Σαράντος Καργάκος
Iσως εἶναι δικὴ μου ἰδιοτροπία ἀλλὰ μὲ ἐνοχλεῖ ἀφάνταστα νὰ διαβάζω βιβλία ποὺ ἀναφέρονται δῆθεν στὴ σύγχρονη θρησκολογία ἀλλὰ νὰ πουλᾶνε στὸν ἀναγνώστη μιὰ ὕπουλη σαπρὴ φιλοσοφία ἤ λογοτεχνία. Γι’ αὐτὸ πουλᾶνε σὰν πορνογραφήματα! Ὁμολογουμένως ὑπάρχουν στὸν καιρὸ μας συγγραφεῖς καὶ διανοούμενοι παντός τύπου ποὺ ἐνῶ –ὑποτίθεται– μάχονται γιὰ ὑψηλὲς ἠθικὲς ἀρχὲς, οἱ ἴδιοι ἔχουν ἀρχὲς σὰν αὐτὲς τοῦ δαιμόνιου Γάλλου διπλωμάτη Ταλλεϋράνδου γιὰ τὸν ὁποῖο εἶχε λεχθεῖ τὸ ἀπίθανο: «Τὸν ἀγόρασαν ὅλοι, μὰ τοὺς πούλησε ὅλους. Τὸν μόνο ποὺ δὲν πούλησε ἦταν ἡ μητέρα του˙ καὶ τοῦτο διότι ἦταν... ὀρφανὸς!».
Πολλοὶ στὰ χρόνια μου, πουλώντας κάλπικη πνευματικότητα καὶ ἐπιστημονικότητα, ἔφθασαν ψηλὰ καὶ φόρεσαν τηβένους ἤ ἄλλες ἐπίσημες ἐνδυμασίες. Δὲν ἀποκλείω οὔτε τὸ ράσο. Ὄντως, ἡ τέτοια στολή ταίριαζε πάνω τους σὰν δεύτερη ἐπιδερμίδα. Πρὶν ἀπὸ χρόνια κάποιος νεόφυτος ἱστορικὸς ἐλέγχοντας μιὰ μελέτη μου σχετικὰ μὲ τὶς ἀγριότητες –παντελῶς ἄσκοπες– ποὺ ἔγιναν στὴ διάρκεια τῆς Γαλλικῆς Ἐπαναστάσεως, βρῆκε νὰ μοῦ πεῖ τοῦτο τὸ ἀποστομωτικὸ, ὅτι δηλαδή οἱ ἐπαναστάσεις δὲν γίνονται μὲ ροδόσταμο! Μόνο ποὺ ἡ φράση αὐτὴ δὲν ἦταν προϊόν τῆς δικῆς του κεφαλῆς. Τὴν εἶχε πεῖ ὁ Σεμπαστιὰν Σαπφόρ στὸ σπουδαῖο Γάλλο τραγικό συγγραφέα Μαρμοντέλ (1723-1799) ποὺ γιὰ κάποιοι διάστημα «φιλοξενήθηκε» στὴ Βαστίλλη.
Πολλοὶ ἀποροῦν πῶς καὶ γιατὶ κάποια ἐπιδέξια μηδενικὰ κατορθώνουν νὰ φθάσουν ψηλὰ, παρακάμπτοντας τοὺς νόμους καὶ περνώντας μέσα ἀπὸ... ὑπονόμους. Ἄς μὴ γελιόμαστε. Ὅπως ἔχει λεχθεῖ ἀπὸ παλιὰ, ὁ νόμος εἶναι στὸ μεγαλύτερο μέρος του μιὰ ταχυδακτυλουργία - χάρτινη τίγρη ποὺ φυλάει τὸ ναὸ μιᾶς τυφλῆς, τώρα καὶ κουφῆς,
θεᾶς. Ἄν κοιτάξουμε γύρω μας, θὰ δοῦμε νὰ κυκλοφοροῦν πλῆθος ἔννομοι ἀπατεῶνες. Ἡ κλίμακα τῶν ἀξιῶν στὴν ἐποχὴ μας ἔχει ἀνατραπεῖ ὁλοσχερῶς. Δὲν ὑπάρχει ἠθικὴ ταυτότητα. Πολλοὶ σοῦ δηλώνουν μὲ κυνικότητα ὅτι γιὰ νὰ φᾶς μὲ τὸ διάβολο, πρέπει να ἔχεις μακρύ κουτάλι. Ποιὸς καταδέχεται νὰ καθίσει στὸ τραπέζι τοῦ Θεοῦ, ποὺ εἶναι φτωχότερο καὶ ἀπὸ τὰ σπαρτιατικὰ συσσίτια, τὰ περίφημα «φιδίτια»; Φίδια ποὺ σὲ φάγανε, ἄν σὰν τὸν Ἡρακλῆ, ἀκολουθήσεις τὸ δρόμο τῆς ἀρετῆς! Ἡ ἄνοδος μὲ πλάγιους τρόπους φορτίζει τὴ ματαιοδοξία καὶ τὴ φιλαρέσκεια πολλῶν. Καὶ ἡ φιλαρέσκεια κάνει τὴ ζωὴ τους περισσότερο ἑλκυστικὴ, περισσότερο θελκτική. Ποιός ἀντέχει σήμερα στὴν ἐποχὴ τῶν ἐπιπλεόντων φροκάλων χωρὶς μιὰ ἐπίσημη θέση σὲ κάποιον ὀργανισμὸ, ὅταν μάλιστα οἱ κατέχοντες τὶς θέσεις αὐτὲς εἶναι ἁδρὰ μισθοδοτούμενοι;
Πολλοὶ στὰ χρόνια μου, πουλώντας κάλπικη πνευματικότητα καὶ ἐπιστημονικότητα, ἔφθασαν ψηλὰ καὶ φόρεσαν τηβένους ἤ ἄλλες ἐπίσημες ἐνδυμασίες. Δὲν ἀποκλείω οὔτε τὸ ράσο. Ὄντως, ἡ τέτοια στολή ταίριαζε πάνω τους σὰν δεύτερη ἐπιδερμίδα. Πρὶν ἀπὸ χρόνια κάποιος νεόφυτος ἱστορικὸς ἐλέγχοντας μιὰ μελέτη μου σχετικὰ μὲ τὶς ἀγριότητες –παντελῶς ἄσκοπες– ποὺ ἔγιναν στὴ διάρκεια τῆς Γαλλικῆς Ἐπαναστάσεως, βρῆκε νὰ μοῦ πεῖ τοῦτο τὸ ἀποστομωτικὸ, ὅτι δηλαδή οἱ ἐπαναστάσεις δὲν γίνονται μὲ ροδόσταμο! Μόνο ποὺ ἡ φράση αὐτὴ δὲν ἦταν προϊόν τῆς δικῆς του κεφαλῆς. Τὴν εἶχε πεῖ ὁ Σεμπαστιὰν Σαπφόρ στὸ σπουδαῖο Γάλλο τραγικό συγγραφέα Μαρμοντέλ (1723-1799) ποὺ γιὰ κάποιοι διάστημα «φιλοξενήθηκε» στὴ Βαστίλλη.
Πολλοὶ ἀποροῦν πῶς καὶ γιατὶ κάποια ἐπιδέξια μηδενικὰ κατορθώνουν νὰ φθάσουν ψηλὰ, παρακάμπτοντας τοὺς νόμους καὶ περνώντας μέσα ἀπὸ... ὑπονόμους. Ἄς μὴ γελιόμαστε. Ὅπως ἔχει λεχθεῖ ἀπὸ παλιὰ, ὁ νόμος εἶναι στὸ μεγαλύτερο μέρος του μιὰ ταχυδακτυλουργία - χάρτινη τίγρη ποὺ φυλάει τὸ ναὸ μιᾶς τυφλῆς, τώρα καὶ κουφῆς,
θεᾶς. Ἄν κοιτάξουμε γύρω μας, θὰ δοῦμε νὰ κυκλοφοροῦν πλῆθος ἔννομοι ἀπατεῶνες. Ἡ κλίμακα τῶν ἀξιῶν στὴν ἐποχὴ μας ἔχει ἀνατραπεῖ ὁλοσχερῶς. Δὲν ὑπάρχει ἠθικὴ ταυτότητα. Πολλοὶ σοῦ δηλώνουν μὲ κυνικότητα ὅτι γιὰ νὰ φᾶς μὲ τὸ διάβολο, πρέπει να ἔχεις μακρύ κουτάλι. Ποιὸς καταδέχεται νὰ καθίσει στὸ τραπέζι τοῦ Θεοῦ, ποὺ εἶναι φτωχότερο καὶ ἀπὸ τὰ σπαρτιατικὰ συσσίτια, τὰ περίφημα «φιδίτια»; Φίδια ποὺ σὲ φάγανε, ἄν σὰν τὸν Ἡρακλῆ, ἀκολουθήσεις τὸ δρόμο τῆς ἀρετῆς! Ἡ ἄνοδος μὲ πλάγιους τρόπους φορτίζει τὴ ματαιοδοξία καὶ τὴ φιλαρέσκεια πολλῶν. Καὶ ἡ φιλαρέσκεια κάνει τὴ ζωὴ τους περισσότερο ἑλκυστικὴ, περισσότερο θελκτική. Ποιός ἀντέχει σήμερα στὴν ἐποχὴ τῶν ἐπιπλεόντων φροκάλων χωρὶς μιὰ ἐπίσημη θέση σὲ κάποιον ὀργανισμὸ, ὅταν μάλιστα οἱ κατέχοντες τὶς θέσεις αὐτὲς εἶναι ἁδρὰ μισθοδοτούμενοι;
Φοβᾶμαι ὅτι αὐτὸς ὁ διογκούμενος «ἑαυτουλισμός» ἔκανε τὴ χώρα μας ἕναν ἀσθενικὸ σφυγμό. Σὰν λαὸς δὲν ἔχουμε πλέον ἐθνικό παλμό. Σὰν τοὺς «Μοιραίους» τοῦ Βάρναλη προσμένουμε –ἀφοῦ ὁ Μεσσίας δὲν ἔρχεται– τὴν τελειωτικὴ καταβύθισή μας στὸ σκοτάδι. Κατὰ καιρούς ἐμφανίζονται κάποιοι ἐπίδοξοι σωτῆρες –κάποιοι μὲ σωρὸ φανταστικὰ λεφτὰ– ποὺ ὑπόσχονται νὰ βροῦν διέξοδο στὸ ἀδιέξοδο ὅπου ἔχουμε βρεθεῖ. Καὶ εἶναι τόσο πειστικοί καὶ σοβαροί, ποὺ λὲς καὶ κάθε μέρα κουβεντιάζουν μὲ τὸ Θεὸ! Συχνὰ, διερωτῶμαι, ὑπάρχει σωσμὸς; Ναὶ, ἄν γίνει μέσα μας σεισμὸς καί στὸ χάσμα ποὺ θ’ ἀνοίξει ὁ σεισμὸς φυτρώσουν ἄνθη, ὅπως λέει ὁ Σολωμὸς. Γιὰ νὰ βγοῦμε ἀπὸ τὰ δαιδαλώδη ἀδιέξοδα, πρέπει νὰ ἐπανακτήσουμε τὸ ποιητικὸ αἴσθημα τῆς ζωῆς.
Σήμερα ἀκόμη καὶ οἱ καλοὶ ἔχουν σκληρύνει πολύ. Μόνον ἡ ἀθωότητα, ἡ ποιητικὴ εὐαισθησία μπορεῖ νὰ ξανανοίξει τὸ μυαλό μας. Ὅταν δὲν μᾶς συγκινεῖ τὸ χαμόγελο ἑνὸς κοιμισμένου μωροῦ ἤ ἡ θέα μιᾶς γριούλας ποὺ μισοκοιμᾶται στὴ λιακάδα, τὶ ἄλλο μπορεῖ νὰ μᾶς συγκινήσει; Ὅ,τι μπορεῖ νὰ μᾶς ταρακουνήσει, ὅ,τι μπορεῖ ἁπλῶς νὰ μᾶς ἀναδείξει ἤ νὰ μᾶς φωταγωγήσει δὲν προσφέρει συγκίνηση· τὸ πιθανώτερο εἶναι νὰ προσφέρει μιὰ ψυχικὴ σκλήρυνση καὶ μιὰ πετρωμένη συνείδηση.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου