-Πώς θα μπορούσα εγώ να φάω αν δεν είχαν καλά – καλά φανεί τ’ αστέρια στον ουρανό; Στο μοναστήρι πρέπει να τρως μια φορά: όταν έρθει το απόβραδο. Κι αυτό λογαριάζεται σαν διαρκής νηστεία, ό,τι και να τρως. Έτσι είναι καλύτερα κι έτσι το είχαν κανονίσει οι άγιοι πατέρες. Η υπερβολική όμως νηστεία είναι εκ του Πονηρού!
-Όποιος νίκησε τη γλώσσα και το στομάχι βρίσκεται στον σωστό δρόμο. Η νηστεία είναι άλλο και η πείνα άλλο. «Ζητείτε την βασιλείαν του Θεού, και ταύτα πάντα προστεθήσεται υμίν». Όταν τρως, πρέπει να σκέφτεσαι τους πεινασμένους, τους αδύναμους, τους φτωχούς. Εδώ είναι ο Παράδεισος. Όμως, από τον μοναχό ζητείται να προσεύχεται ακόμη και την ώρα που τρώει.1. Λουκ. 12, 31.
Μας διηγήθηκε μια μοναχή:
«Στο Σαμτάβρο μιλούσαμε μεταξύ μας οι μοναχές και οι δόκιμες για το πόση άσκηση κάνουμε και πόσο κουραζόμαστε. Και λέγαμε μεταξύ άλλων:
¨Μα χρειαζόταν να νηστέψουμε και τις Δευτέρες;¨.
Όταν τελειώσαμε την κουβέντα μας, πλησίασε ο π. Γαβριήλ και είπε:
-Καλά, την Τετάρτη και την Παρασκευή το καταλαβαίνω. Αυτή τη Δευτέρα όμως ποιός την κανόνισε; Φάτε γρήγορα και καταλύστε τη νηστεία, μας πρόσταξε.
Ήταν Δευτέρα κι εμείς φάγαμε, παραβιάζοντας τη νηστεία. Ήρθε η Τετάρτη. Οι μοναχές ήμασταν πάλι μαζί. Μας πλησίασε ξανά ο π. Γαβριήλ:
-Παιδιά μου, η Παρασκευή είναι ημέρα της Σταύρωσης. Κατανοητό. Και τη Τετάρτη κατανοητό. Αλλά, με την ευχή μου, να φάτε σήμερα! Έδωσε ξανά εντολή.
Την Πέμπτη, κρυφτήκαμε. Φοβηθήκαμε μήπως μας πει να καταλύσουμε και την Παρασκευή. Η προσευχή του ξύπνησε τις συνειδήσεις μας και μετά απ’ αυτό το γεγονός τηρούσαμε σταθερά τη νηστεία της Δευτέρας, χωρίς να παραπονιόμαστε».
Όταν τελειώσαμε την κουβέντα μας, πλησίασε ο π. Γαβριήλ και είπε:
-Καλά, την Τετάρτη και την Παρασκευή το καταλαβαίνω. Αυτή τη Δευτέρα όμως ποιός την κανόνισε; Φάτε γρήγορα και καταλύστε τη νηστεία, μας πρόσταξε.
Ήταν Δευτέρα κι εμείς φάγαμε, παραβιάζοντας τη νηστεία. Ήρθε η Τετάρτη. Οι μοναχές ήμασταν πάλι μαζί. Μας πλησίασε ξανά ο π. Γαβριήλ:
-Παιδιά μου, η Παρασκευή είναι ημέρα της Σταύρωσης. Κατανοητό. Και τη Τετάρτη κατανοητό. Αλλά, με την ευχή μου, να φάτε σήμερα! Έδωσε ξανά εντολή.
Την Πέμπτη, κρυφτήκαμε. Φοβηθήκαμε μήπως μας πει να καταλύσουμε και την Παρασκευή. Η προσευχή του ξύπνησε τις συνειδήσεις μας και μετά απ’ αυτό το γεγονός τηρούσαμε σταθερά τη νηστεία της Δευτέρας, χωρίς να παραπονιόμαστε».
Όταν ο π. Νικόλαος Μακαρασβίλι ρώτησε τον π. Γαβριήλ τί είναι η νηστεία, ο Γέροντας είπε:
-Να σου εξηγήσω αμέσως, κι άρχισε να του θυμίζει όλες τις αμαρτίες των παιδικών του χρόνων και παράλληλα να τον βρίζει.
Αργότερα ο π. Νικόλαος μας έλεγε ότι από την ντροπή του δεν ήξερε τι να πει και γονάτισε κλαίγοντας. Και ξαφνικά ο π. Γαβριήλ άλλαξε, του χαμογέλασε και του είπε:
-Έλα τώρα να φάμε και να χαρούμε, Νικόλα.
Ο π. Νικόλαος όμως του απάντησε ότι ένιωθε πολύ άσχημα και δεν μπορούσε να φάει. Τότε κατάλαβε την απάντηση στην ερώτησή του. Αυτή είναι νηστεία: Όταν νιώθεις μετάνοια για τις αμαρτίες σου και ξεχνάς ακόμη και την πείνα σου.
Μια πιστή είπε με αυταρέσκεια στον Γέροντα:
-Π. Γαβριήλ, τήρησα αυτήν τη νηστεία πιο καλά σε σχέση με άλλες.
-Πώς τα κατάφερες, παιδί μου; Σαράντα χρόνια είμαι μοναχός και ούτε μία φορά δεν νήστεψα όπως πρέπει. Μήπως μπορείς να μου το μάθεις; Νηστεία ήταν εκείνη που έκανε ο άγιος Σίο – Μγβιμέλι. Εξήντα μέρες έκλαιγε συνέχεια και δεν έτρωγε αν δεν τον σταματούσε η Παναγία: «Φθάνει, σταμάτα!».
Στον καλό μοναχό είναι αρκετό ένα πρόσφορο, εξήγησε τέλος ο Γέροντας.
Την τελευταία εβδομάδα της Σαρακοστής, πήγε ένας κοσμικός και του είπε με καμάρι:
-Γέροντα, τήρησα αυτή τη νηστεία χωρίς λάδι!
Κι ο Γέροντας, σαν να μην άκουσε, του είπε:
-Παιδί μου, σήμερα μου έκαναν δώρο ένα λάδι και δεν κατάλαβα τη γεύση του. Μήπως μπορείς να το δοκιμάσεις εσύ;
Αφού τον έβαλε να δοκιμάσει αρκετό λάδι, στο τέλος του είπε αυστηρά:
-Είσαι λαϊκός. Ποιός σου επέβαλε να νηστέψεις το λάδι όλη τη Σαρακοστή; Αυτή η συμπεριφορά οδηγεί ορισμένους στην περηφάνια.
Η Κετεβάνι Μπεκαούρι θυμάται:
«Μια φορά, κατά τη διάρκεια της σαρακοστής των Χριστουγέννων, πήγα στο τραπέζι των γενεθλίων μιας φίλης μου. Μη θεωρώντας αυτή τη νηστεία αυστηρή, φάγαμε αρκετά και διασκεδάσαμε, αφού δεν έλειψαν ούτε τα τραγούδια ούτε οι χοροί. ¨Τώρα, αν μας έβλεπε ο π. Γαβριήλ, τί θα κάναμε;¨ λέγαμε μεταξύ μας και γελούσαμε. Την άλλη μέρα πήγαμε στη Μτσχέτα και μόλις μπήκαμε στο κελί του, μας είπε με απλότητα:
-Αυτή η νηστεία είναι χαρούμενη. Μερικοί χτυπούν τύμπανα, μερικοί χορεύουν και άλλοι τραγουδούν.
Ντραπήκαμε πολύ και μετανιώσαμε για την επιπολαιότητά μας. Εκείνος νήστευε σκληρά. Κάθε μέρα νέκρωνε τη σάρκα του με νηστείες και αγρυπνίες».
Η οικογένεια του π. Γαβριήλ θυμάται πως κλειδωνόταν στο κελί του επί μήνες και δεν δεχόταν φαγητό. Πολλές φορές τον έβλεπαν υπερβολικά αδύναμο από την αυστηρή νηστεία. Κι έλεγε:
-Πώς να ανταλλάξω την αγάπη για την πατρίδα μου με το φαγητό; Αν ένα πιάτο φασόλια δεν μου ήταν αρκετό πριν, τώρα, με τη βοήθεια του Θεού, δεν μου χρειάζεται ούτε ένα καρβέλι ψωμί το χρόνο.
Κανείς δεν είχε δει ποτέ τον π. Γαβριήλ να τρώει. Μερικούς μήνες μόνο προτού κοιμηθεί, έπινε λίγο νερό. Έβαζε φαγητό στο πιάτο του απλά και μόνο για να το βλέπουμε εμείς. Ύστερα το μοίραζε σε άλλους.
-Ξέρετε πόσοι άνθρωποι δεν έχουν φαγητό και πεινάνε; Πώς μπορώ εγώ τότε να τρώω; έλεγε.
Κι όταν τον παρακαλούσαν να φάει, τους καθησύχαζε:
-Ο οργανισμός μου δεν το αντέχει. Τί να κάνω;
Κάποτε μου είπε:
-Σε όλη μου τη ζωή πεινάω. Μη με μιμηθείς σ’ αυτό. Το απόβραδο να τρως, είναι καλό. Το τι πίνω και τι τρώω αφορά μόνον εμένα και κανέναν άλλο. Πρέπει όμως να τρως τόσο, όσο να κατευνάζεται το αίσθημα της πείνας σου. Μερικοί δεν έχουν κοιλιά, αλλά βαρέλι.
Μια μέρα πριν κοιμηθεί, ζήτησε σούπα.
-Δύο κουταλιές μόνο. Από την πείνα δεν με παίρνει ο ύπνος. Μήπως και με βοηθήσει.
-Ένας άγιος πατέρας έτρωγε δέκα φορές την μέρα και είχε κοντά του ένα δόκιμο, ο οποίος έτρωγε μία φορά τη μέρα. Τους προσκάλεσαν κάποτε σε ένα τραπέζι και ο δόκιμος αφού έφαγε, είπε πως χόρτασε. Ο μοναχός παραξενεύτηκε:
«Μα αυτό δεν γίνεται». Κι ο δόκιμος του απάντησε:
«Άγιε πατέρα, εσύ τρως την ημέρα δέκα φορές και γι’ αυτό απορείς». Κι ο μοναχός ανταπάντησε:
«Εγώ πάντοτε πεινάω, γιατί παίρνω λίγο λίγο την τροφή μου. Εσύ όμως με μία φορά χορταίνεις».
Ο π. Γαβριήλ μαγείρευε πάντα εκείνο το φαγητό που άρεσε και ορεγόταν ο επισκέπτης. Όταν του πρότειναν να φάει κι εκείνος, απαντούσε:
-Εγώ τρέφομαι από την αγάπη σας.
Όταν ήταν έγκυος η γυναίκα μου, ρώτησα τον Γέροντα αν έπρεπε να νηστέψει.
-Πού ακούστηκε μια έγκυος ή αυτή που θηλάζει παιδί να νηστεύουν;
Από το βιβλίο: “ΜΑΛΧΑΖΙ ΤΖΙΝΟΡΙΑ, “Ο Αγιος Γαβριήλ ο δια Χριστόν σαλός και ομολογητής (1929 – 1995).Μετάφραση ΝΑΝΑ ΜΕΡΚΒΙΛΑΤΖΕ ΑΘΗΝΑ 2013.
Η/Υ επιμέλεια Σοφίας Μερκούρη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου