Ευλογημένος ο Ἐρχόμενος-Φώτη Κόντογλου
Μπροστὰ πηγαίνανε οἱ σάλπιγγες κι οἱ σημαῖες κ’ οἱ ἀντρειωμένοι στρατηγοὶ καὶ πλῆθος στρατιῶτες σκεπασμένοι μὲ σίδερα ἄγρια καὶ βαστώντας φονικὰ ἅρματα γύρω σ’ ἕνα ἁμάξι φορτωμένο μὲ λογῆς-λογῆς ἁρματωσιὲς καὶ σπαθιὰ καὶ κοντάρια παρμένα ἀπὸ τὸ νικημένο ἔθνος.
Ὅλοι οἱ πολεμιστὲς ἤτανε σὰν ἄγρια θηρία σιδεροντυμένα, τὰ κεφάλια τους ἤτανε κλειδωμένα μέσα σὲ φοβερὲς περικεφαλαῖες, τὰ χοντρὰ καὶ μαλλιαρὰ χέρια τους ἤτανε ματωμένα ἀπὸ τὸν πόλεμο, τὰ γερὰ ποδάρια τους περπατούσανε περήφανα καὶ τεντωμένα, σὰν τοῦ λιονταριοῦ πού ξέσκισε μὲ τὰ νύχια του τὸ ζαρκάδι καὶ τανύζεται μὲ μουγκρητὰ καὶ φοβερίζει τὸν κόσμο.
Ὕστερα ἐρχότανε τὸ χρυσὸ τ’ ἁμάξι τοῦ πολέμαρχου, ποὺ καθότανε σ’ ἕνα θρονὶ πλουμισμένο μ’ ἀκριβὰ πετράδια, περήφανος, ἀκατάδεχτος, φοβερός, ποὺ δέν μποροῦσε νά τὸν ἀντικρύσει μάτι δίχως νά χαμηλώσει καὶ βαστοῦσε τὸ τρομερὸ σκῆπτρο του, ποὺ κάθε σάλεμά του ἤτανε προσταγή, δίχως ν’ ἀνοίξει τὰ στόμα του αὐτός πού τὸ κρατοῦσε. Ἄλογα ἀνήμερα, ἤτανε ζεμένα σ’ αὐτὰ τ’ ἁμάξια, μὲ λουριὰ χρυσοκεντημένα μὲ γαϊτάνια καὶ περπατούσανε κι αὐτὰ καμαρωτὰ καὶ περήφανα σὰν τοὺς ἀνθρώπους.
Ἕνα κορίτσι ἔμορφο σὰν νεράιδα, μεταξοντυμένο, βαστοῦσε ἕνα χρυσὸ στεφάνι ἀπάνω ἀπὸ τὸ κεφάλι τοῦ νικητῆ, κι ἄλλα κορίτσια κι ἀγόρια ῥίχνανε λιβάνια κι ἄλλα μυρουδικὰ σὲ κάποια μεγάλα θυμιατήρια ὅμοια μὲ μανουάλια.
Ἀπὸ πίσω ἐρχόντανε οἱ σκλάβοι ἄντρες καὶ γυναῖκες κι ὁποῖοι ἤτανε ἄῤῥωστοι καὶ λαβωμένοι, τοὺς σέρνανε καὶ τοὺς χτυπούσανε οἱ στρατιῶτες. Ὅση δόξα εἴχανε αὐτοί πού πηγαίνανε μπροστά, ἄλλη τόση καταφρόνεση καὶ δυστυχία εἴχανε ὅσοι ἀκολουθούσανε ἀπὸ πίσω. Αὐτοὶ ἤτανε δεμένοι μὲ σκοινιὰ καὶ μ’ ἁλυσίδες, πολλοὶ πιστάγκωνα, κουρελιασμένοι, πληγιασμένοι, κίτρινοι σὰν πεθαμένοι ἀπὸ τὰ μαρτύρια κι ἀπὸ τὴν ἀγρυπνία. Πολλοὶ ἤτανε μισόγυμνοι κ’ οἱ πλάτες τους ἤτανε μελανιασμένες ἀπὸ τὸ βούνευρο. Ἀνάμεσά τους ἤτανε γυναῖκες, παρθένες ντροπιασμένες, κλαμένες μανάδες μὲ ἀθῶα μωρὰ στήν ἀγκαλιὰ τους, γρηές πού βαστούσανε τὰ ἐγγόνια τους ἀπὸ τὸ χέρι, ὅλες κατατρομαγμένες σὰν τὰ ἀρνία πού τὰ πάνε στόν μακελάρη.
Γύρω ὁ κόσμος ἔκανε σὰν τρελλὸς καὶ φώναζε καὶ δόξαζε τὸν νικητή κι ἀπὸ πολλὰ στόματα τρέχανε ἀφροί. Ἀλαλαγμὸς ἔβγαινε σὰν καπνὸς ἀπ’ ὅλη τὴν πολιτεία. Αὐτὴ τὴν παρατάξη τή λέγανε «θρίαμβο». Ἕναν τέτοιον θρίαμβο ἔκανε κι ὁ Χριστὸς σήμερα, ὁ ἄρχοντας τῆς εἰρήνης καὶ τῆς ἀγάπης. Μά, ὅπως τὰ ἄλλαξε ὅλα καὶ τὰ ἔκανε ἀνάποδα ἀπ’ ὅ,τι συνηθίζανε οἱ ἄνθρωποι, ἔτσι κι ὁ θρίαμβος πού ἔκανε, ἤτανε θρίαμβος τῆς φτώχειας καὶ τῆς ταπείνωσης.
Ὁ Ῥωμαῖος ὕπατος ἤτανε καθισμένος ἀπάνω σὲ θρόνο καὶ σὲ χρυσὸ ἁμάξι, μὰ ὁ Χριστὸς ἤτανε καβαλικεμένος ἀπάνω σ’ ἕνα πουλάρι, σ’ ἕνα γαϊδουρόπουλο, πού ’νε τὸ πιὸ ταπεινὸ καὶ καταφρονεμένο ἀνάμεσα στά ζῶα. Κι’ ὁ ἴδιος ἤτανε ταπεινός, πρᾶος, ἥσυχος, φτωχοντυμένος, κατὰ τὴν προφητεία πού ἔλεγε: «Εἴπατε τῇ θυγατρὶ Σιών• Ἰδοὺ ὁ βασιλεύς σου ἔρχεταί σοι πρᾶος καὶ ἐπιβεβηκὼς ἐπὶ ὄνον καὶ πῶλον, υἱὸν ὑποζυγίου».
Τὸ χέρι του δέν βαστοῦσε σκῆπτρο, ἀλλὰ βλογοῦσε τὸν κόσμο. Ἀπὸ πόλεμο ἐρχότανε
καὶ κεῖνος, μὰ ἕναν πόλεμο πολὺ δυσκολοκέρδιστον, πόλεμο καταπάνω στήν κακία καὶ στήν ψευτιὰ καὶ στήν ὑποκρισία καὶ στή φιλαργυρία. Καὶ δέν πήγαινε νά ξεκουραστεῖ ἀπ’ αὐτὸν τὸν πόλεμο, ἀλλὰ πήγαινε ν’ ἀρχίσει ἄλλον, πιὸ σκληρόν, καὶ νά στεφανωθεῖ μ’ ἀγκαθένιο στεφάνι καὶ νά δαρθεῖ καὶ νά περιπαιχθεῖ καὶ στό τέλος νά καρφωθεῖ ἀπάνω σ’ ἕνα ξύλο σὰν κακοῦργος. Δέν ἤτανε τριγυρισμένος ἀπὸ ἀγριεμένους ὑποταχτικούς, ἀλλὰ ἀπὸ ἄκακους ψαράδες, καταφρονεμένους σὰν καὶ Κεῖνον. Κι οὔτε ἔσερνε ἀπὸ πίσω του σκλάβους τυραννισμένους, ἀλλὰ ἀνθρώπους πού τοὺς ἐλευθέρωσε ἀπὸ τή σκλαβιὰ τοῦ διαβόλου καὶ πεθαμένους πού ἀναστηθήκανε ἀπὸ τή φωνή του.
Σάλπιγγες καὶ τούμπανα δέν φωνάζανε γιά νά τὸν δοξάσουνε, ἀλλὰ παιδιὰ ἀθῶα πού συμβολίζανε τὴν ἁπλότητα πού ἔχουνε οἱ χριστιανοὶ καί πού φωνάζανε, «Εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος» καὶ κρατούσανε ἀντὶ γιά σημαῖες καὶ γιά μπαϊράκια κλαδιά πράσινα τῶν δέντρων. Κλαδιά χλωρὰ καὶ ῥοῦχα στρώνανε χάμω γιά νά πατήσει τὸ γαϊδούρι καὶ νά περάσει. Κι αὐτὸ τὸ βλογημένο πήγαινε μὲ σκυμμένο τὸ κεφάλι, ταπεινό, ἀνήξερο, σηκώνοντας τὸν Χριστό πού καθότανε πρωτύτερα ἀπάνω στά τρομερὰ ἑξαφτέρουγα Σεραφείμ πού εἶναι ἀπὸ φωτιά. Δέν ἀξιώθηκε νά τὸν σηκώσει κανένα χρυσὸ ἁμάξι, μήτε ἄλογο ἀκριβοσελωμένο, μήτε καμμιὰ κούνια πού νά τή βαστάνε ἀντρειωμένοι βαστάζοι, ἀλλὰ τὸν σήκωνε τὸ γαϊδούρι. Ποιό μάτι δέν δακρύζει ἅμα συλλογιστεῖ αὐτὸ τὸ μυστήριο!
Ὁ Χριστὸς ἀναποδογύρισε ὅσα εἶχε γιά σωστὰ καὶ γιά ἀληθινὰ ὁ ἁμαρτωλὸς ὁ ἄνθρωπος. Ποιός ὅμως εἶναι σὲ θέση νά νοιώσει τὴν ἐλευθερία πού μᾶς ἔφερε καὶ νά ἀκολουθήσει τὸ πουλάρι μὲ τὸ σκοινένιο καπίστρι κι ὄχι τ’ ἀφρισμένα τ’ ἄλογα πού χλιμιντράνε καμαρωτὰ καὶ νά μὴ μπεῖ στή Ῥώμη μὲ τὰ πολλὰ τὰ εἴδωλα, παρὰ νά μπεῖ μαζὶ μὲ τὸν βασιλιᾶ τῆς εἰρήνης στήν Ἀπάνω Ἱερουσαλήμ; Πολλοί, ποὺ εἶναι σοβαροὶ ἄνθρωποι, θὰ ποῦνε πώς δέν τὰ καταλαβαίνουνε αὐτὰ καί πώς τὰ παιδιὰ παιδιακίζουνε κ’ οἱ ἄντρες ἀντρειεύουνται.Τὰ ἴδια λέγανε κ’ οἱ ἀρχιερεῖς κ’ οἱ σπουδασμένοι. «Ἰδόντες δὲ οἱ ἀρχιερεῖς καὶ γραμματεῖς τὰ θαύματα ἃ ἐποίησε καὶ τοὺς παῖδας κράζοντας ἐν τῷ ἱερῷ καὶ λέγοντας: Ὡσαννὰ τῷ υἱῷ Δαυίδ, ἠγανάκτησαν καὶ εἶπον αὐτῷ: Ἀκούεις τὶ οὗτοι λέγουσιν;Ὁ δὲ Ἰησοῦς λέγει αὐτοῖς: Ναί• οὐδέποτε ἀνέγνωτε ὅτι «ἐκ στόματος νηπίων καὶ θηλαζόντων κατηρτίσω αἶνον; Καὶ καταλιπὼν αὐτοὺς ἐξῆλθεν ἔξω τῆς πόλεως».
Οἱ ἀρχιερεῖς κ’ οἱ γραμματεῖς διαβάσανε τὸν ψαλμὸ τοῦ Δαυίδ πού ἔλεγε πώς θὰ προϋπαντήσουνε τὸν Χριστὸ τὰ νήπια καὶ δέν πιστέψανε ὡστόσο σ’ αὐτόν πού ὑμνολογούσανε. Ἀμή, ἐμεῖς πού διαβάσαμε στό σημερινὸ Εὐαγγέλιο καὶ τὸν ψαλμὸ κι αὐτὰ πού εἶπε ὁ Χριστὸς στούς Ἑβραίους, δέν θὰ κριθοῦμε πιὸ αὐστηρὰ, ἂν δέν τὸν πιστέψουμε; Ἡ ματαιότητα κ’ ἡ περηφάνεια μᾶς κάνουνε νά μὴν καταδεχόμαστε νά πᾶμε μαζὶ μὲ τή φτωχὴ συνοδεία του, ντρεπόμαστε νά ἀκολουθήσουμε ἕνα ἀρχηγό πού πάει καβαλικεμένος ἀπάνω σ’ ἕνα γαϊδούρι. Τὰ ταπεινά, τὰ φτωχικά, δέν τὰ θέλουμε. Μὰ μπορεῖ νά γίνει χριστιανὸς ὅποιος δέν ἀγαπᾶ αὐτὰ πού ἀγάπησε ὁ Χριστός;
Χθές, Σάββατο, ἀνάστησε ἕναν πεθαμένο ἄνθρωπο, τὸν Λάζαρο. Ποιός ἤτανε αὐτὸς ὁ Λάζαρος; Κανένας ἐπίσημος ἄνθρωπος, κανένας τρανός; Ὁ Λάζαρος ἤτανε φτωχός, χωριάτης, κι ὅπως λέγει τὸ Εὐαγγέλιο, ἤτανε φίλος τοῦ Χριστοῦ, ποὺ εἶχε φίλους ὅλους τοὺς ἀνθρώπους. Ἕναν φίλο σημειώνει τὸ Εὐαγγέλιο πώς εἶχε ὁ Χριστὸς στόν κόσμο, κι αὐτὸς ἤτανε φτωχὸς κι ἀγράμματος. Μὰ ποιός ἀπὸ μᾶς ἀγαπᾶ αὐτὴ τὴν πλούσια φτώχια τοῦ Χριστοῦ; Ἀπ’ ὅπου λείπει ὁ Χριστός, ἐκεῖ εἶναι ἡ φτώχια ἡ ἀληθινή, ὅπως ἀπ’ ὅπου λείπει ὁ Χριστὸς λείπει κ’ ἡ ζωὴ ἡ ἀληθινὴ καὶ βασιλεύει ὁ θάνατος. Αὐτὸ θὰ τὸ καταλάβεις καλώτατα ἂν γυρίσεις καὶ δεῖς γύρω σου κι ἀκουμπήσεις τὸ κεφάλι σου καὶ συλλογιστεῖς.
Ποῦ εἶναι ἐκεῖνοι οἱ Ῥωμαῖοι κ’ οἱ παντοδύναμοι ἀφέντες πού κάνανε τοὺς θριάμβους ὁπού ἱστορήσαμε πρωτύτερα; Τὶ γινήκανε κι αὐτοὶ κι οἱ μυριάδες πού τοὺς προσκυνούσανε καὶ πού γονατίζανε μπροστὰ τους σὰν τὰ καλάμια πού τὰ γέρνει ὁ βοριάς; Ποιός τοὺς φέρνει στόν νοῦ του ἐξὸν κάποιοι πού γράφουνε τὰ ἱστορικὰ ἐκείνου τοῦ καιροῦ; Κορμιά, ψυχές, θρονιά, διαμαντόπετρες, ἄλογα, περηφάνειες, φοβέρες, φωνές, ὅλα πέσανε σ’ ἕναν λάκκο καὶ χαθήκανε καὶ σβύσανε σὰν να μὴ γινήκανε ποτές. Καὶ τὶ ἀπόμεινε ἀπὸ ὅλα τοῦτα στίς καρδιὲς τῶν ἀνθρώπων; Τίποτα κι ἀκόμα πιὸ λίγο ἀπὸ τίποτα.
Πλὴν ὁ ἄνθρωπος εἶναι ἄπιστος ἀκόμη καὶ σ’ αὐτά πού βλέπει καὶ σ’ αὐτά πού πιάνει μὲ τὰ χέρια του καὶ τραβᾶ τὸν δρόμο πού τραβήξανε καὶ ’κεῖνοι καὶ σέρνει μὲ εὐχαρίστηση τὸ ἅρμα τοῦ Νέρωνα, γιατὶ εἶναι «νεῦρον σιδηροῦν ὁ τράχηλός του». Τ’ αὐτιὰ του εἶναι σφαλιχτὰ σὲ Κεῖνον πού λέγει: «Ἐγώ εἰμι Θεὸς πρῶτος καὶ εἰς τὰ ἐπερχόμενα ἐγώ εἰμι. Ἐγὼ βοσκήσω τὰ πρόβατά μου καὶ ἐγὼ ἀναπαύσω αὐτά». Ἐκεῖνος πού καθότανε ἀπάνω στό γαϊδούρι, ἐκεῖνος εἶναι ζωντανὸς μέσα στίς ἁπλὲς ψυχὲς στόν αἰῶνα κι εἶναι γιά δαῦτες θροφή, πηγὴ ἀθανασίας, χαρὰ καὶ ἀγαλλίαση, κατὰ τὸν λόγο πού λέγει: «Εὐφρανθήσεται καρδία ζητούντων τὸν Κύριον». Ναί, ὅποιος ἔνοιωσε τή χαρά τοῦ Χριστοῦ, εἶναι σὰν τὸν πεθαμένο πού ἀναστήθηκε.
Στόν κόσμο ὑπάρχουνε πονεμένοι λογῆς-λογῆς. Ὅσοι πονάνε στό κορμὶ καὶ στήν ψυχὴ κι ὁ πόνος τούς καθαρίζει καὶ τοὺς πηγαίνει στόν Θεό, αὐτοὶ εἶναι οἱ ἀγαπημένοι τοῦ Χριστοῦ καὶ περπατάνε στή στράτα του μὲ τὸ φῶς του τὸ παρηγορητικό. Οἱ ἄλλοι ὑποφέρουνε ἄγονα. Γι’ αὐτὸ ὁ ἀπόστολος Παῦλος γράφει στούς Κορινθίους: «Νῦν χαίρω, οὐχ ὅτι ἐλυπήθητε, ἀλλ’ ὅτι ἐλυπήθητε κατὰ Θεόν, ἵνα ἐν μηδενὶ ζημιωθῆτε ἐξ ἡμῶν. Ἡ γὰρ κατὰ Θεὸν λύπη μετάνοιαν εἰς σωτηρίαν ἀμεταμέλητον κατεργάζεται• ἡ δὲ τοῦ κόσμου λύπη θάνατον κατεργάζεται».
Γι’ αὐτούς πού ἐλπίζουνε στόν Θεό, δέν μετάλλαξε ὁ Χριστὸς τὸν ἄγονον ἱδρῶτα τους σὲ ἱδρῶτα σωτηρίας, «ἱδρῶτα ἱδρῶτι», ἀλλὰ θρηνοῦνε καὶ πονάνε παντοτινὰ σὰν τοὺς εἰδωλολάτρες, σφαζόμενοι μὲ τό μαχαίρι τῆς μοίρας. Γι’ αὐτοὺς δέν ἄλλαξε ὁ Χριστὸς τὸν ἱδρῶτα τῆς ἀγωνίας τους σὲ ἱδρῶτα τῆς προσευχῆς καὶ τῆς ἐλπίδας. Ὅποιος δέν πιστεύει στόν Χριστὸ καὶ στό Εὐαγγέλιο, εἶναι πεθαμένος, ἀφοῦ δέν ὑπάρχει ἀληθινὴ ζωὴ μέσα του. Γιατὶ ζωὴ δέν θὰ πεῖ νά ἀνασαίνεις καὶ νά περπατᾶς καὶ νά τρῶς καὶ νά πίνεις, ἀλλὰ νά νοιώθεις τή χάρη τῆς ἀθανασίας. Τότε θὰ μπορεῖς νά ψάλεις μαζὶ μὲ τὸν ὑμνωδὸ τοῦτο τὸ ἐξαίσιο ἀπολυτίκιο:
«Τὴν κοινὴν ἀνάστασιν πρὸ τοῦ σοῦ πάθους πιστούμενος, ἐκ νεκρῶν ἤγειρας τὸν Λάζαρον, Χριστὲ ὁ Θεός. Ὅθεν καὶ ἡμεῖς, ὡς οἱ παῖδες, τὰ τῆς νίκης σύμβολα φέροντες, σοὶ τῷ νικητῇ τοῦ θανάτου βοῶμεν. Ὡσαννὰ ἐν τοῖς ὑψίστοις, εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος ἐν ὀνόματι Κυρίου».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου