«Γέροντα, γιατί δέν ἀνάβετε τήν κανδήλα καί τά κεριά πού σᾶς ἔφερα;»
- «Τ᾿ ἄναψα τρεῖς φορές καί δέν καῖνε!» τοῦ ἀποκρίθηκε ἐκεῖνος.
«Ἀπόψε ἤμουν πάνω σ᾿ ἕνα ἄλογο, πού πετοῦσε μέσα στά σύννεφα καί ἔφθασα στήν ἐκκλησία πού εἶναι στά Δενδράκια. Ἐκεῖ εἶδα ἐσένα, τό παιδί σου καί τή γυναίκα σου νά κάθεστε στό τραπέζι μπροστά στό ναό καί νά εἶναι πάνω στό τραπέζι τό κανδήλι, τά κεριά καί τό λάδι.
Κι ἐκείνη τή στιγμή βγῆκε ἀπό μέσα ὁ Ἅγιος Νικόλαος μέ τήν ἀρχιερατική του στολή καί εἶπε:
“Αὐτός δέν τά ἔφερε. Ἐγώ ἅπλωσα τό χέρι μου καί τά πῆρα. Ἐγώ εἶμαι πάμπτωχος. Ἐσύ ἐκεῖ ἔχεις ὅ,τι σοῦ χρειάζεται”.
Στήν συνέχεια μοῦ εἶπε ὅτι αὐτός εἶναι τό θεμέλιο τοῦ σπιτιοῦ σας. Αὐτήν, λοιπόν, τήν κανδήλα καί τά κεριά θά τά πάρεις νά καίγονται ἐκεῖ».
Ὁ Ἰωακείμ τοῦ πρότεινε νά ἀγοράσει ἄλλα γιά ἐκεῖ ἀλλά ὁ Γέροντας δέ δέχθηκε. Ἔτσι, πῆρε τή γυναίκα του καί τό ἄρρωστο παιδί του, πού τρεῖς μῆνες ὑπέφερε ἀπό πυρετό, καί πῆγαν τά κεριά καί τήν κανδήλα στήν ἐκκλησούλα τοῦ Ἁγίου Νικολάου.
Τά προσέφεραν ἐκεῖ, προσευχήθηκαν καί –ὦ τοῦ θαύματος!— ἀμέσως ὁ πυρετός ἄφησε τό παιδί κι ἄρχισε νά ἠρεμεῖ. Ὁ Ἰωακείμ, εὐγνώμων, ἔδωσε τό ὄνομα τοῦ Ἁγίου στό παιδί του. Μέχρι τότε ὅσα παιδιά ἔκανε τό ζεῦγος Καραγιαννίδη πέθαιναν. Ἀπό ἐκείνην τήν ὥρα ἔφυγε τό «κακό» ἀπό τό σπίτι του καί ἔπαψε τό θανατικό.
Όσιος Γεώργιος Καρσλίδης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου