Το έχω ξαναπεί οτι μου άρεσε πολύ το δάσος.Είχα συνηθίσει στη μοναξιά κι ήθελα να είμαι μόνος.Ήθελα να ζώ έξω, και πιο πολύ τη νύκτα.Γι' αυτό το λόγο ανέβαινα πάνω σε ένα πρίνο, ψηλά, πάνω απο δυόμιση μέτρα.Έφτιαξα εκεί ένα κρεβάτι με σχίνους.Έκοψα σχίνα και τα έπλεξα με τα κλαδιά του πρίνου.Έβαλα απο πάνω μία κουβέρτα και τυλιγόμουνα.Ηταν πολύ ωραίο.
Ανέβαινα με μία σκάλα, που την είχα φτιάξει μόνος μου, κι οταν έφθανα πάνω, την τραβούσα και κανείς δεν με ενοχλούσε.Το κρεβάτι το είχε ζώσει μία αγράμπελη, που ευωδίαζαν πολύ ωραία τα άφθονα άνθη της.Κάτω απο τον πρίνο ηταν ένας πλούσιος σχίνος.Απείχε απ' τον πρίνο, απ' τη ρίζα του πρίνου, κανά δυό μέτρα με τρία.Ανέβαινα στο κρεβάτι σκαρφαλώνοντας.Εκεί ήμουν όλος προσευχή.Ήμουν Αγιορείτης.Ήθελα μοναξιά και ψαλτήρι.Αλλά και το "Κύριε Ιησού Χριστέ..."Προσευχόμουν ώρες εκεί στον πρίνο, μές στα λουλούδια της αγράμπελης, πάνω στο σχινένιο κρεβάτι μου.
Ένα βράδυ που σκαρφάλωσα στο κρεβάτι αυτό, το γεμάτο λουλούδια, έκανα την προσευχή μου.Ήταν νύκτα, μές την ερημιά.Το φεγγάρι έλουζε την πλάση.Με συνόδευαν τα αηδόνια, που μόλις είχαν ξυπνήσει και κελαηδούσαν.Είπα πολλα απο το ψαλτήρι και κυρίως το "Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησον με".
Σε μιά στιγμή σηκώθηκα όρθιος κι είπα νοερώς το απόδειπνο.Την ώρα που άρχισα να λέω την ευχή της Παναγίας, έφτιαξα μία εικόνα νοερή της Παναγίας:Πάνω σε έναν ωραίο, θείο και υψηλό θρόνο η Υπεραγία Θεοτόκος και γύρω γύρω τα τάγματα των Αγγέλων, Αρχαγγέλων, Χερουβείμ, Σεραφείμ, των Μαρτύρων, των Αγίων, των Οσίων, των Προφητών.Μπροστά σε αυτό το μεγαλείο γονάτισα σαν ανάξιος κι άρχισα να λέω δυνατά:"Άσπιλε, Αμόλυντε, Άφθορε, Άχραντε, Αγνή Παρθένε Θεόνυμφε Δέσποινα...".
Δέος, τρόμος με κατέβαλε, οταν μία ακτίνα φωτεινή, που ερχόταν απο την Παναγία μας, χτυπούσε το κεφάλι μου, που είχα σκύψει ταπεινά ταπεινά για τη μεγάλη μου αναξιότητα.Αλήθεια σας λέγω, ηταν μπροστά μου η Υπεραγία Θεοτόκος κι έστελνε τη φωτεινή της ακτίνα σε εμένα τον ταπεινό!Καλογεράκι ήμουνα, παπάς βέβαια, κάπου εκεί είκοσι χρονώ..
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου