Οἱ 318 θεοφόροι Πατέρες τῆς πρώτης μεγάλης Συνόδου ἀσχολήθηκαν μὲ τὴν αἵρεση τοῦ Ἀρείου. Αὐτός, ἀδυνατώντας νὰ δώσει λογικὴ ἐξήγηση στὸ μυστήριο τῆς Ἁγίας Τριάδος, κατέληξε στὸ συμπέρασμα ὅτι ὁ Χριστὸς δὲν εἶναι Υἱὸς τοῦ Θεοῦ, ἴσος καὶ συνάναρχος μὲ τὸν Πατέρα, ἀλλὰ δημιούργημα τοῦ Θεοῦ, τὸ πρῶτο καὶ ἀνώτερο ἀπὸ ὅλα τὰ ἄλλα (Κυριακὴ τῶν Ἁγίων Πατέρων).
Τὸ πῶς εἶναι ὁ Θεὸς πραγματικὰ ὡς πρὸς τὴν οὐσία του, μένει πάντα ἔξω ἀπὸ τὰ ὅρια τῆς γνωστικῆς μας ἱκανότητας. Εἶναι μυστήριο πέρα καὶ πάνω ἀπὸ τὴ λογική μας. Ὑπέρλογο, ἀλλὰ ὄχι παράλογο. Ἀνεξήγητο, ἀνερμήνευτο, ἀπόρρητο. Ἀποδεχόμαστε μόνο ταπεινὰ ὅσα μᾶς ἀποκάλυψε ὁ ἴδιος ὁ Θεός. «Οὐ φέρει τὸ μυστήριον ἔρευναν. Πίστει μόνῃ τοῦτο πάντες δοξάζομεν».
Ὁ Ἄρειος ὅμως ἀγνόησε τὴ μαρτυρία τοῦ ἴδιου τοῦ Χριστοῦ γιὰ τὸν Τριαδικὸ Θεό, γιὰ τὸν Θεό-Πατέρα, γιὰ τὸν ἑαυτό του, ὅτι εἶναι Υἱὸς μονογενὴς τοῦ Θεοῦ, γιὰ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα. Μὴ κατανοώντας λογικά, πῶς εἶναι δυνατὸν ὁ Υἱὸς νὰ εἶναι συνάναρχος μὲ τὸν Πατέρα, ἔφτασε νὰ πεῖ ὅτι ὁ Χριστὸς κάποτε δὲν ὑπῆρχε. «Ἦν ποτε, ὅτε οὐκ ἦν». Ἦταν κάποτε καιρὸς ποὺ ὁ Υἱὸς δὲν ὑπῆρχε. Ἀρχικὰ δηλαδὴ ὑπῆρχε μόνο ὁ Πατέρας. Καὶ μετὰ ἔγινε ὁ Υἱός. Καὶ μάλιστα δὲν «ἐγεννήθη», ἀλλὰ «ἐγενήθη». Ἐγένετο. Δὲν γεννήθηκε, ἀλλὰ ἔγινε, πλάστηκε. Δὲν εἶναι Υἱός, ἀπὸ τὴ φύση τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ δημιούργημα, πλάσμα τοῦ Θεοῦ. Ἔτσι ὁ Ἄρειος ἀρνήθηκε ὠμὰ τὴ θεότητα τοῦ Χριστοῦ.
Ὅμως ὁ Χριστός, ἀνακρινόμενος ἐνώπιον τοῦ ἑβραϊκοῦ συνεδρίου, στὴν ἐρώτηση τοῦ ἀρχιερέως, ἂν εἶναι ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ, ἀπάντησε εὐθέως, χωρὶς περιστροφές, κυριολεκτικά: «Ἐγώ εἰμι». Αὐτὸ θεωρήθηκε θανάσιμη βλασφημία. Ὁ ἀρχιερεὺς εἶπε «ὅτι ἐβλασφήμησε… Ἴδε νῦν ἠκούσατε τῆς βλασφημίας αὐτοῦ» (Μάρκ. 14, 62. Ματθ. 26, 65).
Ἄλλοτε πάλι ὁ Χριστὸς εἶχε πεῖ, ὅτι εἶναι ἕνα μὲ τὸν Πατέρα: «Ἐγὼ καὶ ὁ Πατὴρ ἕν ἐσμεν». Ὁμολογοῦσε ἀκριβῶς ὅτι πατέρας του ἦταν ὁ Θεός. Ἐξίσωνε χωρὶς δισταγμὸ τὸν ἑαυτό του μὲ τὸν Θεό. Οἱ Ἑβραῖοι ἤξεραν καλὰ τί ἄκουσαν καὶ τόνισαν στὸν Πιλάτο. «Ὀφείλει ἀποθανεῖν, ὅτι ἑαυτὸν Θεοῦ Υἱὸν ἐποίησεν» (Ἰω. 5, 18. 10, 30. 19, 7).
Οἱ θεοφόροι Πατέρες τῆς Α΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου θέσπισαν νὰ ἀποδεχόμαστε τὸν Χριστό, ὅπως ἀκριβῶς Ἐκεῖνος ἀποκάλυψε τὸν ἑαυτό του:
Ἴσον σὲ ὅλα, ὁμοούσιο μὲ τὸν Πατέρα.Υἱὸν τοῦ Θεοῦ, ὄχι δημιούργημα.
«Ἐκ Θεοῦ ἀληθινοῦ γεννηθέντα, οὐ ποιηθέντα».
Συνάναρχο μὲ τὸν Πατέρα.
Συνάναρχο μὲ τὸν Πατέρα.
«Οὐκ ἦν ποτε, ὅτε οὐκ ἦν», εἶπαν. Δὲν ὑπῆρξε ποτὲ στιγμή, ποὺ νὰ μὴν ὑπάρχει καὶ ὁ Υἱός.
Ἐσύ, «πιστεύεις εἰς τὸν Υἱὸν τοῦ Θεοῦ;» (Ἰω. 9, 35).
Ἐσύ, «πιστεύεις εἰς τὸν Υἱὸν τοῦ Θεοῦ;» (Ἰω. 9, 35).
π. Δημητρίου Μπόκου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου