Προβάλλοντας μιὰ τέτοια πρόφαση ὁ ἄνθρωπος αὐτός, μέμφεται ἔμμεσα τὸν Θεό, ἀφοῦ ὁ γάμος γίνεται κατὰ θέλημα Θεοῦ, εἶναι ὁ τρόπος ποὺ διάλεξε ὁ Θεὸς γιὰ νὰ συμβιώνουν εὐλογημένα οἱ ἄνθρωποι. Ὅταν λοιπὸν προβάλλεται ὁ γάμος καὶ ἡ οἰκογένεια ὡς ἐμπόδιο στὴ σχέση μας μὲ τὸν Θεό, εἶναι μομφὴ κατὰ τοῦ Θεοῦ, ποὺ θέλησε νὰ παντρεύονται οἱ ἄνθρωποι. Οὔτε λίγο οὔτε πολὺ δηλαδή, λέμε στὸν Θεό, ὅτι ἀφοῦ μᾶς φόρτωσε μὲ τὰ βάρη τῆς συζυγίας, τῆς τεκνογονίας καὶ τῆς τεκνοτροφίας, ἐκεῖνος φταίει καὶ ὄχι ἐμεῖς, ποὺ ἀδυνατοῦμε καὶ δὲν προλαβαίνουμε νὰ ἀνταποκριθοῦμε στὸ κάλεσμά του.
Κάτι ἀνάλογο προφασίστηκε καὶ ὁ Ἀδάμ, ὅταν μετὰ τὴ βρώση τοῦ ἀπαγορευμένου καρποῦ, μετὰ τὴν πτώση του στὴν ἁμαρτία, κλήθηκε ἀπὸ τὸν Θεὸ σὲ ἀπολογία. Καὶ ἀντὶ νὰ δείξει μεταμέλεια γιὰ τὴν παρακοή του καὶ νὰ ζητήσει συγχώρηση, κατηγόρησε ἔμμεσα τὸν Θεὸ γιὰ τὴ σύντροφο ποὺ τοῦ ἔδωσε. «Ἡ γυνὴ ἣν ἔδωκας μετ’ ἐμοῦ, αὕτη μοι ἔδωκεν ἀπὸ τοῦ ξύλου, καὶ ἔφαγον» (Γεν. 3, 12). Ἡ συζυγία του ἀπὸ εὐλογία μεταστράφηκε σὲ κατάρα. Ἔγινε ἐμπόδιο στὴ σχέση του μὲ τὸν Θεό, αἰτία ἀποξένωσης καὶ ὄχι προσέγγισης πρὸς αὐτόν.
Μὲ αὐτὸ τὸ σκεπτικό, ὅλοι οἱ ἄνθρωποι εἴμαστε δικαιολογημένοι νὰ ἀπουσιάσουμε ἀπὸ τὸ δεῖπνο τοῦ Θεοῦ. Κατὰ τὸ θέλημά του νυμφευόμαστε οἱ ἄντρες καὶ παντρευόμαστε οἱ γυναῖκες, ἀφοῦ παρὰ τοῦ Θεοῦ «ἁρμόζεται ἀνδρὶ γυνή». Κατὰ τὸ θέλημά του φορτωνόμαστε τὰ βάρη τοῦ γάμου, ποὺ μᾶς ἐμποδίζουν δῆθεν νὰ ἀναπτύξουμε περισσότερο τὴ σχέση μας μαζί του. Θὰ μπορούσαμε ὅλοι, ὅπως ὁ Ἀδὰμ καὶ ὅπως ὁ ἄνθρωπος τῆς παραβολῆς, νὰ κατηγορήσουμε εὐθέως ἢ πλαγίως τὸν Θεὸ γιὰ τὴν ἀποξένωσή μας ἀπὸ αὐτὸν λόγῳ τῶν φροντίδων τῆς οἰκογένειας. Ὅμως θὰ ἦταν ἁπλῶς μιὰ καλὴ πρόφαση ἕνα τέτοιο σκεπτικό. Ὁ Θεὸς μᾶς ἔδωσε τὸν γάμο γιὰ νὰ γίνει πιὸ εὔκολος ὁ δρόμος πρὸς τὴ Βασιλεία του, ὄχι γιὰ τὸ ἀντίθετο.
Δὲν εἶναι πραγματικὸ ἐμπόδιο οἱ φροντίδες τῆς οἰκογένειας, ὅπως νομίζουμε. Μαζὶ μὲ αὐτὲς μποροῦμε νὰ κάνουμε καὶ τὸ πνευματικό μας ἔργο. Λέει π. χ. ὁ ἅγιος Παΐσιος, ὅτι ἡ μάνα ποὺ ἔχει πολλὰ παιδιὰ καὶ ἄρα πολλὲς δουλειές, μπορεῖ ταυτόχρονα καὶ νὰ προσεύχεται.
«Ἐμένα ἡ μητέρα μου μοῦ ἔμαθε νὰ λέω τὴν εὐχή. Ὅταν σὰν παιδιὰ κάναμε καμμιὰ ἀταξία καὶ πήγαινε νὰ θυμώσει, τὴν ἄκουγα ποὺ ἔλεγε: «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με». Ὅταν ἔβαζε τὸ ψωμὶ στὸ φοῦρνο ἔλεγε: «Εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ καὶ τῆς Παναγίας». Καὶ ὅταν ζύμωνε καὶ ὅταν μαγείρευε, πάλι ἔλεγε συνέχεια τὴν εὐχή. Ἔτσι ἁγιαζόταν καὶ τὸ ψωμὶ καὶ τὸ φαγητὸ ποὺ ἔκανε, ἁγιάζονταν καὶ αὐτοὶ ποὺ τὸ ἔτρωγαν. Πόσες μητέρες ποὺ εἶχαν ἁγία ζωὴ εἶχαν καὶ ἁγιασμένα παιδιά!»
Μποροῦν λοιπὸν καὶ τὰ δύο νὰ συμβοῦν: Ὅλα νὰ μᾶς ὁδηγοῦν στὸν Θεό. Ἢ ὅλα νὰ μᾶς ἀπομακρύνουν.
Μποροῦν λοιπὸν καὶ τὰ δύο νὰ συμβοῦν: Ὅλα νὰ μᾶς ὁδηγοῦν στὸν Θεό. Ἢ ὅλα νὰ μᾶς ἀπομακρύνουν.
π. Δημητρίου Μπόκου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου