Συνήθιζε ο Παπα-Φιλάρετος να λειτουργεί στο ερημικό εξωκκλήσι της Αγίας Τριάδος, κάπως μακριά από την Μονή Κωνσταμονίτου. Και μία ζεστή ανοιξιάτικη ημέρα, μετά την θεία Λειτουργία, κάθισε στο πεζούλι και ακουμπώντας στον τοίχο απολάμβανε τον φυσικό ήλιο, ενώ πριν λίγο είχε χορτάσει από τον Ήλιο της Δικαιοσύνης, τον Άρτο τον Ζωντανό, το Σώμα και το Αίμα του Χριστού. Και με την ανοιξιάτικη ζέστη το γεροντάκι αποκοιμήθηκε.
Σε λίγο μπροστά του γινόταν χαλασμός κόσμου. Μία οχιά, φρεσκοξυπνημένη από την χειμωνιάτικη νάρκη της, μεγαλύτερη από το κανονικό μέγεθος, κρυμμένη χρόνια στο ερημωμένο Κελλί, γεμάτη φαρμακερό δηλητήριο, είχε σηκωθεί και είχε στηθεί έτοιμη να τσιμπήσει τον αγαθό λευΐτη στο χέρι, που χαλαρωμένο κρεμόταν δίπλα στο κοιμώμενο σώμα. Αλλά ένα πουλί τίναζε τα φτερά και τσιροκοπούσε προσπαθώντας ή να διώξει το φθονερό ερπετό ή να ξυπνήσει τον Γέροντα. Αλλά η οχιά, ως γνωστόν, είναι κουφή και δεν νοιαζόταν για τον θόρυβο, μόνο προσπαθούσε να συρθεί ακόμα πιό κοντά για το καίριο πλήγμα. Έτσι, τελικά ξύπνησε ο παππούλης και, βλέποντας το ερπετό έτοιμο να χυμήξει, πετάχτηκε επάνω και εκείνο εξαφανίστηκε. Αλλά ο μικρός φίλος συνέχιζε να πετάει γύρω στο γέροντα μέχρι που άπλωσε το χέρι,ήρθε, κάθισε στην παλάμη που πριν λίγο έπιανε τον Χριστό, δέχτηκε τις θωπείες του και πέταξε χαρούμενο μακριά και χάθηκε στον ουρανό.
Ξέρουν και τα πουλιά να αγαπούν και να δείχνουν την ευγνωμοσύνη τους προς όσους φιλιωθηκαν μαζί τους.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου