Κατά την προφορική αφήγηση της Μαρίας Μπιζάνη από την Κάλυμνο:
Όταν κοιμήθηκε ο άγιος Νεκτάριος, η νέα μοναχή Νεκταρία πήγε και τράβηξε λίγο το ξύλινο μνήμα για να δει τον Γέροντα από την λαχτάρα που είχε.
Λοιπόν την έφθασε η ηγουμένη:
– Τι κάνεις εδώ Νεκταρία;
– Θέλω να δω τον Γέροντά μου.
– Είναι κακό πράγμα. Τώρα να σε πάω στο γέροντα, τον πάτερ Σάββα (ο νυν όσιος Σάββας της Καλύμνου).
Ήταν ο πάτερ Σάββας στο κελλί του. Κτυπά την πόρτα του κελλιού η ηγουμένη και του λέει:
– Είδες τι έκαμε η μικρή μας;
– Τι έκανε;
– Πήγε στο μνήμα από πάνω και τράβηξε το μνήμα διά να δη τον Γέροντα.
– Έλα, παιδί μου, μέσα. Γιατί τόκανες αυτό;
– Από την λαχτάρα που είχα να δω τον Γέροντά μου.
– Μ’ αυτό ξέρεις πώς λέγεται; Τυμβωρύχος είσαι;
– Μα εγώ δεν ξεύρω απ’ αυτά τα λόγια. Εγώ θέλω τον Γέροντά μου να δω!
– Ε, τότε δεν θα κοινωνήσης. Μέχρι την Μ. Πέμπτη να μην πλησιάσης τα Άγια. Είναι αμάρτημα παιδί μου, είναι αμάρτημα αυτό.
– Εγώ δεν ξεύρω τίποτα. Εγώ θέλω να δω τον Γέροντα.
– Την Μ. Πέμπτη θα κοινωνήσης.
Έφυγε η κόρη κλαίγοντας. Δεν θα μεταλάμβανε. Περίμενε την Μ. Πέμπτη.
Μόλις έκλεισε η πόρτα, να ο Γέροντας. Ο άγιος Νεκτάριος μέσα.
Λέει χαμογελαστός στον π. Σάββα:
«Γέροντα, συγχώρησέ την. Είναι μικρή. Δεν το ‘ξευρε, δεν ήξευρε από αμαρτία αυτή. Δεν ήξευρε. Και κοινώνησέ την προ της Μ. Πέμπτης. Ήκουσες Γέροντα; Φανού επιεικής. Δεν ήξευρε. Ήκουσες; Σ’ ευχαριστώ».
Λέω:
– Γέροντα σου μίλησε; Μπροστά;
– Ε, παιδί μου, μπροστά μου, όπως ήταν ζωντανός. Μπροστά μου και μου λέει: «Δώσ’ μου τον λόγο σου ότι θα την κοινωνήσης. Δεν ήξευρε η κόρη, δεν ήξευρε»!
Λέω:
– Γέροντα σου μίλησε; Μπροστά;
– Ε, παιδί μου, μπροστά μου, όπως ήταν ζωντανός. Μπροστά μου και μου λέει: «Δώσ’ μου τον λόγο σου ότι θα την κοινωνήσης. Δεν ήξευρε η κόρη, δεν ήξευρε»!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου