Κατεβήκαμε στό λιμάνι ἐγώ καί ὁ πατέρας Γαβριήλ.
Σπουδάζαμε τότε Θεολογία στήν Ἀθήνα. Μόλις Τόν εἶδα νά μᾶς κοιτάζει ἀκουμπισμένος στό πλοῖο εἶπα ἀνθρώπινα : « νά , ὁ θησαυρός τῆς ζωῆς μας»
Εὐκαιρία νά τόν διακονήσουμε νοσηλευόμενο ...
Ὄμως ... Ὀ κόσμος πού Τόν ἐπισκεπτόταν στό κρεβάτι τοῦ Νοσοκομείου ἦταν τόσος πολύς πού ξαχάσαμε τόν σκοπό τοῦ ταξιδιοῦ . Μερόνυκτα κλινήρης ἔβλεπε τούς πάντες ...
Ὀ κόσμος Τόν ἀναζητοῦσε ἀπεγνωσμένα...
Τό μεσημέρι πού γιά λίγο πλάγιασε μετά ἀπό μία βασανιστική ἐξέταση , ἦρθε ἕνας βασανισμένος ἄνθρωπος . Τοῦ ἀρνήθηκα νά περάσει .. Τότε αὐτός γονάτισε στά πόδια μου καί μέσα ἀπό τά βάθη τῆς ψυχῆς του , μοῦ εἶπε :
« Ἄφησέ με. Μόνο τά κράσπεδα τῶν ἰματίων Του νά ἀσπαστῶ καί θά φύγω .... »
Ὁ Ἅγιος Γέροντάς μου , ὁ Ἀμφιλόχιος τόν ἀντιλήφθηκε ἀμέσως . -Ἄφησέ τον παιδί μου...
Ὅταν ἄνοιξε ἡ πόρτα τοῦ Δωματίου Του , ἄνοιξε καί ἡ πόρτα τοῦ Οὐρανοῦ .
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου