Ἀφιέρωμα στὴν μνήμη του, 4 Νοεμβρίου 2009
Ἦταν ὁ ἄνθρωπος ποὺ «εἶχε γεννηθεῖ, γιὰ ν’ ἁγίασει», σύμφωνα μὲ τὸν ἐφάμιλλό του στὴν ἀρετὴ Μητροπολίτη Χαλκίδος Νικόλαο Σελέντη.
Προσπαθοῦσε ὁ Γέροντας μέρα καὶ νύχτα κάθε ἄνθρωπο ποὺ βρίσκεται σὲ ἄγνοια νὰ τὸν φέρει στὴν γνώση, τὴν γνώση ποὺ ὁδηγεῖ στὴν σωτηρία. Κάθε ἕναν ποὺ πνίγεται στὸν βόρβορο τῆς ἁμαρτίας, νὰ τὸν σώσει ρίχνοντάς του τὸ σωσίβιο τῆς πίστεως, τὸ σωσίβιο τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ, τὸ σωσίβιο τῆς μετανοίας καὶ τῆς ἀλλαγῆς τρόπου ζωῆς.
Κάθε ἕναν ποὺ ὑποφέρει, νὰ τοῦ δώσει τὸ χάδι τῆς συμπόνοιας ἔμπρακτα. Κάθε ἕναν ποὺ οἱ στερήσεις τῶν ἀγαθῶν τὸν ἔθλιβαν, νὰ τοῦ δώσει πλησμονὴ ἀγαθῶν καὶ ἂς ζοῦσε ὁ ἴδιος τὴν πτωχεία.
Ὁ Γέροντας Εὐσέβιος δὲν εἶχε τίποτα δικό του, δὲν ἐπιθυμοῦσε νὰ ἔχει, ἀλλὰ νὰ δίνει, νὰ σκορπάει στοὺς ἄλλους καὶ ἔτσι νὰ νοιώθει μιὰ μοναδικὴ πληρότητα.
Σκορποῦσε ἀφειδῶς, ἐλεοῦσε τοὺς πάντες, μεριμνοῦσε γιὰ τοὺς ἐμπεριστάτους, φώτιζε τὰ σκότη τῶν ἁμαρτανόντων μὲ τὸ φῶς τῆς γνώσεως τοῦ Φωτοδότη Χριστοῦ μας, γιάτρευε τὶς πληγὲς τῶν τραυματισμένων ἀπὸ τὶς δυνάμεις τοῦ σκότους μὲ τὸ βάλσαμο τοῦ Εὐαγγελίου τῆς ἀγάπης καὶ σκληραγωγοῦσε τὴν σάρκα μὲ διαρκεῖς στερήσεις, μέσα στὶς ὁποῖες δοξολογοῦσε ἀσίγητα τὸ ἐφετὸ τῆς καρδίας του.
Ἔτρεχε κυριολεκτικά, κτυποῦσε πόρτες, ζητοῦσε γιατρούς, προσέφερε κάθε του ἰκμάδα, γιὰ νὰ δεῖ νὰ ἀνθίζει στὰ πρόσωπα αὐτῶν ποὺ ζητοῦσαν τὴν συνδρομή του τὸ γέλιο τῆς χαρᾶς, τῆς ὑγείας, τῆς πνευματικῆς ἀνακαινίσεως.
Ἐλεοῦσε χωρὶς διάκριση καὶ χωρὶς νὰ σκεφτόταν ἀνταπόδοση. Αὐτὴν τὴν περίμενε νὰ τοῦ τὴν δώσει σίγουρα ὁ εὔσπλαχνος Θεός μας μὲ τὴν ἀπείρως ἀγαπῶσα καρδιά Του χωρὶς νὰ τὴν ἀπαιτεῖ.
Μορφωμένος στὸ ἔπακρον μὲ χριστοκεντρικὸ βίωμα γνώριζε τὴν βεβαίωση τοῦ Κυρίου μας: «Ἐγὼ ἀνταποδώσω» (Ἑβρ ι΄ 30). καὶ ὅτι τὸ ἀνταπόδωμά Του δὲν θὰ εἶναι ὑλικό. Θὰ εἶναι ἡ ἄφθαρτη μακαριότητα, θὰ εἶναι ἡ εἴσοδός μας στὴν ἀτελεύτητη Βασιλεία Του.
Στὴν γῆ αὐτὴ ποὺ ζοῦμε, πρέπει νὰ ζητοῦμε ἀπὸ τὸν Θεό μας, νὰ μᾶς διανοίγει τοὺς ψυχικοὺς ὀφθαλμούς, γιὰ νὰ βλέπουμε νὰ ξεχωρίσουμε τὴν ἐπίγεια διαμονή μας ἀπὸ τὴν οὐράνια, τὴν παροικία ἢ τὸ ξενοδοχεῖο τῆς γῆς ἀπὸ τὴν μόνιμη κατοικία μας, ποὺ βρίσκεται στὸν οὐρανό, τὸ σκοτάδι ἀπὸ τὸ φῶς, τὴν λάσπη τοῦ ἕλους ἀπὸ τὰ καθαρὰ χώματα, τὴν σάρκα ἀπὸ τὸ πνεῦμα, τὴν δύναμη τοῦ Θεοῦ ἀπὸ τὴν δύναμη τοῦ κοσμοκράτορος τοῦ αἰῶνος τούτου, δηλαδὴ τοῦ διαβόλου, τὴν σκιὰ τοῦ θανάτου ἀπὸ τὸ φέγγος τῆς αἰώνιας ζωῆς.
Ἡ πρόθεση τῆς ἐλεημοσύνης μας καὶ ἡ πρακτικὴ ἔκφρασή της ἀντανακλᾶ τὴν ἀγάπη μας στὸν Θεό μας.
Πίστευε ἀπόλυτα ὁ Γέροντας Εὐσέβιος, ὅτι ἀναλώνοντας τὸν ἑαυτό μας στὴν ἐλεημοσύνη καὶ δίνοντας ἀπὸ τὰ ὑπάρχοντά μας στοὺς πτωχοὺς γινόμαστε πλούσιοι σὲ αἰώνια ἀγαθά. Δίνοντας λίγα ἀπὸ αὐτὰ ποὺ δὲν εἶναι δικά μας, ἀλλὰ μᾶς τὰ ἔχει δώσει ὁ Θεὸς, Ἐκεῖνος μᾶς τὰ ἀνταποδίδει πλούσια.
Ἡ ἐλεημοσύνη δείχνει καρδιὰ ταπεινή, καρδιὰ μὲ φόβο Θεοῦ, ποὺ ἀξίζει νὰ ἀγαπηθεῖ ἀπὸ Ἐκεῖνον καὶ ποὺ σίγουρα ἀπολαμβάνει τῆς ἀγάπης Του.
Δείχνει καρδιὰ ζῶσα καὶ ὄχι νεκρή. Δείχνει καρδιὰ ποὺ ζεῖ καὶ ἀναπνέει μὲ τὴν παρουσία τοῦ Χριστοῦ στὴν ζωή της, ἡ ὁποία πρέπει νὰ εἶναι συνεχὴς καὶ ἀδιάπτωτη, ὅπως συνεχὴς πρέπει νὰ εἶναι καὶ ἡ ἐλεημοσύνη σύμφωνα μὲ τὴν ρήση πάλι τοῦ Ἀποστόλου Παύλου: «Ταῖς χρείαις τῶν Ἁγίων κοινωνεῖτε» (Ῥωμ. ιβ΄ 13).
Τὸ ρῆμα «κοινωνεῖτε», δηλαδὴ συνεχῶς νὰ ἐνδιαφέρεσθε γιὰ τὶς ἀνάγκες τῶν ἄλλων εἶναι σὲ ἐνεστώτα, ποὺ σημαίνει συνέχεια. Ζωή, λοιπόν, σημαίνει διαρκὴς ἐλεημοσύνη. Ζοῦμε γιὰ νὰ ἐλεοῦμε.
Καὶ ὁ Γέροντας Εὐσέβιος ζοῦσε γιὰ νὰ ἐλεεῖ, ἀνέπνεε τὸν ἀέρα τῆς φιλανθρωπίας ποὺ δροσίζει στὸν καύσωνα καὶ θερμαίνει στὸ ψύχος.
Τώρα ἀπὸ τὸν οὐρανὸ μᾶς ἐλεεῖ μὲ τὶς δεήσεις του πρὸς τὸν Κύριο, δὲν μᾶς ἀφήνει στὴν τυρανία τῶν στερήσεων, τῶν θλίψεων καὶ τῶν ἀπογοητεύσεων. Καὶ τὶς δεήσεις του τὶς ἔχουμε ἀπόλυτη ἀνάγκη.
Δρ Χαραλάμπης Μ. Μπούσιας,
Μέγας Ὑμνογράφος τῆς τῶν Ἀλεξανδρέων Ἐκκλησίας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου