ΠΑΤΗΣΤΕ ΣΤΙΣ ΕΙΚΟΝΕΣ ΚΑΙ ΣΤΙΣ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ ΔΕΞΙΑ ΓΙΑ ΝΑ ΔΕΙΤΕ ΤΑ ΑΦΙΕΡΩΜΑΤΑ ΜΑΣ!

Τρίτη 28 Μαΐου 2019

ΙΩΑΝΝΗΣ ΠΟΛΕΜΗΣ ( 1862 - 28 Μαΐου 1924 )

 Ο Ιωάννης Πολέμης ( 1862 - 28 Μαΐου 1924 ) ήταν Έλληνας ποιητής και θεατρικός συγγραφέας. Γεννήθηκε στην Αθήνα το 1862. Η καταγωγή του δικαστή πατέρα του ήταν από την Άνδρο, ενώ η μητέρα του ήταν Αθηναία. Και δύο οικογένειες πάντως είχαν ρίζες βυζαντινές.
  Ξεκίνησε να γράφει ποίηση στα 13 χρόνια του. Ο Πολέμης ανέπτυξε από νωρίς φιλικούς δεσμούς με τον Γεώργιο Σουρή, τον Κρητικό ποιητή Εμμανουήλ Στρατουδάκη και τον Δημήτριο Καμπούρογλου. Όταν ολοκλήρωσε τις γυμνασιακές του σπουδές εντάχθηκε στο σύλλογο νέων "Αι Μούσαι". Σπούδασε νομικά στην Αθήνα και για δύο χρόνια αισθητική και ιστορία της τέχνης στο Παρίσι. Τα πρώτα ποιήματά του, ακολουθώντας την συνήθεια της εποχής, τα έγραψε στην καθαρεύουσα. Διετέλεσε υπάλληλος του Υπουργείου Παιδείας και Γενικός Γραμματέας (1915) της Σχολής Καλών Τεχνών, ενώ υπήρξε ιδρυτής και πρώτος πρόεδρος της Εταιρείας Ελλήνων Θεατρικών συγγραφέων. Πέθανε από βρογχοπνευμονία τον Μάιο του 1924 στην Αθήνα. 
 Η ποίησή του χαρακτηρίζεται από ευαισθησία και καλοσύνη, στοιχεία άλλωστε που χαρακτήρισαν και την ίδια του τη ζωή. Ο Ιωάννης Πολέμης εντάσσεται στη Νέα Αθηναϊκή Σχολή που αντιτάχτηκε στην υπερβολή και τον άκρατο ρομαντισμό, ενώ παράλληλα καθιέρωσε (όπως οι Παλαμάς, Δροσίνης) τη δημοτική γλώσσα στην ποίηση. Είναι ποιητής των χαμηλών τόνων, αισθηματικός, μελωδικός λυρικός και δραματικός. Το έργο του, που είχε πρωτοφανή λαϊκή απήχηση, διακρίνει ο μελωδικός στίχος, η απλότητα και ο αβίαστος συμβολισμός. Πολλά από τα ποιήματά του μελοποιήθηκαν. Το 1918τιμήθηκε με το Αριστείο των Γραμμάτων για την προσφορά του στα ελληνικά γράμματα. Ο Ιωάννης Πολέμης έγραψε ακόμα δράματα, ποιήματα για παιδιά, λίγα διηγήματα, ενώ επιμελήθηκε ποιητικές ανθολογίες. Ο Πολέμης επικρίθηκε συχνά και από τους συγχρόνους του και από τους μετέπειτα κριτικούς για το χαμηλόφωνο ύφος του, για τον έντονο αισθηματισμό του, την έλλειψη ποιητικού βάθους και θεματικής πρωτοτυπίας. 
Εργογραφία

Ποιητικές συλλογές

"Ποιήματα 1883"
"Χειμωνανθοί 1888"
"Αλάβαστρα 1900"
"Το Παλιό Βιολί 1909"
"Παιδική Λύρα 1914"
"Σπασμένα Μάρμαρα 1918"
"Ειρηνικά 1919"
"Εξωτικά 1921"
"Κειμήλια 1922"
"Εσπερινός "(1923, η τελευταία)
"Πρώτα Βήματα(παιδική ποίηση) 1902"
"Παιδική Άυρα(Ανθολογία παιδική ποίηση) 1919"
"Λύρα(Ανθολογία παιδική ποίηση) 1910"

Πεζογραφήματα
"Ρέα Κυβέλη 1880"

Δοκίμια
"Νεοελληνικά Αναγνώσματα Ά,΄Β,΄Γ καί ΄Δ Γυμνασίου(Ά Τόμος) 1920"
"Νεοελληνικά Αναγνώσματα Ά,΄Β,΄Γ καί ΄Δ Γυμνασίου(΄Β Τόμος) 1922"
"Νεοελληνικά Αναγνώσματα Ά,΄Β,΄Γ καί ΄Δ Γυμνασίου(΄Γ Τόμος) 1923"
"Νεοελληνικά Αναγνώσματα Ά,΄Β,΄Γ καί ΄Δ Γυμνασίου(΄Δ Τόμος) 1924"

Τα θεατρικά του έργα
Διακρίθηκε και ως θεατρικός συγγραφέας. Αναφέρουμε ενδεικτικά τα εξής θεατρικά έργα:
"Ο τραγουδιστής"
"Πτωχοπρόδρομος"
"Ο Βασιλιάς ανήλιαγος"
"Η γυναίκα"
"Στη χώρα των παραμυθιών"
"Το στοίχημα"
"Το μαγεμένο ποτήρι"
"Το Εικόνισμα"
"Γελιμέρ"
"Φρύνη"
"Το όνειρο"
"Στην άκρη του γκρεμού"
"Μια φορά κι έναν καιρό"
Ξεχωρίζουν "Ο Βασιλιάς Ανήλιαγος" και το "Μια φορά κι έναν καιρό".

Το μεταφραστικό του έργο
Αξιόλογο είναι και το μεταφραστικό του έργο. Σ' αυτό περιλαμβάνονται μεταξύ άλλων και οι ακόλουθες μεταφράσεις:
Θεοκρίτου "Ειδύλλια",(1965).
Ευριπίδου "Ηλέκτρα", (1966).
Μολιέρου "Ο Κατά Φαντασίαν Ασθενής" και "Ο Αρχοντοχωριάτης" (1967).
Ουγκό "Ή Τελευταία μέρα ενός κατάδικου" (με το οποίο υποδηλώνει την εξέλιξη της ιδεολογικής μεταστροφής των ιδεών του από τις μοναρχικές και νομιμόφρονες στον φιλελευθερισμό (1968).
Ουγκό "Ή Παναγία των Παρισίων" (με το οποίο κάνει ρομαντική κριτική των μεσαιωνικών κοινωνικών δομών και των δοξασιών τους) (1969).
Ουγκό "Πρόλογος στον Κρόμγουελ" (μακροσκελές ποιητικό δράμα σε μορφή μανιφέστου, στο οποίο αποτυπώνει τις ιδέες του) (1970).
Ουγκό "Ρουί Μπλας" (το κορυφαίο του έργο) (1971).


Από αριστερά Γ. Δροσίνης, Γ. Στρατήγης, Ιωάν. Πολέμης, Κ. Παλαμάς, Γ. Σουρής και Α. Προβελέγγιος. Έργο του Γ. Ν. Ροϊλού με τίτλο «Οι ποιηταί». (Συλλογή του Φιλολογικού Συλλόγου Παρνασσός). 

i. Τι είναι η πατρίδα μας;

Τι είναι η πατρίδα μας; Μην είν' οι κάμποι;
Μην είναι τ' άσπαρτα ψηλά βουνά;
Μην είναι ο ήλιος της, που χρυσολάμπει;
Μην είναι τ' άστρα της τα φωτεινά;

Μην είναι κάθε της ρηχό ακρογιάλι
και κάθε χώρα της με τα χωριά;
κάθε νησάκι της που αχνά προβάλλει,
κάθε της θάλασσα, κάθε στεριά;

Μην είναι τάχατε τα ερειπωμένα
αρχαία μνημεία της χρυσή στολή
που η τέχνη εφόρεσε και το καθένα
μια δόξα αθάνατη αντιλαλεί;

Όλα πατρίδα μας! Κι αυτά κι εκείνα,
και κάτι που 'χουμε μες την καρδιά
και λάμπει αθώρητο σαν ήλιου αχτίνα
και κράζει μέσα μας: Εμπρός παιδιά!


❀ ❀ ❀ ❀

ii.Ο αποχαιρετισμός της μάννας

Μισεύεις για την ξενιτειά και μένω μοναχή μου
σύρε παιδί μου στο καλό και σύρε στην ευχή μου.
Τριανταφυλλένια η στράτα σου, κρινοσπαρμένοι οι δρόμοι,
για χάρη σου ν'ανθοβολούν και τα λιθάρια ακόμη.

Τα δάκρυά μου να γενούν διαμάντια σ' ό,τι αγγίζεις
και το ποτήρι της χαράς ποτέ να μη στραγγίζεις.
Να πίνεις και να ξεδιψάς και να' ν' αυτό γεμάτο,
σα να 'ναι η βρύση από ψηλά κι εσύ να 'σαι αποκάτω.

Εκεί, παιδί μου, που θα πας, στα μακρινά τα ξένα,
δίχτυα πολλά κι οξόβεργες θα στήσουνε για σένα.
Παιδί μου αν εμένανε πάψεις να με θυμάσαι,
με δίχως βαρυγγόμηση συχωρεμένος να 'σαι.

Κι αν πάλι το φτωχό καλύβι μας ντροπή σου φέρνει, ωστόσο
και πάλι θα 'μαι πρόθυμη, συχώρεση να δώσω.
Μ' αν την πατρίδα απαρνηθείς που τη λατρεύουμε όλοι,
να 'ναι η ζωή σου όπου κι αν πας αγκάθια και τριβόλοι.


❀ ❀ ❀ ❀ iii. Χαμένα χρόνια

Αχ! και να γύριζαν, να 'ρχονταν πίσω
τα χρόνια που έζησα πριν σ' αγαπήσω!
Χρόνια αμνημόνευτα σα να 'ταν ξένα
τα χρόνια που έζησα χωρίς εσένα.
Ποτάμι που 'τρεξε μες σε λιθάρια
και δεν επότισε μηδέ χορτάρια,
κι η γη το ρούφηξε στ' άφωτα βάθη
κι ως και το χνάρι του για πάντα 'χάθει.

Αχ! και να γύριζαν να διπλοζήσω
αγάπη αδιάκοπη να σου χαρίσω
Και να 'σαι η πρώτη μου, εσύ η στερνή μου
από τη γέννα μου, ως τη θανή μου

Μισή σου χάρισα ζωή μονάχα!
Ζωές αμέτρητες ήθελα να 'χα,
έτσι όπως πρέπει σου να σ' αγαπήσω...
Αχ! και να γύριζαν τα χρόνια πίσω!


❀ ❀ ❀ ❀ iv. Lacrimae Rerum

Άμοιρη! το σπιτάκι μας εστοίχειωσεν
από την ομορφιά σου την θλιμμένη·
στους τοίχους, στον καθρέφτη, στα εικονίσματα,
από την ομορφιά σου κάτι μένει.

Κάτι σα μόσκου μυρωδιά, κι απλώνεται
και το φτωχό σπιτάκι πλημμυρίζει,
κάτι σα φάντασμα, θολό κι ανέγγιχτο
κι όπου περνά σιγά το κάθε αγγίζει.

Όξω, βαρύ, μονότονο ψιχάλισμα
δέρνει τη στέγη μας· και τότε αντάμα
τα πράματα που αγιάσανε τα χέρια σου
αρχίζουν ένα κλάμα... και ένα κλάμα...

Κι απ' τη γωνιά ο καλός της Λήθης σύντροφος,
τ' αγαπημένο μας παλιό ρολόι,
τραγουδιστής του χρόνου, κι αυτός κλαίοντας
ρυθμίζει αργά, φριχτά, το μοιρολόι...




v. Η κριτική

Ἡ Κριτική μοῦ φαίνεται θὰ μὲ μαλώσῃ πάλι
καὶ θὰ φορέσῃ τὰ γιαλιὰ μὲ σουφρωμένα φρύδια
καὶ τέτοια λόγια θὰ μοῦ 'πῇ:
−Δὲν ἔχει τάχα ἡ λύρα σου ἄλλαις φωναὶς νὰ βγάλῃ,
ἀλλὰ μᾶς ψέλνει πάντοτε τὰ ἴδια καὶ τὰ ἴδια
γιὰ τὴν ἀγάπη σου; 'ντροπή!

Καὶ βέβαια 'ςτὸ διάβολο καὶ πάλι θὰ μὲ στείλῃ
καὶ θὰ μὲ 'πῇ μονότονο 'ςτὸ θέμα καὶ 'ςτοὺς στίχους·
ἀλλὰ κ' ἐγὼ θὲ νὰ τῆς πῶ:
−Μήπως ἀλλάζουν μυρωδιὰ τὰ ῥόδα τοῦ Ἀπρίλη,
καὶ τ' ἀηδονάκια τὰ δειλὰ μήπως ἀλλάζουν ἤχους,
μήπως ἀλλάζουνε σκοπό;
Αἴ! Κριτικὴ παράξενη, ὅπως σ' ἀρέσει κρῖνε,
μὰ ὅπου καθένας μας πονεῖ ἐκεῖ κι' ὁ νοῦς του εἶνε.



❀ ❀ ❀ ❀

vi.Νέος Αιών

Μια κλεισμένη θύρα,
μια κλεισμένη θύρα βλέπω πάντα εμπρός μου…
Εκεί μέσα η Μοίρα,
εκεί μέσα η Μοίρα κατοικεί του κόσμου.

Μαύρη, σιδερένια και μανταλωμένη
στέκεται μπροστά μου.
Κρούω για να μ’ ανοίξει και βουβή απομένει
στα χτυπήματά μου.

Και της φαντασίας τη χρυσή λαμπάδα
με λαχτάρα ανάβω
και κολλώ τ’ αυτί μου στη στενή σχισμάδα
για να καταλάβω.

Στα βαθιά κατώγια
και σε κάθε δώμα και ψηλά στη στέγη
μαύρα μοιρολόγια
και λευκά τραγούδια κάποιο στόμα λέγει.

Κρούω και ξανακρούω
κι απαντούν οι κρότοι κεραυνών κι ανέμων,
κι από μέσα ακούω
και θριάμβων ύμνους και κλαγγές πολέμων.

Στεναγμοί και γέλια και φιλιά και θρήνοι
από πέρα ως πέρα·
μια φωνή πνιγμένη μια κατάρα αφήνει
σαν βροντής φοβέρα :

«-Φέρνω πόνους· αίμα σαν ποτάμι ρέε.
μαύρο Μίσος, χαίρε !»
Κι αποκρίνετ’ άλλη :«Σήκω, Ναζωραίε,
την Ειρήνη φέρε !»

Σε ρυθμούς κροτάλων
σχίζουν το αέρα καγχασμοί δαιμόνων
και τριγμοί κοκκάλων
και τραγούδια οργίων κι άγριοι βόγγοι πόνων.

Και βογκά το χώμα
και βογγά ο αγέρας… Και ψηλά στη στέγη
και σε κάθε δώμα
μια φωνή πνιγμένη τέτοια λόγια λέγει :

«-Φέρνω πόνους· αίμα σαν ποτάμι ρέε.
μαύρο Ψέμμα, χαίρε !»
Κι αποκρίνετ’ άλλη :«Σήκω, Ναζωραίε,
την αλήθεια φέρε !»

Και της φαντασίας τη χρυσή λαμπάδα
με λαχτάρα ανάβω
και κολλώ το μάτι στη στενή σχισμάδα
για να καταλάβω.

Και θωρώ σκοτάδι
και σπασμούς ερώτων και σπασμούς θανάτων
και σκιών κοπάδι
και σκιές ανθρώπων και σκιές τεράτων.

Και κοιτάζω πάλι
και θωρώ μια λάμψη από τ’ άστρα απάνου,
άφθαστη, μεγάλη,
σαν ρομφαία να πέφτει στη φυγή του Πλάνου.

Και στα βάθη η λάμψη ξάφνου φανερώνει
ένα θρόνο χώρια,
και στο θρόνο απάνω διπλοκαμαρώνει
ρήγισσα πανώρια.

Και θωρώ το θρόνο σ’ ένα δάσος κρίνων
να φρουρούν θηρία
και τραγούδια ακούω με φωνές Σειρήνων :
«Χαίρε ελευθερία !»

Μια κλεισμένη θύρα,
μια κλεισμένη θύρα βλέπω πάντα εμπρός μου…
περιπαίχτρα Μοίρα,
περιπαίχτρα Μοίρα, το κλειδί της δος μου !

❀ ❀ ❀ ❀
vii Τρεις γενεαί

«Ἄμμες πόκ’ ἦμες ἄλκιμοι νεανίαι,
Ἄμμες δὲ μ’ εἰμές, αἰ δὲ λῆς, πεῖραν λαβέ.
Ἄμμες δὲ γ’ ἐσσόμεθα πολλῷ κάρρονες».

Πλούταρχος: Τὰ παλαιὰ τῶν Λακεδαιμονίων ἐπιτηδεύματα

Γενιά, ποὺ χρόνους καὶ καιροὺς εἶχες πιστὰ συντρόφια
στὰ κορφοβούνια τοὺς ἀιτούς, στὰ πέλαγα τοὺς γλάρους,
κι ἀπὸ τῆς κούνιας τὸ φιλὶ κι ὡς τὸ φιλὶ τοῦ τάφου
διπλὴ λαχτάρα σ’ ἔθρεψεν : ἡ Πίστη καὶ ἡ Πατρίδα!
Καὶ σύ, γενιά, ποὺ ἐβλάστησες στὸ γέρικο κορμό της
καὶ δὲν ψηφᾶς, φθινόπωρο τὰ φύλλα σου νὰ ρίξη,
γιατὶ τὰ μαρμαρόδεσε μαρμαροχέρα ἡ Δόξα!
Καὶ σύ, γενιὰ νιοφτέρουγη, δειλὸ ξεπεταρούδι,
ποὺ παραιτώντας τὴ φωλιὰ πετᾶς ὁλόγυρά της,
γιὰ νά ᾽σαι πάντοτε κοντὰ στῆς μάνας σου τὰ χάδια!
Ὤ τρεῖς γενιὲς καλότυχες καὶ χρονοκαταλύτρες,
ἡ χθεσινὴ κι ἡ σημερνὴ κι ἡ αὐριονή, σᾶς εἶδα
τὶς τρεῖς μαζὶ στὸν ὕπνο μου, στὴν ὑπνοφαντασιά μου.
Λαγκάδια, βράχοι καὶ βουνὰ καὶ πέλαγα καὶ κάμποι,
σὰν νά ᾽χαν σμίξει ὅλες μαζὶ τὶς χάρες των καθένα
κι ἔκαναν κάτι ἀγνώριστο, σὰν ἔξω ἀπὸ τὴν πλάση.
Κι ἐκεῖ - ξάστερο τ’ ὄνειρο - κι οἱ τρεῖς γενιὲς ἀνταμα
τριπλὸ τραγούδι ἐλέγανε, τριπλὸ χορὸ εἶχαν στήσει.
Κι ἔλεγ’ ἡ χθεσινὴ γενιὰ μὲ μιὰ φωνὴ καθάρια:
- Ἤμαστε κάποτε κι ἐμεῖς καὶ νιοὶ καὶ παλληκάρια,
κι ἂν σκλάβοι ἐγεννηθήκαμε, δὲν εἴμαστε καὶ δοῦλοι.
Τὸν ὕπνο δὲ χορτάσαμε· τὴ νύχτα καραούλι,
τὰ ξημερώματα χορὸ καὶ τὴν ἡμέρα μάχη
ἀπὸ κλεισούρα σὲ γκρεμὸ κι ἀπὸ κορφὴ σὲ ράχη.
Ὡς ὅτου πιὰ μὲ τὸ αἷμα μας, ποὺ χύνονταν πλημμύρα,
τὸ σάβανο τῆς Λευτεριᾶς τὸ κάναμε πορφύρα,
κι ἀφοῦ τὴν ἀναστήσαμε σ’ ἄφθαστο μετερίζι
μὲ τὸ νερὸ τ’ ἀθάνατο, ποὺ ἡ Πίστις ἀναβρύζει,
κορόνα της φορέσαμε στ’ ἀχτινωτὸ κεφάλι
κορόνα, ποὺ ὀμορφότερη στὸν κόσμο δὲν εἶν’ ἄλλη.
Ζαφείρια τὴ στολίζουνε καὶ τὰ ζαφείρια ἐκεῖνα
ἔχουν μπριλάντι ἡλιόφωτο στὴ μέση, τὴν Ἀθήνα.
Κι ἔλεγ’ ἡ σημερνὴ γενιὰ μὲ μιὰ φωνὴ καθάρια:
- Εἴμαστε σήμερα κι ἐμεῖς καὶ νιοὶ καὶ παλληκάρια.
Σκλάβοι δὲ γεννηθήκαμε σὲ θλιβερὰ κρεβάτια,
στ’ ἄπλετο φῶς τῆς Λευτεριᾶς ἀνοίξαμε τὰ μάτια.
Ἡ ξενοιασιὰ μᾶς ἔριχνε τὰ δολερά της βρόχια.
Γοργὰ ξεχνοῦν οἱ νιόπλουτοι τὴν πρωτινή τους φτώχεια.
Πρωτότοκοι τῆς Λευτεριᾶς καὶ πρῶτοι κληρονόμοι,
γοργὰ κι ἐμεῖς ξεχάσαμε πὼς μένουν κι ἄλλοι ἀκόμη.
Ὡς ὅτου ἀκούσθη μιὰ φωνὴ καὶ δεύτερη καὶ τρίτη
μεσ’ ἀπ’ τῶν ἅγιω τάφων σας τὴν ἱερὴ κρύπτη.
Ἔτσι στὸ θεῖο πρόσταγμα ποὺ ἔκαμ’ ἡ ψυχή σας,
φωτιὰ ἦταν τὸ ἀνασήκωμα κι ἄνεμος ἡ φωνή σας.
Καὶ νά ἡ γενιὰ ἡ αὐριανή, δειλὸ ξεπεταρούδι,
χορεύει ἀναθαρρεύοντας καὶ τέτοιο λέει τραγούδι:
- Φιλῶ τὸ χέρι σου, παππού, τὸ χέρι σου, πατέρα,
μὰ ἐμεῖς καλύτεροι ἀπὸ σᾶς, θὰ γίνωμε μιὰ μέρα.
Ὅ,τι γενναῖο κι ὅ,τι ἱερὸ στὸ νοῦ μας σᾶς ὑψώνει
θ’ ἀστράφτη ἐμπρὸς στὰ μάτια μας καὶ θὰ μᾶς τὰ θαμπώνη.
Κι ὅ,τι μικρὸ καὶ ταπεινὸ ἢ στὴν ψυχὴ ἢ στὴ σκέψη
κακοὶ καὶ δίσεχτοι καιροὶ σᾶς ἔχουν δασκαλέψει
στὰ θαμπωμένα μάτια μας θὰ χάνεται, θὰ σβήνη,
καὶ δάσκαλός μας κι ὁδηγὸς ἡ νίκη σας θὰ γίνη.
Κι ὅρκο σᾶς κάνομε βαρύ, κι ὅρκο ζωῆς, θανάτου,
πὼς γρήγορα μὲ τὸν καιρό, στὸ γοργοκύλισμά του,
θὰ φέρωμε καὶ μεῖς στερνὸ στολίδι στὴν κορόνα
χρυσὸ δικέφαλον ἀιτὸ νὰ λάμπη στὸν αἰώνα!


❀ ❀ ❀ ❀

vii.Ηλακάτη Θεοκρίτου, μετάφραση Ιωάννη Πολέμη

Αδράχτι, που σ' εχάρισε στις γνωστικές γυναίκες
η γλαυκομμάτα η Αθηνά για νοικοκυροσύνη,
έλα μαζί μου θαρρετά στην πόλη του Νηλέως
πούνε ναός της Κύπριδος μέσ' σε χλωρά καλάμια.

Εκεί θα πάμε, κι ο Θεός καλό ταξίδι ας δώση,
το φίλο το Νικία μου να 'δω και να φιλήσω,
που οί χάριτες γλυκόφωνες τον έχουν αναθρέψει,
και σένα, καλοδούλευτο κ' ελεφαντένιο αδράχτι,
εσένα στη γυναίκα του θε να σε κάνω δώρο,

να κλώθης νήματ' απαλά για των αντρών τα ρούχα
και νήματα για διάφανα φορέματα γυναίκεια.
Γιατ' οι μαννάδες των αρνιών στα πράσινα λιβάδια
κουρεύονται για χάρη της και δίνουν το μαλλί τους
πάντα το χρόνο δυό φορές· τ' είνε καλή δουλεύτρα
κι όλα αγαπάει όσ' αγαπούν οι γνωστικές γυναίκες.

Εγώ δε θα σ' εχάριζα μηδέ σε τιποτένιες
μήτ' ήθελα να σ' έβλεπα μέσ' σ' ακαμάτρας σπίτι,
γιατ' είσαι απ' την πατρίδα μου κ' έχεις εσύ πατρίδα
την πόλη εκείνη που έκτισεν ο Εφυραίος Αρχίας
πόλη μ' ανθρώπους διαλεχτούς , της Σικελίας καμάρι.
Τώρα θε νάχης σπίτι σου σοφού γιατρού το σπίτι

που ξέρει μύρια γιατρικά και διώχνει τις αρρώστιες·
αντάμα με τους Ίωνας στη Μίλητο θα μένης
έτσι για νάχη η Θεύγενη το πιο ώμορφο τ' αδράχτι
και να με φέρνη πάντοτε μέσ' την ενθύμησή της
εμένα τον τραγουδιστή και τον καλό της φίλο.
Όποιος σε 'δη στα χέρια της να λέη: Μεγάλη, αλήθεια,
μεγάλη χάρη απόκτησε με το μικρό του δώρο.

Όλα τα δώρα ατίμητα όσα χαρίζουν φίλοι.
https://el.wikisource.org/

Προτομή του Ιωάννη Πολέμη (κήπος Ζαππείου, Αθήνα)

Δεν υπάρχουν σχόλια: