Απόσπασμα από το βιβλίο του Μενέλαου Λουντέμη "Ενα παιδί μετράει τ' άστρα''
Δάσκαλος:
– Τα ‘μαθα κακόμοιρο μου! του λέει. Μα δε θα σ’ αφήσω να χαθείς. Άκου δω. θα στο δώσω γω, ό,τι βιβλίο χρειαστείς. Να διαβάσεις, λοιπόν, ώσπου να τις περάσεις όλες τις τάξεις. Κι άμα βγάλεις το Δημοτικό κι έχεις κουράγιο και για το Γυμνάσιο, προχώρα! Δώσ’ του αφέντη σου μια τύφλα, και τράβα! Πάρε, τώρα, τούτο το σακούλι. Είναι μέσα τα βιβλία. Έλα, άσε τα κλάματα. Καλή πρόοδο!…
Ο δάσκαλος έφυγε. Τα μάτια του παιδιού τον ακολουθούσαν να ξεμακραίνει, να χάνεται πίσω απ’ τη σκόνη που σήκωνε η αγέλη.
Όπως το ‘πε ο δάσκαλος, έτσι κι έγινε. Κείνα τα βιβλία που του ‘δωσε, τα ξεκοκάλισε όλα. Τα ’μαθε νεράκι.
Το καλοκαιράκι κινάει ο δάσκαλος και πάει έξω στα τσαΐρια.
Δάσκαλος: -Ήρθα να δω την πρόοδο σου, του λέει.
Καθίσανε, εκεί, κάτου από μια γκόρτσα, και τα είπανε. Ξεφυλλίσανε και τα βιβλία. Είπανε και τα σχέδια τους. Μια σπίθα ήταν εκείνο το παιδί. Ο δάσκαλος πήγε να χάσει το νου του. Σαν χωρίσανε όλα ήταν κανονισμένα. Το φθινόπωρο μπορούσε να κατεβεί στην πόλη για εξετάσεις. Ο δάσκαλος ήταν πρόθυμος να του δώσει το χαρτί. Ότι άκουσε όλα τα μαθήματα, “όλη την ύλην”, όπως του ‘λεγε, ότι ήταν φρόνιμος κ.λπ. κ.λπ. Κι ότι “έτυχε του βαθμού άριστα”.
Έλα πιάστον, εσύ, το φιλαράκο!
Ο τελευταίος κείνος μήνας πέρασε με τρελά χτυποκάρδια κι αναβοκατεβάσματα στους ουρανούς, ώσπου ήρθε το φθινόπωρο, φουσκωμένο με καρπό, και με μια μοσκοβολιά που πρώτη φορά ένιωθαν τα πλεμόνια του. Παράγγειλε στο ραφτάκο του χωριού ένα ντρίλι -όσο να πεις καινούργιο ήταν- έδωσε και στο μπαλωματή να του περάσει σόλες. Έπλυνε στην ποτίστρα τις αλλαξιές του. Καθάρισε και με τ’ αφεντικό. Όλα ήταν εντάξει. Ο δάσκαλος τον συντρόφεψε ως το σταυροδρόμι. Εκεί δώσανε τα χέρια… μα του δασκάλου το χέρι κάτι είχε μέσα του και δεν μπορούσε να κλείσει.
Μέλιος: – Τι είναι δάσκαλε; ρώτησε ο Μέλιος.
Δάσκαλος: – Πάρ’ τα. Είναι το χρήμα σου. Να ‘χεις, εκεί στην πόλη, λίγο χαρτζιλίκι. Είναι δύσκολη η ζωή εκεί. Θα θέλεις για νοίκι, για φαΐ, για τετράδια. Πάρ’ τα.
Του ήρθε να φιλήσει το χέρι του δασκάλου, μα δεν το έβρισκε, γιατί τα μάτια του είχαν θολώσει.
Ο δάσκαλος έφυγε. Τα μάτια του παιδιού τον ακολουθούσαν να ξεμακραίνει, να χάνεται πίσω απ’ τη σκόνη που σήκωνε η αγέλη.
Όπως το ‘πε ο δάσκαλος, έτσι κι έγινε. Κείνα τα βιβλία που του ‘δωσε, τα ξεκοκάλισε όλα. Τα ’μαθε νεράκι.
Το καλοκαιράκι κινάει ο δάσκαλος και πάει έξω στα τσαΐρια.
Δάσκαλος: -Ήρθα να δω την πρόοδο σου, του λέει.
Καθίσανε, εκεί, κάτου από μια γκόρτσα, και τα είπανε. Ξεφυλλίσανε και τα βιβλία. Είπανε και τα σχέδια τους. Μια σπίθα ήταν εκείνο το παιδί. Ο δάσκαλος πήγε να χάσει το νου του. Σαν χωρίσανε όλα ήταν κανονισμένα. Το φθινόπωρο μπορούσε να κατεβεί στην πόλη για εξετάσεις. Ο δάσκαλος ήταν πρόθυμος να του δώσει το χαρτί. Ότι άκουσε όλα τα μαθήματα, “όλη την ύλην”, όπως του ‘λεγε, ότι ήταν φρόνιμος κ.λπ. κ.λπ. Κι ότι “έτυχε του βαθμού άριστα”.
Έλα πιάστον, εσύ, το φιλαράκο!
Ο τελευταίος κείνος μήνας πέρασε με τρελά χτυποκάρδια κι αναβοκατεβάσματα στους ουρανούς, ώσπου ήρθε το φθινόπωρο, φουσκωμένο με καρπό, και με μια μοσκοβολιά που πρώτη φορά ένιωθαν τα πλεμόνια του. Παράγγειλε στο ραφτάκο του χωριού ένα ντρίλι -όσο να πεις καινούργιο ήταν- έδωσε και στο μπαλωματή να του περάσει σόλες. Έπλυνε στην ποτίστρα τις αλλαξιές του. Καθάρισε και με τ’ αφεντικό. Όλα ήταν εντάξει. Ο δάσκαλος τον συντρόφεψε ως το σταυροδρόμι. Εκεί δώσανε τα χέρια… μα του δασκάλου το χέρι κάτι είχε μέσα του και δεν μπορούσε να κλείσει.
Μέλιος: – Τι είναι δάσκαλε; ρώτησε ο Μέλιος.
Δάσκαλος: – Πάρ’ τα. Είναι το χρήμα σου. Να ‘χεις, εκεί στην πόλη, λίγο χαρτζιλίκι. Είναι δύσκολη η ζωή εκεί. Θα θέλεις για νοίκι, για φαΐ, για τετράδια. Πάρ’ τα.
Του ήρθε να φιλήσει το χέρι του δασκάλου, μα δεν το έβρισκε, γιατί τα μάτια του είχαν θολώσει.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου