Η πρώτη φορά ήταν πριν το ευρώ, όταν πήγαμε πακέτο με 16.000 δρχ. το άτομο, με γκρουπ και με Τούρκο ξεναγό που παραποιούσε την ελληνική ιστορία, ουσιαστικά για να μας πουλήσουν τα δερμάτινα και τον μπακλαβά, γιατί τότε ο προορισμός ήταν περισσότερο για αγορές παρά για τουρισμό. Στο μόνο αξιοθέατο που μας πήγαν, ήταν η Πέργαμος. Η δεύτερη φορά ήταν μ’ ένα φίλο και συγχωριανό που μένει στη Γαλλία, που είχε ξαναπάει και είχε γνωριμίες με Τούρκους, που μας βοήθησαν να πάμε στα χωριά των προγόνων μας με νοικιασμένο αυτοκίνητο. Η τρίτη φορά ήταν πριν από τρία - τέσσερα χρόνια, που πήγαν πάλι για ψώνια οι γυναίκες και γω περιδιάβηκα τα σοκάκια του Αϊβαλιού με τα ρημαγμένα και κατάκλειστα ελληνικά σπίτια και τις καταστρεμμένες μα επιβλητικές ακόμα εκκλησιές σε όγκο, αρχιτεκτονική και μεγαλοπρέπεια. Τότε επιχείρησα να επισκεφτώ και το αγαπημένο λημέρι του Κόντογλου, ακριβώς απέναντι από το Αϊβαλί, δηλαδή τη χερσόνησο της Αγ. Παρασκευής, που νόμιζα ότι θα με «πετάξει» απέναντι μια βάρκα ή μια γκαζολίνα, αλλά δυστυχώς δεν υπήρχε κάτι τέτοιο. Ήταν δεν ήταν μισό μίλι η απόσταση απ’ τη μία στεριά στην άλλη! (φωτό 1).
Η χερσόνησος της Αγ. Παρασκευής, με το βράχο και το ομώνυμο μοναστήρι (που τώρα σώζεται μόνο το ερείπιο της εκκλησίας), όπου περνούσε τους καλοκαιρινού μήνες ο Φ.Κ. ψαρεύοντας με τη βάρκα του (πάνω). Η στενή είσοδος του κολπίσκου «Γιουρούκηδες» (όπου, καθώς αναφέρει ο Φ.Κ., είναι το ηφαίστειο, «η χούνα», με τα βαθιά νερά), με την «τρύπια πέτρα» απ’ τη μια μεριά και τη «φωλιά τ’ αητού» με τον αψηλό βράχο, το «χοντρόβουνο», από την άλλη (αριστερά). Ο λόφος με του «λαγού τ’ αυτιά», αριστερά, και ο άλλος με το «σεϊτάν σοφρασί», δεξιά, καθώς φαίνονται πηγαίνοντας για την Αγ. Παρασκευή (δεξιά)
Έτσι αυτήν τη φορά - την τέταρτη - δηλαδή φέτος, αποφασίσαμε τρεις ερωτευμένοι με τα γραφόμενα του Φώτη Κόντογλου να πάρουμε το αυτοκίνητό μας και να κάνουμε όλον αυτόν το γύρο του νότιου μπουγαζιού, για να δούμε αποκλειστικά αυτά τα θαυμάσια που περιγράφει στο βιβλίο του, το οποίο - σημειωτέον - έχω διαβάσει και τρίτη φορά, πρόσφατα, να είμαι καλά κατατοπισμένος.
Προορισμός μας, ο λόφος χερσονήσου της Αγιά Παρασκευής με τον επιβλητικό της βράχο και το ομώνυμο μοναστήρι στα ριζά του, όπου ήταν τα υποστατικά της οικογένειας Κόντογλου κατά την Τουρκοκρατία (φωτό 14). Ξεκινήσαμε λοιπόν μετά τον έλεγχο των ταυτοτήτων απ’ το Τελωνείο, προς το κέντρο, αφήνοντας αριστερά μας το δρόμο προς Πέργαμο και παίρνοντας το δεξί παραλιακό που συνεχίζει άσφαλτος πάνω «στο μεγάλο χερσόνησο του μπουγαζιού» (καθώς το αναφέρει ο Φ.Κ.) μέχρις ένα ορισμένο σημείο. Από κει και πέρα, συνεχίζεται καλός χωματόδρομος, αρκετά φαρδύς. Στην αρχή κάναμε μια παράκαμψη στα δεξιά σ’ ένα δευτερεύοντα χωματόδρομο, που πλησίαζε προς το στόμιο του μικρού κολπίσκου «Γιουρούκηδες», για να βγάλουμε φωτογραφίες.
Η πινακίδα σε μια διασταύρωση του χωματόδρομου, που σε καθοδηγεί για το μοναστήρι της Αγ. Παρασκευής (Tımarhane Mevkii) (αριστερά). Το Αϊβαλί καθώς φαίνεται απ’ το λόφο της Αγ. Παρασκευής (δεξιά)
Οι περιγραφές του ζωγράφου και αγιογράφου Φ.Κ. είναι τέτοιες που δε χρειάζεται χάρτης. Πράγματι είδαμε επιτέλους από κοντά και εκ του φυσικού το γραφικό στόμιο του κόλπου με την «τρύπια πέτρα» απ’ τη μία μεριά και τον αψηλό βράχο, «χοντρόβουνο», από την άλλη, με τη «φωλιά του αητού», απόσταση όχι πάνω από 200 μ. και στο μέσον η «χούνα», το ηφαίστειο δηλαδή με τα βαθιά νερά! (φωτό 2). Αφού απολαύσαμε το μαγευτικό θέαμα και βγάλαμε τις σχετικές φωτογραφίες, επιστρέψαμε στον κεντρικό χωματόδρομο για την Αγ. Παρασκευή. Στη διαδρομή αυτή από αριστερά μας φαίνονται οι δύο κοντινοί λόφοι με κορυφές του «λαγού τ’ αυτιά» ο ένας και του «δαιμόν’ η τράπεζα» (σεϊτάν σοφρασί) ο άλλος, όπου κι εκεί ανεβαίνει δρόμος. Η τρίτη κορυφή, ο Προφήτ’ Ηλίας, που αναφέρει ο Φ.Κ., είναι πολύ πιο πέρα απ’ αυτές, προς αριστερά (φωτό 3).
Η εκκλησιά-ερείπιο της Αγ. Παρασκευής, κάτω απ’ τον πελώριο κόκκινο βράχο (αριστερά). Το ερείπιο της εκκλησιάς, κολλημένο στην απόληξη του βράχου με την κουφάλα και τη χτιστή κολώνα, στο λόφο της Αγ. Παρασκευής (δεξιά)
Συνεχίζουμε το χωματόδρομο μέχρι που πέφτουμε σε μια διασταύρωση με μια μεγάλη πινακίδα που δείχνει αριστερό βέλος KARACA SİTESİ και δεξιά βέλη CEYLAN SİTESİ και AYİA PARASKEVİ MANASTIRI (φωτό 4).
Εμείς ακολουθούμε φυσικά το δεξί χωματόδρομο που σε κάποιο σημείο διακλαδίζεται αριστερά προς Ceylan Sitesi και δεξιά προς Αγ. Παρασκευή, που από ένα σημείο και μετά, δίπλα από μία λιμνούλα, μετατρέπεται σε υπέροχο μονοπάτι μέσα σε πευκόδασος, που καταλήγει στο βράχο της Αγ. Παρασκευής. Εκεί, αντίς για μοναστηριακό συγκρότημα, όπως μας παριστάνει στα σκίτσα του ο Φ.Κ. (φωτό 14), σώζεται μόνο το ερείπιο της μονόκλιτης εκκλησιάς με καμπυλωτή οροφή, χωμένη στα ριζά του βράχου, που στη νότια απόληξή του σχηματίζεται μια πελώρια κουφάλα-στοά (φωτό 8), σχεδόν κολλητή με την εκκλησιά, όπου σώζεται και η χτιστή κολώνα-πόδι του βράχου (φωτό 7).
Ανάμεσα απ’ τη χτιστή κολώνα και την κουφάλα του βράχου διακρίνονται τα τελευταία σπίτια του Αϊβαλιού (αριστερά). Το εσωτερικό της εκκλησιάς της Αγ. Παρασκευής (από τη δυτική κύρια είσοδο) (δεξιά)
Η είσοδος είναι από κει, αλλά και απ’ τη νότια πλευρά, που υπάρχουν τα τρία ανοίγματα-τρύπες του τοίχου (φωτο 6), απ’ τα οποία φαίνεται πανοραμικά ο κολπίσκος «Γιουρούκηδες», με τους τρεις λόφους απέναντι (φωτό 10) όπως προείπαμε.
Το ιερό της είναι αριστερά της βόρειας εισόδου, κανονικά δηλαδή απ’ την ανατολή. Στη δύση υπάρχει άλλο άνοιγμα μεγάλο, με αψιδωτό μικρό παράθυρο από πάνω, που προφανώς ήταν η κύρια είσοδος της εκκλησιάς (φωτό 9). Ανατολικά της διακρίνονται χαλάσματα κάποιας βρύσης και λίγο πιο πέρα ένα φαρδύ πηγάδι βάθους τριών - τεσσάρων μέτρων, που προς το δυτικό άκρο του καταλήγει σε στοά, με μια αγριοσυκιά φυτρωμένη εκεί.
Τραβήξαμε αρκετές φωτογραφίες και επιστρέψαμε για φαγητό στην παραλία του Μοσχονησιού με τις ατελείωτες ταβέρνες και τα κέντρα (φωτό 13). Μετά κάναμε μία βόλτα στην αγορά και καταλήξαμε στον Ταξιάρχη, ένα κολοσσιαίο αριστούργημα αρχιτεκτονικής, εγκαταλελειμμένο κι ερειπωμένο όπως και τα υπόλοιπα.
Απ’ το εσωτερικό της νότιας πλευράς του ερειπίου της Αγ. Παρασκευής, που από τα τρία ανοίγματά του φαίνεται το γραφικό στόμιο του κολπίσκου «Γιουρούκηδες» (αριστερά). Ο ημικατεστραμμένος περικαλλής και επιβλητικός ναός του Ταξιάρχη, με το κωδωνοστάσι χωρίς την καμπάνα μπροστά στον τρούλο, στην ελληνική συνοικία του Μοσχονησιού (δεξιά)
Οι κολώνες ιωνικού ρυθμού δεσπόζουν σε όλα τα επιβλητικά κτήρια και τις εκκλησιές του Αϊβαλιού και του Μοσχονησιού. Εκτός από την εξωτερική πύλη της αυλής, που είναι υπερυψωμένη με σκαλοπάτια (φωτό 11), η εσωτερική πύλη του πανύψηλου ναού είναι επίσης υπερυψωμένη, με αρκετά σκαλοπάτια ημικυκλικά από πελεκητή πέτρα της περιοχής Σαρμουσάκ, όπως και ο Ταξιάρχης Μανταμάδου, που είναι χτισμένος από την ίδια κοκκινόπετρα. Η αυλή της επίσης είναι στρωμένη από την ίδια ακανόνιστη πέτρα. Το κτίσμα σε πολλά σημεία παρουσιάζει μεγάλες ρωγμές, που δυστυχώς ακόμα δεν έχουν επουλωθεί (φωτό 11).
Η επί 26 χρόνια κλειδοκρατόρισσα του Ταξιάρχη Τουρκοκρητικιά, περιστοιχισμένη από ένα γκρουπ Τούρκων τουριστών, καθώς εξιστορεί καθισμένη στα σκαλοπάτια του ιερού ημικατεστραμμένου οικοδομήματος τα έργα και τις ημέρες μιας άλλης εποχής... (αριστερά). Σε πρώτο πλάνο διακρίνεται το νησάκι με το ερείπιο του Άι-Γιάννη Προδρόμου, μετά ο λόφος της Αγ. Παρασκευής στο κέντρο και στο βάθος αριστερά ο λόφος του Προφήτη Ηλία και δεξιά ο λόφος με του «λαγού τ’ αυτιά» (δεξιά)
Μια Τουρκοκρητικιά γριά που μένει εκεί δίπλα με την κόρη της και μιλάει ελληνικά σα να ήταν στην πατρίδα της, μας είπε ότι κρατούσε 26 χρόνια το κλειδί της εκκλησιάς να τη φροντίζει και να την ανοιγοκλείνει στους επισκέπτες, και τώρα της το είχε πάρει η Αρχαιολογική Υπηρεσία για επισκευή, γι’ αυτό είναι κλειστή (φωτό 12). Μέχρι να βγάλουμε φωτογραφίες, καταφθάνει ένα γκρουπ από τουρκική νεολαία, που ο νεαρός ξεναγός, ακούγοντάς μας που μιλούσαμε, μας χαιρέτησε ελληνικά και χαμογελαστά. Δεν πέρασε ούτε δεκάλεπτο και ξαφνικά ακούσαμε χειροκροτήματα απ’ το γκρουπ, που στο αναμεταξύ είχε περιζώσει τη γριά, που, καθώς φάνηκε, ήταν πασίγνωστη στην περιοχή για τις υπηρεσίες της στην εκκλησιά και τον ιδιαίτερο και αυθόρμητο τρόπο ξενάγησης.
Την έβαλαν να καθίσει στα σκαλιά της εκκλησιάς ανάμεσά τους και να μιλά μ’ ενθουσιασμό, ακούγοντάς τη με σεβασμό και βγάζοντάς τη φωτογραφίες, την απλή εκείνη «Μικρασιάτισσα», που κρατούσε ακόμα με αξιοπρέπεια το ελληνικό χρώμα με το τσεμπέρι και τη μακριά ρόμπα, σαν τις παλιές Αγιασώτισσες, που δεν ξέρουμε για ποιο λόγο οι γονείς της αλλαξοπίστησαν, μα της μετάδωσαν με πάθος τα ελληνοχριστιανικά ιδεώδη!
Δεν άντεξα, τη φωτογράφισα κι εγώ για να τη θυμάμαι σαν ένα ανόθευτο ελληνικό άρμα που σκορπά ακόμα την ευωδιά του ακόμα και προς τη δύση της ζωής, πάνω στ’ αλησμόνητα ελληνικά χώματα!
Μανταμάδος, Σεπτέμβρης 2011/www.emprosnet.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου