Σαν ήμουνα μικρός βρισκόντανε ακόμη πολλά καράβια. Έφταξα σκαριά που σήμερα λείψανε ολότελα και που τα βλέπουμε πια μονάχα ζουγραφισμένα. Όσα σκαριά κι αρματωσιές ζούνε ακόμη δεν είναι να λογαριάζονται. Βρίσκουνται σα να πούμε για παρηγοριά.
Τα μεγάλα, τα καλά τα σκέδια τα ‘φαγε ο ατμός και η μπενζίνα. Μα κι από τα μικρά, τα καΐκια, κι από κείνα χαθήκανε τα πιο παράξενα κι απομείνανε κάτι του γλυκού νερού. Σήμερα όλα τα ίδια είναι, σα να βγαίνουνε από φάμπρικα, ενώ στα πρωτινά τα χρόνια ο κάθε καπετάνιος είχε το μεράκι του. Όπως διάλεγε την κοπέλα που θα ‘παιρνε γυναίκα έτσι διάλεγε και το σχέδιο του καραβιού του, στο σκαρί και στην αρματωσιά. Η μανία τους ήτανε να τα βάφουνε και να τα ξαναβάφουνε, να ζωγραφίζουνε γοργόνες στη μάσκα, ψάρια στα όκια (ή να γράφουνε λογής λογής τραγούδια στην πρύμη :
«Στη σκότα του τουρκέτου μου σ’ έχω ζωγραφισμένη
σύντα μπουντάρω τα πανιά σε βρίσκω μπερδεμένη»
Ανοιχτά στο πέλαγος καλάρει ο μπάτης και τα δροσάτα κύματα σκάζουνε με γλυκιά βουή απάνω στην ακρογιαλιά. Τα καράβια που ‘ναι φουνταρισμένα στ’ ανοιχτά σκαμπανεβάζουνε γυρίζοντας το μπαστούνι τους μια στον γαρμπή και μια στον μαΐστρο. Τα ψαροπούλια κολυμπάνε μέσα στον αφρό με φωνές και με χαρές, τραβάνε στο πέλαγος και κολλάνε σαν αβδέλλες απάνω σε καμιά τράτα που την έχουνε βουλιάξει τα αφεντικά της για να φύγουνε οι κοριοί.
Αν δε ζήσει κανένας απάνου σε καράβι δεν μπορεί να καταλάβει ποτές τον καημό και το μυστήριό του. Θυμάμαι σαν είμαστε μικροί πως μας τράβαγε το μέρος που φτιάνανε και τιμαρεύανε (βολεύανε) τα καΐκια. Διάολε! Μαγνήτης ήτανε για μας καθεμιά από κείνες τις σκάφες. Τις ώρες που φεύγαμε από το σκολειό, στριφογυρίζαμε ολοένα ανάμεσα στα ποδάρια εκείνων που πελεκούσανε κι εκείνων που καλαφατίζανε τα θεόρατα αυτά θεριόψαρα. Σαν τα τραβούσανε έξω, απάνω σε κάτι μακριά δοκάρια, τα βάζα, πηγαίναμε και σπρώχναμε κι εμείς τις μανέλλες στον αργάτη. Φωνές, πανηγύρι μεγάλο. Καπεταναίοι με τα βρακιά και με τα ζουνάρια, καραβομαραγκοί, καλαφάτηδες, ούλοι ξυπόλυτοι, μ’ ένα μαντήλι για σαρίκι γύρω από το κεφάλι, λιοψημμένοι κουρσάροι, μούτσοι, λογιών λογιών φάτσες, πολεμάγανε σα τα μερμήγκια ανάμεσα στα καΐκια που ήτανε αραδιασμένα το ΄να δίπλα στ’ άλλο.
Τότε διαδόθηκε πώς ήβρανε θησαυρόν αρίφνητον, κάσσες με φλουριά, μαλαματένια εικονίσματα, αδαμαντοκόλλητα σαμοβάρια κι άλλα πολλά και τους βγάλανε και τραγούδι, που το μουρμούριζε κάπου κάπου ο γέρο Ρόγκος και που θυμάμαι μοναχά τούτα τα λόγια «και σφάντζικες και τρούπιες» (όπως φαίνεται αυτές ήτανε κάποιες μονέδες). Επειδή λοιπόν δε φανερώσανε το θησαυρό στην κυβέρνηση αλλά τον βαστούσανε μυστικό, τους πιάσανε οι Τούρκοι και τους ρίξανε στη φυλακή. Τον καπετάν Ρόγκο τον ρίξανε στο μπουντρούμι στην Αλικαρνασσό κι εκεί στεκότανε όρθιος, στο νερό μέσα, από τη μέση και κάτω. Ήτανε ένας άνθρωπος γίγαντας και γι’ αυτό δεν πέθανε και βγήκε από τη φυλακή ζωντανός μεν, αλλά με τα πόδια παράλυτα, που τα ΄σερνε σ΄ όλη τη ζωή του.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου