Διηγεῖται ἡ ἐγγονή του Ἰουλία:
«Ἤμασταν τρία ἀδέλφια.Σέ γιατρό δέν μᾶς πῆγαν ποτέ.Φάρμακα δέν ξέραμε, οὔτε γιατρούς.Ὁ παπποῦς μας ο παπα–Βασίλης ἦταν ὁ γιατρός.
Ἡ εὐχή πού διάβαζε μέ τό πετραχήλι σήκωνε ὅλους τούς ἀρρώστους.
Ἐπέμενε στίς προσευχές. Ὅπου καί νά τόν καλοῦσαν πήγαινε ἀκόμη καί μέ δυό μέτρα χιόνι˙ἐκεῖ διάβαζε μέχρι νά σηκωθῆ ὁ ἄρρωστος.
Ἔρχονταν ἀσθενεῖς καί ἀπό τά γύρω χωριά γιά νά τούς διαβάση».
Τό ἔτος 1974, τήν ἡμέρα τοῦ προφήτη Ἠλία, ἔγινε ἡ εἰσβολή τῶν Τούρκων στήν Κύπρο καί οἱ νέοι τοῦ χωριοῦ ἐπιστρατεύθηκαν. Οἱ τρεῖς γυιοί τοῦ παπα–Βασίλη περίμεναν νά τούς καλέσουν κι αὐτούς καί σκέφθηκαν νά φέρουν μερικές μπάλες τριφύλλι καί ἄχυρο, γιά νά ἔχουν νά ταΐζουν τά ζῶα οἱ γυναῖκες στήν ἀπουσία τους.
Ὁ παπα–Βασίλης λειτουργοῦσε καί ἔφθασε ἡ εἴδηση ὅτι οἱ γυιοί του ἔπεσαν μέ τό τρακτέρ σέ μία κατηφόρα καί τό τρακτέρ ἔκανε τοῦμπες. Ὅλο τό ἐκκλησίασμα βγῆκε ἔξω πρίν τελειώση ἡ θεία Λειτουργία καί κανείς δέν πῆρε ἀντίδωρο.
Ὅλοι τους ψιθύρισαν:
«Μά τί πατέρας εἶναι αὐτός πού δέν βγαίνει νά δῆ τί ἔπαθαν τά παιδιά του;».
Περίμεναν νά τούς βροῦν σκοτωμένους ἀλλά κανείς τους δέν ἔπαθε τίποτε, μόνο ὁ ἕνας γδάρθηκε στήν μέση καί ράγισε ἕνα πλευρό.
Ὁ παπα–Βασίλης ἤρεμος καί προσευχόμενος, ἀφοῦ ἔκανε καί τήν κατάλυση,βγῆκε ἀπό τό ναό.
Τόν ρώτησε κάποια:
«Παπᾶ, θά χανόταν ἡ Ἐκκλησία, ἂν ἔβγαινες νά δῆς τί ἔπαθαν τά παιδιά σου;»,
καί ἀπάντησε ὁ παπα–Βασίλης:
«Καλά πού ἤμουν μέσα στήν Ἐκκλησία διότι, ἂν ἤμουν ἔξω, ἀλήθεια θά σκοτώνονταν καί τά τρία».
Από το βιβλίο "Ασκητές μέσα στον κόσμο"
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου