«Τον Κόντογλου, γράφει ο Μινωτής, τον γνώρισα από τον Φώτη Πολίτη. Γίναμε φίλοι και βλεπόμαστε συχνά κι όσο διάβαζα κείμενα δικά του, ατύπωτα ακόμη τότε, κι έβλεπα τις αγιογραφίες, που ξετέλειωνε σε μικρές εκκλησίες, και ζωγραφιές στον τοίχο του σπιτιού του, τόσο περισσότερο δενόμουνα με τον ανδρόπρεπο ποιητικό του οίστρο και την πνευματική του κλίση. ¨Ήταν μεγάλης παιδείας, τέλειος γνώστης της παλιάς και σύγχρονης μάθησης κι όχι κανένας ρομαντικός παλαιοντολόγος, όπως τον αποκαλούσαν μερικοί ευρωπαϊζοντες λόγιοι της Δεξαμενής, μα η ψυχή του ήτανε δοσμένη στις ιερές και αθάνατες ρίζες του γένους, και στην παράδοση της Ελληνικής Ορθοδοξίας.
Όταν φρεσκοτυπώθηκε στο περιοδικό «Ελληνικά Γράμματα» του Μπαστιά «Το Μαρτύριον του Αγίου Γεωργίου του Χιοπολίτου» και το διάβασα, ξεπύρισαν τα δάκρυα από τα μάτια μου και κτυπούσε η καρδιά μου, να σπάσει από την συγκίνηση … Τέτοια μαστόρικη γραφή! Τέτοια οριακή έννοια ανθρωπιάς! Και πάνω απ’ όλα τέτοια φαντασία στο ζωντάνεμα της τρικυμίας, σαν του Σαίξπηρ.
Πήρα το τεύχος αναμάσκαλα κι έτρεξα στου Καζαντζάκη στην Αίγινα. Με το βαποράκι έκανα τότε δυόμισι ώρες. Ως τον πέτυχα στο κατώφλι του έρημου, τότε, σπιτιού του, του το έδωσα λέγοντας :
Το πήρε κι άρχισε μονομιάς να το διαβάζει κι ένιωθα το σύγκρυο που τον διαπερνούσε όσο προχωρούσε και φούσκωνε η καρδιά του από το λογοτεχνική δύναμη του κειμένου. Σαν το αποτελείωσε μου είπε : «Πάμε αμέσως στον Κόντογλου τώρα δα, δεν μπορώ να περιμένω να του πω την αγάπη μου και τη λαχτάρα μου»,
Όταν φτάσαμε στον Πειραιά είχε σκοτεινιάσει. Πήραμε το τραίνο και από την Ομόνοια το τραμ για τον συνοικισμό του Κυπριάδη Πατησίων, που ήταν η κατοικία του Φώτη. Καθώς πλησιάσαμε την πόρτα ακούσαμε μέσα τραγούδια και θόρυβο από γλεντοκόπι. Μας άνοιξαν και βρεθήκαμε απρόσμενα μας σε οικογενειακή διασκέδαση - γιόρταζαν τα γενέθλια της κόρης του. Γεμάτο γύρω γύρω το μεγάλο τραπέζι, γυναίκες κι άντρες, Αϊβαλιώτες, συγγενείς και πατριώτες του, μα και ξένοι, σπουδαστές, ζωγράφοι και βυζαντινολόγοι, Σουηδοί, Γερμανοί, νέοι λογιών λογιών. Κοντά στον Κόντογλου ήταν καθισμένος ο Μένος Φιλήντας, ο φημισμένος γλωσσολόγος, ο υπέρμαχος του Δημοτικισμού.
Μας υποδέχτηκαν με χαρά, μα μέσα στη φούρια της διασκέδασης, πού καιρός και τρόπος να πούμε τον παιδιάστικο, μας φαινότανε κι εμάς τώρα, σκοπό της επίσκεψης μας. Μας κάνανε τόπο και καθίσαμε κι εμείς στο φαγοπότι που συνοδευότανε από απολυτίκια και διάφορους άλλους εκκλησιαστικούς ψαλμούς, που οι Αϊβαλιώτες τραγουδούσαν εν χορώ μαζί με θαλασσινά τραγούδια.
Φύγαμε τελικά με τον Καζαντζάκη χωρίς να πούμε ούτε λέξη για τον Άγιο Γεώργιο το Χιοπολίτη, παρά μόνο στη εξώπορτα, που αποχαιρετούσαμε, ειπώθηκε κάτι γι
αυτό, στα πεταχτά, και μόνο που ο Καζαντζάκης έσκυψε και φίλησε τον Κόντογλου σταυρωτά και τον είπε αρχιμάστορα του νεοελληνικού λόγου!»
(1) Για τους νεώτερους, ο Αλέξης Μινωτής υπήρξε ένας από τους μεγαλύτερους Έλληνες ηθοποιούς του Θεάτρου.

Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου