Καλὸς Σαμαρείτης εἶναι φυσικὰ ὁ Χριστός. Ληστὲς ποὺ πλήγωσαν καὶ ἄφησαν ἡμιθανῆ τὸν ἄνθρωπο, εἶναι οἱ δαίμονες. Τὸν ἄφησαν μισοπεθαμένο, ὄχι γιατὶ τὸν σπλαχνίστηκαν καὶ δὲν θέλησαν τὸν θάνατό του, ἀλλὰ ἐπειδὴ δὲν ἐπέτρεψε ὁ Θεὸς νὰ συνεχίσουν περαιτέρω τὸ μακάβριο ἔργο τους. Δὲν πλάστηκε ὁ ἄνθρωπος γιὰ τὴν ἀπώλεια, ἀλλὰ γιὰ τὴν αἰώνια καὶ ἄφθαρτη ζωή. «Οὐ θέλω τὸν θάνατον τοῦ ἁμαρτωλοῦ», ἀλλὰ «τὸ ἐπιστρέψαι καὶ ζῆν αὐτόν», λέει ὁ Θεός.
Ἐπιπλέον ἔμεινε ἡμιθανὴς ὁ τραυματισμένος ἄνθρωπος, ἐπειδὴ ἡ ἁμαρτία δὲν κατάφερε νὰ τὸν καταστρέψει ἐντελῶς, ἀλλὰ μόνο κατὰ τὸ ἥμισυ. Ἔγινε δηλαδὴ θνητὸ μόνο τὸ σῶμα του. Ἡ ψυχή του παραμένει καὶ μετὰ τὴν πτώση του ἀθάνατη, ὄχι βέβαια ἀπὸ δική της δυνατότητα, ἀλλὰ ἐπειδὴ διακρατεῖται στὴν ὕπαρξη ἀπὸ τὴν προνοητικὴ καὶ ζωογονητικὴ ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ.
Καὶ πάλι, δὲν θανατώθηκε ἐντελῶς ἡ ἀνθρώπινη φύση, ἐπειδὴ δὲν τὴν ἄφησε ὁ Θεὸς νὰ φτάσει στὴν πλήρη ἀπόγνωση, καθόσον ἐνέβαλε μέσα της σταθερὴ ἐλπίδα σωτηρίας, διαμηνύοντας τὴ μελλοντική της λύτρωση καὶ ὑποσχόμενος νὰ στείλει τὸν ἐκλεκτὸ ἀπόγονο τῆς γυναικός, τὸν Χριστό, γιὰ νὰ ἐξουδετερώσει, νὰ θανατώσει τὸν θάνατο.
Καὶ ἦρθε πράγματι ὁ Χριστός, ἀπέσπασε ἀπὸ τὰ χέρια τῶν δαιμόνων-ληστῶν τὸν ἄνθρωπο, τὸν ἀνέβασε «εἰς τὸ ἴδιον κτῆνος», στὸ δικό του ὑποζύγιο καὶ τὸν πῆγε στὸ πανδοχεῖο γιὰ θεραπεία.
Ποιὸ εἶναι ἄραγε τὸ ὑποζύγιο τοῦ Χριστοῦ;
Εἶναι ἡ ἀνθρώπινη φύση του, τὴν ὁποία προσέλαβε μὲ τὴν ἐνανθρώπησή του. Ὁ Χριστὸς ἔγινε καὶ ἄνθρωπος, ἀκριβῶς γιὰ νὰ ἀναζητήσει τὸν ἄνθρωπο, ποὺ χάνοντας τὸν δρόμο του κατέληξε ἀπ’ τὴν Ἱερουσαλὴμ στὴν Ἱεριχώ, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ ληστευθεῖ ἀπὸ τοὺς δαίμονες.
Καὶ ὅταν ἐπιτέλους συναντᾶ τὸν πλανηθέντα ἄνθρωπο, τὸν σηκώνει χωρὶς αναβολὴ στοὺς ὤμους του μὲ μεγάλη χαρά, ὅπως ἀναφέρει στὴν παραπλήσια παραβολὴ τοῦ ἀπολωλότος προβάτου. Ὅταν βρίσκει τὸ χαμένο πρόβατο, τὸ παίρνει στοὺς ὤμους του γεμάτος χαρά. «Εὑρὼν ἐπιτίθησιν ἐπὶ τοὺς ὤμους αὐτοῦ χαίρων» (Λουκ. 15, 5).
Ὁ ἴδιος ὁ Χριστὸς γίνεται ὑποζύγιο, λοιπόν, τοῦ ἡμιθανοῦς ἀνθρώπου. Τὸν φορτώνεται στοὺς ὤμους του καὶ τὸν ἀνεβάζει στὸν θρόνο τοῦ Θεοῦ. «Ἐπὶ τῶν ὤμων, Χριστέ, τὴν πλανηθεῖσαν ἄρας φύσιν, ἀναληφθείς, τῷ Θεῷ καὶ Πατρὶ προσήγαγες».
Ἀλλὰ προχωράει καὶ ἀκόμα παραπέρα. Δὲν κρατάει ἁπλῶς στοὺς ὤμους του τὸν ἄνθρωπο, ἀλλὰ τὸν κάνει καὶ σῶμα του. Γινόμαστε ὅλοι μέλη τοῦ δικοῦ του σώματος. «Οὐκ οἴδατε ὅτι τὰ σώματα ὑμῶν μέλη Χριστοῦ ἐστιν;» (Α΄ Κορ. 6, 15). Ὁ Χριστὸς καταδέχεται τὸ ἀδιανόητο: Μᾶς κάνει χέρια καὶ πόδια δικά του, ἀλλὰ γίνεται καὶ ὁ ἴδιος χέρια καὶ πόδια δικά μας. Ἂν τὸ θέλουμε βέβαια.
Ψάλλει τολμηρότατα ὁ ἅγιος Συμεὼν ὁ Νέος Θεολόγος:
«Μέλη Χριστοῦ γινόμεθα, μέλη Χριστὸς ἡμῶν δέ,
καὶ χεὶρ Χριστὸς καὶ ποὺς Χριστὸς ἐμοῦ τοῦ παναθλίου,
καὶ χεὶρ Χριστοῦ καὶ ποὺς Χριστοῦ ὁ ἄθλιος ἐγὼ δέ».
Δὲν μᾶς δελεάζει ἄραγε καθόλου μιὰ τέτοια προοπτική;
π. Δημητρίου Μπόκου
Καὶ ὅταν ἐπιτέλους συναντᾶ τὸν πλανηθέντα ἄνθρωπο, τὸν σηκώνει χωρὶς αναβολὴ στοὺς ὤμους του μὲ μεγάλη χαρά, ὅπως ἀναφέρει στὴν παραπλήσια παραβολὴ τοῦ ἀπολωλότος προβάτου. Ὅταν βρίσκει τὸ χαμένο πρόβατο, τὸ παίρνει στοὺς ὤμους του γεμάτος χαρά. «Εὑρὼν ἐπιτίθησιν ἐπὶ τοὺς ὤμους αὐτοῦ χαίρων» (Λουκ. 15, 5).
Ὁ ἴδιος ὁ Χριστὸς γίνεται ὑποζύγιο, λοιπόν, τοῦ ἡμιθανοῦς ἀνθρώπου. Τὸν φορτώνεται στοὺς ὤμους του καὶ τὸν ἀνεβάζει στὸν θρόνο τοῦ Θεοῦ. «Ἐπὶ τῶν ὤμων, Χριστέ, τὴν πλανηθεῖσαν ἄρας φύσιν, ἀναληφθείς, τῷ Θεῷ καὶ Πατρὶ προσήγαγες».
Ἀλλὰ προχωράει καὶ ἀκόμα παραπέρα. Δὲν κρατάει ἁπλῶς στοὺς ὤμους του τὸν ἄνθρωπο, ἀλλὰ τὸν κάνει καὶ σῶμα του. Γινόμαστε ὅλοι μέλη τοῦ δικοῦ του σώματος. «Οὐκ οἴδατε ὅτι τὰ σώματα ὑμῶν μέλη Χριστοῦ ἐστιν;» (Α΄ Κορ. 6, 15). Ὁ Χριστὸς καταδέχεται τὸ ἀδιανόητο: Μᾶς κάνει χέρια καὶ πόδια δικά του, ἀλλὰ γίνεται καὶ ὁ ἴδιος χέρια καὶ πόδια δικά μας. Ἂν τὸ θέλουμε βέβαια.
Ψάλλει τολμηρότατα ὁ ἅγιος Συμεὼν ὁ Νέος Θεολόγος:
«Μέλη Χριστοῦ γινόμεθα, μέλη Χριστὸς ἡμῶν δέ,
καὶ χεὶρ Χριστὸς καὶ ποὺς Χριστὸς ἐμοῦ τοῦ παναθλίου,
καὶ χεὶρ Χριστοῦ καὶ ποὺς Χριστοῦ ὁ ἄθλιος ἐγὼ δέ».
Δὲν μᾶς δελεάζει ἄραγε καθόλου μιὰ τέτοια προοπτική;
π. Δημητρίου Μπόκου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου