Έβγαζε φωτογραφίες (μαυρόασπρες εννοείται) ατομικές, οικογενειακές κ.ά., κυρίως όμως εστίαζε στα γραφικά πανηγυράκια της εποχής.
Την αμοιβή την άφηνε στην προαίρεση των ενδιαφερομένων.
Ήταν περίπου σαρανταπεντάρης, βαθυοκουρεμένος, με τιράντες για να κρατούν το παντελόνι και πάνινα παπούτσια.
Τα λόγια του ελάχιστα. Τα απολύτως απαραίτητα. Σε πολύ χαμηλό, σχεδόν ψιθυριστό, τόνο. Απέφευγε να απαντά στις επίμονες ερωτήσεις (την εποχή εκείνη της κλειστής κοινωνίας), για το ποια ήταν η πατρίδα του, αν είχε οικογένεια .
Ήταν κλειστός. Θεόκλειστος. Μοναχικός. Το μόνο που μάθαμε ήταν το όνομά του, «κυρ Τάσος», και το επώνυμό του από την σφραγίδα που έβαζε στο πίσω μέρος των φωτογραφιών: «Foto ΑΝΑΣΤΑΣΙΟΣ ΛΟΥΚΙΔΗΣ”. Τίποτα άλλο.
Κάποια μέρα στην Αθήνα το συνάντησα τυχαία τον κυρ-Τάσο να κάθεται κατάμονος σε ένα ακραίο παγκάκι του Ζαππείου μαζί με τα «συμπράγαλά» του.
Με ταύτισε εύκολα γιατί ήμουν ο «ανήσυχος» του χωριού. Κυρ-Τάσο, πες μου σε παρακαλώ, εδώ που είμαστε οι δυο μας: Ποιος είσαι; Που μένεις; Ποια είναι η πατρίδα σου; Γιατί αρνείσαι να μας το πεις; Τι μυστικό κρύβεις;
Ώ της απρόσμενης εκπλήξεως! Ήταν η στιγμή να ανοίξει την καρδιά του και να μιλήσει: «Όταν καιγόταν η Σμύρνη ήμουν έξι χρονών. Τον πατέρα μας τον σκότωσαν.Μέσα στο χάος και τον πανικό στην παραλία, χάθηκε η επαφή με τα μεγαλύτερα αδέλφια και τους υπόλοιπους συγγενείς μου.
Η μάνα μου με κρατούσε σφιχτά από το χέρι. Βρεθήκαμε στοιβαγμένοι ο ένας επάνω στον άλλο μέσα σε ένα πλεούμενο. Στη μέση της διαδρομής η μανούλα μου ξεψύχησε.
Την αναποδογύρισαν και την έριξαν νεκρή στη θάλασσα. Μπροστά στα μάτια μου!! Εκείνη τη στιγμή , η ζωή σταμάτησε για ‘μένα».
Ο αμίλητος μυστηριώδης κυρ-Τάσος ξέσπασε σε ασυγκράτητους λυγμούς ενώ κοιτούσαν ανυποψίαστοι οι διαβάτες.
Για ‘κείνον, και για χιλιάδες άλλους δυστυχισμένους ανθρώπους, οι φλόγες της Σμύρνης δεν έσβησαν ποτέ.

Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου