστὸς (Κυριακὴ μετὰ τὴν Ὕψωσιν).
Ὁ σεβάσμιος ἱερέας τοῦ χωριοῦ περνάει μπροστὰ ἀπὸ τὸν κάθε μελλοθάνατο καὶ δίνει τὴν τελευταία εὐλογία του. Μὰ φτάνοντας στὸν τελευταῖο, βλέπει πὼς εἶναι ἕνα νεαρὸ παιδί, 14-15 ἐτῶν τὸ πολύ, ἐνῷ ἡ μητέρα του πιὸ πέρα, πεσμένη στὸ ἔδαφος, χτυπιέται ἀπαρηγόρητη. Ὁ ἱερέας κοντοστέκεται γιὰ μιὰ στιγμή, ψιθυρίζει κάτι στὸ αὐτὶ τοῦ παιδιοῦ καὶ ἀμέσως τὸ σπρώχνει πέρα ἀπὸ τὴ γραμμή, παίρνοντας ὁ ἴδιος τὴ θέση του. Ὁ Γερμανὸς διοικητὴς δὲν φέρνει ἀντίρρηση γιὰ τὴν ἀλλαγὴ καὶ ἀμέσως δίνει ἐντολὴ στοὺς στρατιῶτες του: «Στοχεύσατε!» καὶ ἐν συνεχείᾳ: «Πῦρ!» Τὰ αὐτόματα κροταλίζουν μακάβρια καὶ οἱ εἴκοσι μελλοθάνατοι σωριάζονται αἱμόφυρτοι. Μὲ σπαραχτικὲς κραυγὲς οἱ συγγενεῖς ὁρμοῦν πάνω στὰ ἄψυχα σώματά τους. Τὸ παιδὶ ποὺ ἀνέλπιστα διασώθηκε καὶ ἡ μητέρα του ἀγκαλιάζουν τὸν νεκρὸ ἱερέα, βρέχοντάς τον μὲ ἄφθονα δάκρυα καὶ φιλώντας μὲ βαθειὰ εὐγνωμοσύνη τὰ χέρια του.
Ἕνας φοβερὸς σταυρὸς ἐπιβλήθηκε στοὺς ἀνθρώπους αὐτούς. Στὴν ἀφόρητη ἐξαθλίωση τῆς σκλαβιᾶς προστέθηκε ὁ θάνατος. Καὶ ὁ ἰσόβιος πόνος γιὰ τοὺς οἰκείους τῶν νεκρῶν. Ἡ ζωή τους ἔγινε ἕνας φριχτὸς Γολγοθᾶς, γεμάτος αἷμα καὶ δάκρυα. Ἕνας τόσο βαρὺς σταυρὸς λυγίζει ἀκόμα καὶ τοὺς δυνατότερους ὤμους. Καὶ ὅμως οἱ ἄνθρωποι αὐτοί, ἂν καὶ δὲν διάλεξαν οἱ ἴδιοι τὸν σταυρό τους, καλοῦνται ἀπὸ τὸν Θεὸ νὰ τὸν σηκώσουν καρτερικά. Χωρὶς γογγυσμό, χωρὶς βλαστήμιες καὶ κατάρες, οὔτε γιὰ τὸν Θεὸ οὔτε γιὰ τοὺς βασανιστές τους. Πόση δύναμη ἀπαιτεῖται γι’ αὐτό;
Μὰ ὑπάρχει καὶ ἕνας ἄλλος σταυρός. Ὄχι ἀπρόκλητος καὶ ἀθέλητος, ἀλλὰ ἑκούσιος. Εἶναι ὁ σταυρὸς ποὺ διάλεξε ὁ ἱερέας. Ποὺ ἔβαλε τὸν ἑαυτό του στὴ θέση τοῦ μελλοθάνατου παιδιοῦ. Καὶ δέχτηκε νὰ θυσιαστεῖ, νὰ πεθάνει αὐτὸς γιὰ νὰ ζήσει ἐκεῖνο. Τὸν σταυρὸ αὐτὸν δὲν τοῦ τὸν ἐπέβαλε κανένας. Τὸν διάλεξε ὁ ἴδιος. Ἑκούσια. Μὲ τὴν καρδιά του. Ἀπὸ εἰλικρινῆ, γνήσια, πραγματικὴ ἀγάπη. «Μείζονα ταύτης ἀγάπην οὐδεὶς ἔχει», βεβαιώνει ὁ Χριστὸς (Ἰω. 15, 13). Εἶναι ἡ ἴδια αὐτὴ ἀγάπη ποὺ ἔδειξε ὁ Χριστός, «ἐρχόμενος ἐπὶ τὸ ἑκούσιον πάθος», ἐπιλέγοντας μὲ τὴ θέλησή του νὰ πεθάνει αὐτὸς ἐπάνω στὸν σταυρό, γιὰ νὰ ζήσει ὁ κόσμος.
Δυὸ σταυροὶ φοβεροί! Ποιὸς σταυρὸς εἶναι βαρύτερος; Ὁ ἀκούσιος ἢ ὁ ἑκούσιος; Ἀσφαλῶς ὁ ἑκούσιος. Ποὺ τὸν διαλέγει μὲ τὴ θέλησή του ὁ ἄνθρωπος. Τὸν ἀκούσιο σταυρὸ τὸν ὑπομένει ὁ καθένας κατ’ ἀνάγκην. Καὶ τὸν ἀπεύχεται. Δὲν βλέπει τὴν ὥρα νὰ ἀπαλλαγεῖ ἀπὸ αὐτόν. Μὰ στὸν ἑκούσιο δὲν ἀπεύχεται τίποτε. Ἀπαρνεῖται ὁλοκληρωτικὰ τὸν ἑαυτό του, τὴ ζωή του, τὰ πάντα. Θυσιάζεται συνειδητά, ἐνῷ μποροῦσε νὰ μὴν τὸ κάνει. Καὶ εἶναι τόσο δύσκολο αὐτό, τόσο βαρὺς αὐτὸς ὁ σταυρός, ποὺ λύγισαν ἀπὸ τὸ βάρος του ἀκόμα καὶ οἱ ὦμοι τοῦ Χριστοῦ.
Ὅμως…Σὲ μιὰ τέτοια ἀπάρνηση τοῦ ἑαυτοῦ μας μᾶς καλεῖ ὁ Χριστὸς (Κυριακὴ μετὰ τὴν Ὕψωσιν).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου