Μητροπολίτου Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου Ἱεροθέου
Λεγόταν Αὐγουστῖνος μοναχός, γιά τόν ὁποῖο γράφει ὁ ἅγιος Παΐσιος στό βιβλίο πού συνέγραψε γιά τούς Γέροντες πού συνάντησε στά Μοναστήρια καί στίς Σκῆτες τοῦ Ἁγίου Ὄρους. Ὁ Γέροντας αὐτός, ὁ π. Αὐγουστῖνος, ζοῦσε μέσα στό πνεῦμα αὐτό πού σᾶς εἶπα προηγουμένως, γι’ αὐτό καί τό ἀναφέρω...
Τό διακόνημά του ἦταν νά συγκεντρώνη ὅλα τά γέρικα ζῶα τῆς περιοχῆς, τά ὁποῖα οἱ ἄλλοι μοναχοί –δέν εἶχαν αὐτοκίνητα τότε στό Ἅγιον Ὄρος, τουλάχιστον τότε, καί ὅλες οἱ ἐργασίες γίνονταν μέ τά μουλάρια– ὅταν αὐτά γερνοῦσαν καί δέν μποροῦσαν νά προσφέρουν καμμία ἐργασία, τά ἄφηναν στό δάσος νά τελειώσουν μόνα τους καί πολλές φορές κατασπαράσσονταν ἀπό τά θηρία καί ἀπό τούς λύκους κλπ.
Ἐκεῖνος, λοιπόν, λυπόταν αὐτά τά ζῶα, τά συγκέντρωνε καί τά γηροκομοῦσε...Ἦταν γηροκόμος καί νοσοκόμος τους. Τό ἔκανε ἀπό ἀγάπη καί εὐγνωμοσύνη, γιατί τόσα χρόνια ἐξυπηρετοῦσαν τούς μοναχούς στά ἔργα τους. Καί ὅταν ἀργότερα οἱ δυνάμεις του δέν τοῦ ἐπέτρεπαν νά ἀνταποκριθῆ στό ἔργο αὐτό καί χρειάστηκε ὁ γερο-Αὐγουστῖνος νά πάη στό γηροκομεῖο τῆς Μονῆς, ζήτησε νά ἀναλάβη κάποιος ἀπό τούς μοναχούς τό διακόνημα αὐτό.
Ἐπίσης, αὐτός ἔδειχνε πολύ μεγάλη ἀγάπη σέ κάθε προσκυνητή.
Εἶχε πολύ μεγάλη εὐαισθησία ἐσωτερική καί κάθε ἕναν πού συναντοῦσε τοῦ ἔκανε ἐδαφιαία, στρωτή μετάνοια.
Καί ὅταν τοῦ ἔλεγαν: «Γιατί, Γέροντα, βάζεις ἐδαφιαία μετάνοια στούς λαϊκούς;» ἐκεῖνος ἀπαντοῦσε:
«Γιατί ἔχουν τήν Χάρη τοῦ ἁγίου Βαπτίσματος».
Δηλαδή, ἔβλεπε σέ κάθε ὀρθόδοξο Χριστιανό τήν Χάρη τοῦ ἁγίου Βαπτίσματος καί γι’ αὐτό τόν τιμοῦσε...
Φυσικά, δέν ἀρκεῖ νά ἔχη κανείς τήν Χάρη τοῦ ἁγίου Βαπτίσματος, θά πρέπει αὐτή ἡ Χάρη νά εἶναι ἐνεργής, ζωντανή. Ἐκεῖνος, ὅμως, ἔβλεπε αὐτή τήν δυνατότητα τήν ὁποία ἔχει ὁ κάθε ὀρθόδοξος Χριστιανός νά γίνη ἅγιος, καί ὅσο ἁμαρτωλός καί ἄν εἶναι, μπορεῖ νά σωθῆ...
Κοινωνοῦσε τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων μέ πολλή ἀγάπη καί ζῆλο. Μάλιστα μία φορά αἰσθάνθηκε τήν θεία Κοινωνία ὡς σάρκα καί αἷμα, τόσο πολύ, πού τήν μασοῦσε γιά πολλή ὥρα. Καί ἐνῶ τήν μασοῦσε, συγχρόνως αἰσθανόταν μεγάλη ἀγαλλίαση στήν καρδιά του καί ἔκλαιγε ἀπό μεγάλη χαρά.
Ἀκόμη, τό βράδυ διάβαζε τόν κανόνα του καί τά βιβλία χωρίς νά χρησιμοποιῆ φῶς, γιατί φώτιζε τό κελλί του τό Φῶς τοῦ Θεοῦ.
Γι’ αὐτό τό κελλί του τά μεσάνυχτα μετατρεπόταν σέ μέρα...
Ἐπίσης, εἶχε ἐπισκέψεις ἁγίων. Πολλές φορές εἶδε ἁγίους, ἀγγέλους καί τήν ἴδια
τήν Παναγία. Καί ὅταν μάλιστα ἦταν στό Γηροκομεῖο, ἔβλεπε τούς ἀγγέλους καί τούς ἁγίους καί σκουντοῦσε τούς ἄλλους Γέροντες μοναχούς νά σηκωθοῦν. Ἔλεγε: «Ἡ Παναγία», «ὁ Ἄγγελος». Ὁ γηροκόμος τόν θεωροῦσε πλανεμένο.
«Σηκωθεῖτε, ἦλθε ὁ τάδε ἅγιος», καί οἱ ἄλλοι δέν ἔβλεπαν τίποτα καί τόν θεωροῦσαν ὅτι εἶναι σαλός. Ὁ ἅγιος Παΐσιος πού ἦταν ἕνα διάστημα στήν Μονή τοῦ ἁγίου Φιλοθέου γράφει γιά τόν γερο-Αὐγουστῖνο:
«Ἡ μορφή τοῦ Γέροντα ἦταν φωτεινή, γιατί τόν εἶχε ἐπισκιάσει ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ. Καί μόνο νά τόν ἔβλεπες, ξεχνοῦσες κάθε στενοχώρια γιατί σκορποῦσε χαρά μέ τήν ἐσωτερική του καλοσύνη. Ἡ ἐξωτερική του φορεσιά, τό ζωστικό του τό καταμπαλωμένο, ἦταν χειρότερο ἀπό τό ροῦχο πού κρεμάει ὁ κηπουρός ὡς σκιάχτρο γιά τίς κουροῦνες. Ἐάν τύχαινε νά τοῦ δώση κανείς κανένα καλό πράγμα, τό ἔδινε καί αὐτός σέ ἄλλον...
Ἔτσι χαρούμενος μέ τήν πολλή καλοσύνη του, δοξολογώντας τόν Θεό καί προσευχόμενος ἀδιαλείπτως, πέρασε ἤ μᾶλλον ἔζησε παραδεισένια ζωή στό Περιβόλι τῆς Παναγίας. Μέσα του εἶχε τόν Χριστό, ἡ καρδιά του ἦταν Παράδεισος, καί ἀξιώθηκε νά δῆ καί ἀπό δῶ Ἀγγέλους καί Ἁγίους, ἀκόμα καί τήν Παναγία, καί στήν συνέχεια νά ἀγάλλεται αἰώνια.
Τήν ὥρα πού θά ἔφευγε ἡ ψυχή τοῦ Γερο-Αὐγουστίνου τό πρόσωπο του ἄστραψε τρεῖς φορές! Οἰκονόμησε δέ ὁ Θεός νά βρίσκεται ἐκεῖ δίπλα του καί ὁ Γηροκόμος, ὁ ὁποῖος θαύμασε καί βεβαιώθηκε γιά τίς θεῖες ἐπισκέψεις πού εἶχε ὁ Γέροντας».
Αὐτά εἶναι λόγια τοῦ ἁγίου Παϊσίου καί φυσικά τά ἀποδεχόμαστε πλήρως, ὄχι γιατί τά πληροφορήθηκε ἀπό κάποιον ἄλλον, ἀλλά τά εἶδε ὁ ἴδιος καί τά περιγράφει, εἶναι αὐτόπτης καί αὐτήκοος μάρτυς τῆς ζωῆς τοῦ εὐλογημένου αὐτοῦ μοναχοῦ.
Τό ἀπόσταγμα ὅλων αὐτῶν πού ἔζησε ὁ Γέροντας αὐτός, ὁ π. Αὐγουστῖνος ὁ Φιλοθεΐτης, ἦταν μία φράση τήν ὁποία ἔλεγε. Ξέρετε, ὅταν πάη κανείς στό Ἅγιον Ὄρος καί βλέπη μοναχούς, ρωτᾶ: «Γέροντα, πές μου κάτι». Καί οἱ Γέροντες λένε ἀνάλογα μέ αὐτά πού ζοῦν, καί ὄχι αὐτά πού ἔχουν διαβάσει. Ἐκεῖνος ζοῦσε πολλά, ἀλλά ὅλα αὐτά, ὅλη ἡ ζωή του ἦταν κλεισμένη σέ μία φράση:
Τί ἔλεγε; Ἦταν Ρῶσος στήν καταγωγή, μιλοῦσε σπαστά ἑλληνικά καί ἔλεγε:
«Καρδιά Πάσχα, νοῦς λάμπα, μάτια δάκρυα».
Εἶναι καταπληκτικό! Ὅταν τό διάβασα γιά πρώτη φορά, –δέν ἔτυχε νά τόν γνωρίσω, γιατί τό 1966 πῆγα γιά πρώτη φορά στό Ἅγιον Ὄρος, δέν ἔτυχε νά τόν γνωρίσω– ἐνθουσιάσθηκα, γιατί αὐτό εἶναι τό ἀπόσταγμα μιᾶς ζωῆς. Τί δίδασκε καί τί ἔλεγε: Στήν καρδιά σας νά ζῆτε τό Πάσχα, στόν νοῦ σας νά ἔχετε τό φῶς -λάμπα, στά μάτια σας δάκρυα.
Ἄν αὐτό τό ἀναστρέψουμε καί ποῦμε «στά μάτια δάκρυα-μετάνοια, στόν νοῦ φῶς-λάμπα, καί στήν καρδιά Πάσχα», τότε καταλαβαίνουμε πῶς προχωρεῖ κανείς στήν πνευματική του ζωή...
Εἶναι αὐτό πού οὐσιαστικά λένε οἱ Πατέρες: κάθαρσις, φωτισμός, θέωσις.
Τό νά ζῆ κανείς μέσα στήν καρδιά του τό Πάσχα, δηλαδή τήν ἀγαλλίαση, τήν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, τήν χαρά –ὄχι τήν συναισθηματική χαρά, ἀλλά αὐτή τήν χαρά πού εἶναι καρπός τοῦ Παναγίου Πνεύματος– τόν Χριστό, αὐτό δέν ἔρχεται εὔκολα. Προηγεῖται τό Φῶς μέσα στόν νοῦ, δηλαδή ὁ νοῦς τοῦ ἀνθρώπου ἀπαλλάσσεται ἀπό τόν σκοτασμό, τήν σύγχυση, τούς πολλούς λογισμούς, καί προσεύχεται καθαρά στόν Θεό, καί φυσικά ὑπάρχουν τά δάκρυα τῆς μετανοίας.
Ποιός δέν θέλει νά ζήση τό Πάσχα στήν καρδιά του; Ποιός δέν θέλει νά ἔχη φωτισμένο νοῦ καί νά μήν ἔχη σύγχυση; Ναί, αὐτό ἀρχίζει ἀπό τά δάκρυα τῆς μετανοίας...
Γιατί πέρα ἀπό τήν θεία Λειτουργία πού ἔχουμε στούς Ναούς καί τίς ἀκολουθίες, ὑπάρχει καί ἡ ἐσωτερική ἀκολουθία, ἡ ἐσωτερική λειτουργία μέσα στήν καρδιά, αὐτή ἡ ἀδιάλειπτη προσευχή, ἡ καρδιακή, ἡ ἀγρυπνία ἡ ἐσωτερική μέσα στήν καρδία, στό θυσιαστήριο τῆς καρδιᾶς.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου