Συγγραφέας του είναι ο Ρέι Μπράντμπερι, ο οποίος παρουσιάζει έναν μεσαιωνικό κόσμο – καταστροφέα βιβλίων και γενικότερα της σκέψης, με τη δύναμη της τηλεόρασης (που τότε ήταν πολύ μικρή ακόμα) να έχει λάβει δυσθεώρητες διαστάσεις. Η θερμοκρασία «Φαρενάιτ 451» είναι αυτή στην οποία το χαρτί των βιβλίων πιάνει φωτιά και καίγεται, αυτή δηλαδή που χρησιμοποιούν οι πυρονόμοι του φανταστικού αυτού κόσμου.
Βασικός ήρωας του βιβλίου είναι ο Γκάι Μόνταγκ, ένας πυρονόμος που χαιρόταν να καίει βιβλία. Είναι παντρεμένος με τη Μίλντρεντ, μια αφελή νοικοκυρά που παίρνει υπνωτικά και περνάει όλο της το χρόνο μπροστά στη μικρή οθόνη. Είναι μια αντιπροσωπευτική φιγούρα του ανθρώπου της εποχής της, που ζει δέσμια της τηλεοπτικής εικόνας και φοβάται να αντιδράσει στο οτιδήποτε.
Οι ομάδες πυρονόμων αναλαμβάνουν, ύστερα από καταγγελίες γειτόνων, να μπαίνουν σε σπίτια όπου υπάρχουν βιβλιοθήκες, και να καίνε τα βιβλία που βρίσκουν, επειδή το περιεχόμενό τους μπορεί να είναι ανατρεπτικό. Καταπολεμούν έτσι την αμφισβήτηση και τον προβληματισμό που μπορούν να προκληθούν από την ανάγνωσή τους. Διατηρούν έτσι τη νέα τάξη πραγμάτων και το σύστημα άθικτο.
Το Σώμα Πυρονομίας της Αμερικής έχει λάβει και εκτελεί τις παρακάτω εντολές: «α) Απαντάμε αστραπιαία στον συναγερμό, β) Βάζουμε αμέσως φωτιά, γ) Καίμε τα πάντα, δ) Επιστρέφουμε αμέσως στο τμήμα και δίνουμε αναφορά και ε) Παραμένουμε σε κατάσταση συναγερμού για άλλα περιστατικά.»
Σε μια από τις κλήσεις τους, οι πυροδότες επισκέπτονται ένα σπίτι, όπου εντοπίζουν μια εκτενή κρυφή βιβλιοθήκη. Η ιδιοκτήτρια του σπιτιού και της βιβλιοθήκης αντιστέκεται και αρνείται να αποχωρήσει από τον χώρο, προτιμώντας να παραδοθεί στις φλόγες μαζί με τα βιβλία της.
Ο Μόνταγκ μαθαίνει από τον Μπίτι, τον προϊστάμενό του, ότι η καύση των βιβλίων γίνεται όχι με κυβερνητική εντολή, αλλά επειδή εκτοπίστηκαν από την εικόνα (τηλεόραση, κινηματογράφος, αλλά και το ραδιόφωνο) και από τις κοινωνικές ομάδες που λογόκριναν ό,τι ήταν αντίθετο στις πεποιθήσεις τους. Όπως χαρακτηριστικά αναφέρεται στο βιβλίο:
Βασικός ήρωας του βιβλίου είναι ο Γκάι Μόνταγκ, ένας πυρονόμος που χαιρόταν να καίει βιβλία. Είναι παντρεμένος με τη Μίλντρεντ, μια αφελή νοικοκυρά που παίρνει υπνωτικά και περνάει όλο της το χρόνο μπροστά στη μικρή οθόνη. Είναι μια αντιπροσωπευτική φιγούρα του ανθρώπου της εποχής της, που ζει δέσμια της τηλεοπτικής εικόνας και φοβάται να αντιδράσει στο οτιδήποτε.
Οι ομάδες πυρονόμων αναλαμβάνουν, ύστερα από καταγγελίες γειτόνων, να μπαίνουν σε σπίτια όπου υπάρχουν βιβλιοθήκες, και να καίνε τα βιβλία που βρίσκουν, επειδή το περιεχόμενό τους μπορεί να είναι ανατρεπτικό. Καταπολεμούν έτσι την αμφισβήτηση και τον προβληματισμό που μπορούν να προκληθούν από την ανάγνωσή τους. Διατηρούν έτσι τη νέα τάξη πραγμάτων και το σύστημα άθικτο.
Το Σώμα Πυρονομίας της Αμερικής έχει λάβει και εκτελεί τις παρακάτω εντολές: «α) Απαντάμε αστραπιαία στον συναγερμό, β) Βάζουμε αμέσως φωτιά, γ) Καίμε τα πάντα, δ) Επιστρέφουμε αμέσως στο τμήμα και δίνουμε αναφορά και ε) Παραμένουμε σε κατάσταση συναγερμού για άλλα περιστατικά.»
Σε μια από τις κλήσεις τους, οι πυροδότες επισκέπτονται ένα σπίτι, όπου εντοπίζουν μια εκτενή κρυφή βιβλιοθήκη. Η ιδιοκτήτρια του σπιτιού και της βιβλιοθήκης αντιστέκεται και αρνείται να αποχωρήσει από τον χώρο, προτιμώντας να παραδοθεί στις φλόγες μαζί με τα βιβλία της.
Ο Μόνταγκ μαθαίνει από τον Μπίτι, τον προϊστάμενό του, ότι η καύση των βιβλίων γίνεται όχι με κυβερνητική εντολή, αλλά επειδή εκτοπίστηκαν από την εικόνα (τηλεόραση, κινηματογράφος, αλλά και το ραδιόφωνο) και από τις κοινωνικές ομάδες που λογόκριναν ό,τι ήταν αντίθετο στις πεποιθήσεις τους. Όπως χαρακτηριστικά αναφέρεται στο βιβλίο:
«Κατάλαβες τώρα, Μόνταγκ; Δεν επιβλήθηκε άνωθεν από την κυβέρνηση στους αποκάτω. Όλο αυτό δεν ξεκίνησε ούτε από το προεδρικό διάταγμα, ούτε από κάποια διακήρυξη, ούτε από κάποια λογοκρισία. Όχι! Η τεχνολογία, οι χειραγωγούμενες μάζες και η πίεση των μειονοτήτων ήταν που έγειραν την πλάστιγγα, δόξα τω Θεώ.»
Κομβικό ρόλο στη ζωή του Μόνταγκ θα παίξει η γειτόνισσά του Κλαρίς Μακ Κλέλλαν, μία έφηβη που ανάβει μια άλλη σπίθα στον κόσμο του Μόνταγκ και τελικά θα τον κάνει να ενδιαφερθεί για την ανάγνωση και τα βιβλία. Τον ταξιδεύει με τις αφηγήσεις της σε μια άλλη εποχή, όπου τα βιβλία ήταν νόμιμα και υπήρχαν μπαλκόνια στις πολυκατοικίες, στα οποία οι άνθρωποι μιλούσαν και μοιράζονταν τις σκέψεις τους.
Η μετέπειτα γνωριμία του με τον άλλοτε καθηγητή Λογοτεχνίας Φάμπερ, θα τον κάνει να αντιληφθεί τη σημασία των βιβλίων και του γραπτού λόγου, που δίνει την πραγματική διάσταση του κόσμου και των προβλημάτων του, σε αντίθεση με την εικονική πραγματικότητα της τηλεόρασης.
Η ανθρώπινη περιέργεια και η θέληση για αναβίωση μιας παλιάς και μακρινής εποχής, οδηγούν τον Μόνταγκ στο να ξεκινήσει να μαζεύει βιβλία, ρισκάροντας τη ζωή του. Στίχοι από σκόρπια βιβλία γίνονται τα όπλα του σε έναν κόσμο που φαντάζει ολοένα και πιο σκοτεινός και απάνθρωπος.
Τελικά ο Μόνταγκ θα στραφεί κατά των πυροδοτών συνεργατών του και θα καταφύγει σε μια περιοχή όπου ζουν οι «άνθρωποι-βιβλία», δηλαδή άνθρωποι που έχουν αποστηθίσει ολόκληρα βιβλία, ώστε αυτά μην χαθούν από τη συλλογική μνήμη.
Πάνω από εξήντα χρόνια μετά, το προφητικό αυτό βιβλίο είναι πιο επίκαιρο από ποτέ. Τα μάτια των πολιτών πλέον διψούν για το έτοιμο, ζητούν την εικόνα και όχι την ιδέα. Η τηλεόραση, τα smartphones και οι υπολογιστές έχουν εκτοπίσει το βιβλίο. Δεν είναι όμως θέμα μέσου, αλλά θέμα ουσίας. Οι μεγάλες ιδέες των βιβλίων έχουν πεθάνει και οι άνθρωποι αρέσκονται σε εφήμερες και ανούσιες εικόνες, βίντεο και ταινίες, σπαταλώντας άσκοπα τις ζωές τους. Ίσως είναι ακόμα δύσκολο να το συνειδητοποιήσουμε, αλλά βρισκόμαστε στην αρχή ενός νέου μεσαίωνα, όπως τον περιγράψαμε παραπάνω, που ξεκινά από το χάσιμο των ιδεών, για να συνεχίσει στην κρίση των ανθρώπινων σχέσεων, την οικονομική κρίση και ποιος ξέρει σε τι άλλο…
Κάποιος ίσως αντιτείνει ότι σήμερα έχουμε πρόσβαση σε κάθε είδους γνώση, ότι έχουμε το διαδίκτυο και ότι μπορούμε να αγοράσουμε όποιο βιβλίο θέλουμε. Όντως, όμως, συμβαίνει αυτό; Ή βυθιζόμαστε ως κοινωνία από έλλειψη πραγματικής μόρφωσης – διαμόρφωσης, από έλλειψη ηθικής και από έλλειψη ουσιαστικών (και πρακτικών) γνώσεων που κάνουν τη ζωή μας καλύτερη και όχι ανετότερη;
Όταν δεν χρησιμοποιούμε τη γνώση των βιβλίων που μας άφησαν οι σοφοί του παρελθόντος, είναι σαν να τα καίμε. Και όπως μας διδάσκει η ιστορία, δηλαδή τα βιβλία, ο μεσαίωνας θα μας έχει ήδη χτυπήσει την πόρτα, αλλά εμείς δεν θα το καταλάβουμε. Αντί για αυτό, θα είμαστε θαμπωμένοι από φανταχτερές εικόνες, θεωρώντας όσα μας παρουσιάζουν στα social media και τις τηλεοράσεις ως τη μόνη πραγματικότητα, όπως νόμιζαν και οι δεσμώτες του σπηλαίου του Πλάτωνα, όταν αντίκριζαν τις σκιές των πραγμάτων.
Τη λύση στο αδιέξοδο αυτό, μας την δίνει το ίδιο του βιβλίο του Ρέι Μπράντμπερι, που μας προτείνει να σταματήσουμε να ζούμε μέσα στον εικονικό κόσμο των εικόνων-ειδώλων και να γίνουμε «άνθρωποι-βιβλία», να στρέψουμε δηλαδή ξανά την προσοχή μας στην ουσιαστική γνώση, στη μελέτη, τον στοχασμό και την εσωτερική αναζήτηση-φιλοσοφία.
«-“Εγώ πέρασα ωραία χθες το απόγευμα” τον διέκοψε, από το μπάνιο. -“Τι έκανες;” -“Έβλεπα τηλεόραση”. -“Τι είχε;” -“Προγράμματα”. -“Τι προγράμματα;” -“Από τα καλύτερα που έχουν παίξει ποτέ”. -“Ποιοι;” -“Ξέρεις τώρα, η παλιοπαρέα”.»
(Φαρενάιτ 451 – Ρέι Μπράντμπερι, σελ. 81)
Βιβλιογραφία:Fahrenheit 451, Ρέι Μπράντμπερι
Wikipedia Συγγραφέας: Βενέτης Γιώργος
Πηγή: filosofikilithos
Κομβικό ρόλο στη ζωή του Μόνταγκ θα παίξει η γειτόνισσά του Κλαρίς Μακ Κλέλλαν, μία έφηβη που ανάβει μια άλλη σπίθα στον κόσμο του Μόνταγκ και τελικά θα τον κάνει να ενδιαφερθεί για την ανάγνωση και τα βιβλία. Τον ταξιδεύει με τις αφηγήσεις της σε μια άλλη εποχή, όπου τα βιβλία ήταν νόμιμα και υπήρχαν μπαλκόνια στις πολυκατοικίες, στα οποία οι άνθρωποι μιλούσαν και μοιράζονταν τις σκέψεις τους.
Η μετέπειτα γνωριμία του με τον άλλοτε καθηγητή Λογοτεχνίας Φάμπερ, θα τον κάνει να αντιληφθεί τη σημασία των βιβλίων και του γραπτού λόγου, που δίνει την πραγματική διάσταση του κόσμου και των προβλημάτων του, σε αντίθεση με την εικονική πραγματικότητα της τηλεόρασης.
Η ανθρώπινη περιέργεια και η θέληση για αναβίωση μιας παλιάς και μακρινής εποχής, οδηγούν τον Μόνταγκ στο να ξεκινήσει να μαζεύει βιβλία, ρισκάροντας τη ζωή του. Στίχοι από σκόρπια βιβλία γίνονται τα όπλα του σε έναν κόσμο που φαντάζει ολοένα και πιο σκοτεινός και απάνθρωπος.
Τελικά ο Μόνταγκ θα στραφεί κατά των πυροδοτών συνεργατών του και θα καταφύγει σε μια περιοχή όπου ζουν οι «άνθρωποι-βιβλία», δηλαδή άνθρωποι που έχουν αποστηθίσει ολόκληρα βιβλία, ώστε αυτά μην χαθούν από τη συλλογική μνήμη.
Πάνω από εξήντα χρόνια μετά, το προφητικό αυτό βιβλίο είναι πιο επίκαιρο από ποτέ. Τα μάτια των πολιτών πλέον διψούν για το έτοιμο, ζητούν την εικόνα και όχι την ιδέα. Η τηλεόραση, τα smartphones και οι υπολογιστές έχουν εκτοπίσει το βιβλίο. Δεν είναι όμως θέμα μέσου, αλλά θέμα ουσίας. Οι μεγάλες ιδέες των βιβλίων έχουν πεθάνει και οι άνθρωποι αρέσκονται σε εφήμερες και ανούσιες εικόνες, βίντεο και ταινίες, σπαταλώντας άσκοπα τις ζωές τους. Ίσως είναι ακόμα δύσκολο να το συνειδητοποιήσουμε, αλλά βρισκόμαστε στην αρχή ενός νέου μεσαίωνα, όπως τον περιγράψαμε παραπάνω, που ξεκινά από το χάσιμο των ιδεών, για να συνεχίσει στην κρίση των ανθρώπινων σχέσεων, την οικονομική κρίση και ποιος ξέρει σε τι άλλο…
Κάποιος ίσως αντιτείνει ότι σήμερα έχουμε πρόσβαση σε κάθε είδους γνώση, ότι έχουμε το διαδίκτυο και ότι μπορούμε να αγοράσουμε όποιο βιβλίο θέλουμε. Όντως, όμως, συμβαίνει αυτό; Ή βυθιζόμαστε ως κοινωνία από έλλειψη πραγματικής μόρφωσης – διαμόρφωσης, από έλλειψη ηθικής και από έλλειψη ουσιαστικών (και πρακτικών) γνώσεων που κάνουν τη ζωή μας καλύτερη και όχι ανετότερη;
Όταν δεν χρησιμοποιούμε τη γνώση των βιβλίων που μας άφησαν οι σοφοί του παρελθόντος, είναι σαν να τα καίμε. Και όπως μας διδάσκει η ιστορία, δηλαδή τα βιβλία, ο μεσαίωνας θα μας έχει ήδη χτυπήσει την πόρτα, αλλά εμείς δεν θα το καταλάβουμε. Αντί για αυτό, θα είμαστε θαμπωμένοι από φανταχτερές εικόνες, θεωρώντας όσα μας παρουσιάζουν στα social media και τις τηλεοράσεις ως τη μόνη πραγματικότητα, όπως νόμιζαν και οι δεσμώτες του σπηλαίου του Πλάτωνα, όταν αντίκριζαν τις σκιές των πραγμάτων.
Τη λύση στο αδιέξοδο αυτό, μας την δίνει το ίδιο του βιβλίο του Ρέι Μπράντμπερι, που μας προτείνει να σταματήσουμε να ζούμε μέσα στον εικονικό κόσμο των εικόνων-ειδώλων και να γίνουμε «άνθρωποι-βιβλία», να στρέψουμε δηλαδή ξανά την προσοχή μας στην ουσιαστική γνώση, στη μελέτη, τον στοχασμό και την εσωτερική αναζήτηση-φιλοσοφία.
«-“Εγώ πέρασα ωραία χθες το απόγευμα” τον διέκοψε, από το μπάνιο. -“Τι έκανες;” -“Έβλεπα τηλεόραση”. -“Τι είχε;” -“Προγράμματα”. -“Τι προγράμματα;” -“Από τα καλύτερα που έχουν παίξει ποτέ”. -“Ποιοι;” -“Ξέρεις τώρα, η παλιοπαρέα”.»
(Φαρενάιτ 451 – Ρέι Μπράντμπερι, σελ. 81)
Βιβλιογραφία:Fahrenheit 451, Ρέι Μπράντμπερι
Wikipedia Συγγραφέας: Βενέτης Γιώργος
Πηγή: filosofikilithos
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου