Στο Άγιο Όρος, στο «περιβόλι της Παναγίας», υπάρχουν ακόμη και σήμερα πολλοί κρυμμένοι μαργαρίτες. Μπορεί κάποιος να ψάξει και να τους βρει στα μοναστήρια, στις σκήτες, στα τόσα ερημητήρια… Αληθινοί μαργαρίτες, άνθρωποι δυνατοί κι αλλιώτικα όμορφοι. Κάλλος τους η ευλογημένη ζωή τους. Πλούτος τους η ακτημοσύνη και η φτώχεια τους. Λιγοστά είναι τα λόγια που έχουν να πουν. Περισσότερο μιλάει η σιωπή τους. Οι μορφές τους φωτεινά ειρηνικές γιατί η καρδιά τους άγρυπνη στέκει στην προσευχή, γιατί η ευχή ατελείωτα συντροφεύει τον ασκητικό τους βίο.
Ένας κρυμμένος μαργαρίτης ήταν και ο παπά-Τύχων – κατά κόσμον Τιμόθεος Γκολέγκοφ – που έζησε στο Άγιο Όρος για εξήντα ολόκληρα χρόνια. Άνθρωπος αγάπης, προσευχής, κατανύξεως και ταπεινώσεως. Ακτήμων ερημίτης, νηστευτής και χαρισματούχος, θεωρείται ένας από τους επιφανέστερους του αιώνα μας. Το πέρασμά του από το «περιβόλι της Παναγίας» άφησε σημάδια ανεξίτηλα στους τόσους οδοιπόρους της ζωής που ζήτησαν κοντά του να αναπαυτούν.Γεννήθηκε το 1884 στο χωριό Νόβαγια Μιχαηλόσκα της Ρωσίας. Οι γονείς του ήταν ευσεβείς. Η μητέρα του, όπως έλεγε ο ίδιος: «κάθε Τετάρτη και Παρασκευή δεν έτρωγε καθόλου, ήταν δοσμένη όλη στην προσευχή και τα δάκρυα έτρεχαν πυκνά από τα μάτια της». Μικρός ακόμα επισκεπτόταν μοναστήρια και έψαλλε στη χορωδία της εκκλησίας του χωριού του.
Στα δεκαοκτώ του χρόνια ένιωσε μέσα του τη μοναχική κλίση. Έτσι, με την ευλογία των γονέων του και αφού επισκέφτηκε σχεδόν διακόσια μοναστήρια στην πατρίδα του, κίνησε με άλλους πιστούς να επισκεφθεί τα Ιεροσόλυμα και το Άγιο Όρος. Καθ’ οδόν για τα Ιεροσόλυμα και συγκεκριμένα στην Κωνσταντινούπολη «εγνωρίστηκε με τον οικονόμο-μοναχό του κελλιού Μπουραζέρη, το οποίο ανήκει στην αγιορείτικη μονή Χιλιανδαρίου. Του είπε τότε ο οικονόμος: “Θέλεις να γίνεις μοναχός;” “Θέλω” απάντησε ο δεκαοχτάχρονος Τιμόθεος, και ο φωτισμένος οικονόμος του απάντησε: “Βάλε μετάνοια και από σήμερα είσαι δόκιμος στη συνοδεία μας”».
Έτσι, αφού περάτωσε το προσκύνημά του στα Ιεροσόλυμα, ήλθε και κατατάχτηκε στη συνοδεία του Μπουραζέρη και σε ένα χρόνο έγινε μοναχός. Στην καλή όμως συνοδεία δεν θα μείνει για πολύ. Ο πόθος του για άσκηση και η αγάπη του για ησυχία θα τον φέρουν στα φρικτά Καρούλια. Σε μια σπηλιά, που ήταν στα θεμέλια του ασκητηρίου του Αγίου Γεωργίου, θα μείνει για δεκαπέντε ολόκληρα χρόνια.
Κάθε Σάββατο ανέβαινε στο ασκητήριο του Αγίου Γεωργίου και κοινωνούσε. Αμέσως μετά κατέβαινε πάλι στη σπηλιά του. «Στον Άγιο Γεώργιο υπήρχε ένας πολύ σοφός, κατά κόσμον και κατά Θεό, Γέροντας, τον οποίο αποκαλούσε δάσκαλο». Ο Γέροντας αυτός υπήρξε συνοδοιπόρος και πατέρας πνευματικός του Τύχωνα κατά την πολύχρονη θητεία του στα Καρούλια.
Ο άγνωστος σε μας Γέροντας έδινε στον Τύχωνα ένα πατερικό βιβλίο κάθε μήνα. Επιστρέφοντάς το θα έπρεπε να του διηγηθεί το περιεχόμενό του. Αν δεν του το έλεγε επακριβώς, δεν του το άλλαζε. Με αυτόν τον τρόπο τελείωσε ο μοναχός Τύχων την ανάγνωση όλων σχεδόν των Πατέρων της Εκκλησίας μας.
Στην Καψάλα
Σαν πέρασαν δεκαπέντε χρόνια, άφησε ο μοναχός Τύχων τα Καρούλια και ήλθε στην «έρημο» της Καψάλας, στην περιοχή της Καλιάγρας. «Εδώ είδε ένα όραμα πως ήταν νύκτα Αναστάσεως και πως έψαλε όλη την αναστάσιμη ακολουθία με χαρά». Το είπε στον πνευματικό του, ο οποίος μόλις το άκουσε τον πήρε από το χέρι και τον οδήγησε στο μοναστήρι του Σταυρονικήτα όπου χειροτονήθηκε ιερέας.
Η καλύβα του δεν είχε εκκλησία, γι’ αυτό και ξεκίνησε για να φτιάξει. Ακτήμων όμως καθώς ήταν, αδυνατούσε να βρει τα απαραίτητα χρήματα. Αποφάσισε λοιπόν να πάει να ζητήσει ελεημοσύνη. Στο δρόμο πηγαίνοντας συνάντησε κάποιο μοναχό και του είπε πως θέλει να φτιάξει εκκλησία αφιερωμένη στον Τίμιο Σταυρό. Ο μοναχός έκπληκτος απάντησε στον παπά-Τύχωνα πως μόλις την ημέρα εκείνη είχε λάβει μία επιστολή και χρήματα για να τα δώσει σε όποιον θα ήθελε να κτίσει εκκλησία. Η χαρά και η συγκίνηση του παπά-Τύχωνα ήταν μεγάλη. Αφού πήρε τα χρήματα ευχαριστώντας τον μοναχό, κάλεσε τεχνίτες που μετέτρεψαν ένα από τα κελλιά της καλύβας σε μία λιτή, μικροσκοπική εκκλησία.
Στην Καψάλα έμεινε σχεδόν σαράντα τέσσερα χρόνια. Στα χρόνια αυτά πολλοί άνθρωποι τον επισκέφτηκαν. Ανάμεσά τους μητροπολίτες, ηγούμενοι και μοναχοί. Πολλοί ήταν επίσης και οι λαϊκοί που έρχονταν κοντά του κουρασμένοι από την «αλμυρή του κόσμου ακαταστασία» για να αναπαυτούν, να ακούσουν τις συμβουλές του που ήταν «σταλαγματιές βιωμάτων της καρδιάς του».
Λειτουργός του Υψίστου
Τη Θεία Λειτουργία ο παπά-Τύχωνας την αγαπούσε πολύ. Ο υποτακτικός του πατέρας Παΐσιος διηγείται χαρακτηριστικά: «Η Θεία Λειτουργία για τον Γέροντα ήταν ένα άνοιγμα του ουρανού. Σαν τον Παύλο ηρπάζετο και σαν τον Άγιο Σπυρίδωνα συναναστρέφετο τους αγγέλους του Κυρίου. Όταν έμπαινε στην Αγία Αναφορά και άρχιζε να διαβάζει την ευχή: “Μετά τούτων και ημείς των μακαρίων δυνάμεων Δέσποτα φιλάνθρωπε βοώμεν και λέγομεν Άγιος, Άγιος” ο παπά-Τύχων έβλεπε τα Χερουβείμ και τα Σεραφείμ».
Ο ευλογημένος γέροντας ζούσε πραγματικά τη θεία Λειτουργία. Την αγαπούσε τόσο, καθώς λέει ο ιερομόναχος Αγαθάγγελος, που «την ώρα της λειτουργίας έφτανε να μεταρσιώνεται. Έφτανε να βραδυάζει, από το πρωί που είχε αρχίσει, και δεν είχε τελειώσει. Όλος έξαρση, την ώρα του Χερουβικού και του καθαγιασμού, έψαλλε με αγγέλους τον ύμνο τους στα ουράνια, έβλεπε κατόπιν πως ήταν στην αγία Τράπεζα και τελείωνε την λειτουργία και δεν καταλάβαινε πώς πέρασε η ώρα…»
Πραγματικά στο πρόσωπο του ιερέα Τύχωνα βλέπουμε, όπως γράφει χαρακτηριστικά ο Μητροπολίτης Χαλκίδος Νικόλαος, «τον μεθυσμένο από την αγάπη του Θεού, τον ιερουργό που μεθίσταται σε άλλους κόσμους και ημπορεί να λέγει ότι τον σηκώνει ο Δεσπότης Χριστός και τον εξάγει “του τε χώρου του τε ζόφου και εισάγει εις άλλον, είτε κόσμον ή αέρα… και προς φως εισάγει μέγα” (Συμεών ο Νέος Θεολόγος)».
Φωτισμένος Δάσκαλος
«Εδίδασκε ο παπά-Τύχων με την αγιασμένη ζωή του. Η απλότητά του και η βαθιά του ταπεινοφροσύνη μιλούσαν τόσο φανερά. Μιλούσε και δίδασκε και με κλειστό το στόμα, όταν όμως άρχιζε να διδάσκει, να λέει τις συμβουλές του ο Γέροντας καθισμένος στη ρίζα της μικρής ελιάς, δίπλα στον τάφο του ή στη σκληρή σανίδα του κρεβατιού του, τότε η ψυχή του μαθητή εγοητεύετο».
Γοήτευε τις ψυχές ο δάσκαλος παπά-Τύχων. Απλά μιλούσε κι απλά δίδασκε. Άρχιζε διδάσκοντάς σε να ξεκινάς πάντα από τον Θεό. Γι’ αυτό και μόλις έφτανες στο κελλί σε έπαιρνε από το χέρι και σε οδηγούσε στο εκκλησάκι του Τιμίου Σταυρού. Έψαλλε το «Αξιον Εστί» και το «Σώσον Κύριε τον λαόν σου». Μετά αφού σε έβαζε να κάνεις τρεις μετάνοιες μπροστά στον μεγάλο σταυρό που ήταν στημένος σε κεντρική θέση εκεί μέσα πρόσθετε το «Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησον τον δούλον σου».
Έπειτα αφού σε κερνούσε άρχιζε να απαντά στις ερωτήσεις σου. Σε συμβούλευε κι ήταν οι συμβουλές του από ατόφιο χρυσάφι καμωμένες. Σου έλεγε για την ταπεινοφροσύνη. Σου έλεγε, με τα σπασμένα ελληνικά του, πως «κάθε πρωί ο Θεός ευλογεί όλο κόσμο με ένα χέρι. Βλέπει ταπεινό! Ευλογεί με δύο χέρια. Πά, πά, πά. Ταπεινό άνθρωπο αξίζει πιο πολύ από όλο κόσμο».
Μελετούσε πολύ ο παπά-Τύχων κι επέμενε στο θέμα της μελέτης. Τόνιζε συχνά πως «όταν διαβάσει νους καθαρίσει».
Η ευχή σύντροφος παντοτινός της ζωής του. Ζώντας τα ευεργετήματά της έλεγε: «Πάντοτε να κάνεις ευχή πριν αρχίσεις κάθε δουλειά να λες: Θεέ μου δώσε μου δύναμη και φώτιση, κατόπιν να αρχίζεις τη δουλειά σου και στο τέλος να λες, Δόξα τω Θεώ».
Πνευματικός, φωτισμένος ο ίδιος, καθοδηγητής από τους λίγους, αξιώθηκε κοντά σε γέροντες ευσεβείς να βιώσει τις ευεργεσίες που δίδει ένας καλός πνευματικός. Γι’ αυτό και συμβούλευε: «Για να βρεις καλό πνευματικό να κάνεις τρεις μέρες προσευχή και κατόπιν τι ο Θεός θα φωτίσει. Και στο δρόμο που θα πηγαίνεις να κάνεις προσευχή να τον φωτίσει ο Θεός να σου πει λόγους καλούς».
Τα περισσά του δάκρυα τα μάζευε με ένα πανί που ήταν πάντα μουσκεμένο. Αυτά τα δάκρυά του στέκον μάρτυρες αξιόπιστοι για το πόσο ζούσε τη συμβουλή που τόνιζε πως: «Δάκρυα, παιδί μου, δάκρυα, αυτό θέλει ο Θεός».
Η σχέση του μοναχού με τα χρήματα και τα υλικά αγαθά θέλει πολλή προσοχή. Τόξερε αυτό ο φωτισμένος μοναχός καθώς έλεγε πως «ο ερημίτης έχει ευλογία να κρατά μόνο τα απαραίτητα χρήματα για τα σαρανταλείτουργα. Γύρω από την καλύβα του μπορεί να έχει κλήματα για να παίρνει σταφύλια, λίγες ελιές για το λάδι κι ένα κήπο για τα λαχανικά του. Αυτά να του είναι αρκετά και να μην λησμονά την ελεημοσύνη». Τόξερε ο παπά-Τύχων μα κι αληθινά το ζούσε γι’ αυτό σαν του περίσσευαν χρήματα τα έστελνε σε κάποιο μπακάλη στις Καρυές διαμηνύοντας του: «Παρακαλώ κάνε αγάπη να πάρη ψωμί και να δώσει φτωχό άνθρωπο, αυτό που έχει ανάγκη».
Μοναχός που τιμούσε το μοναχικό σχήμα συνειδητοποιεί αληθινά το βάρος του γι’ αυτό και τόνιζε: «Δεν αρκεί απλά να το φοράμε αλλά και να έχουμε μία αγία ζωή. Στη Ρωσική Εκκλησία τρέφεται άπειρος σεβασμός στους μεγαλόσχημους μοναχούς. Το μέγα σχήμα αντικαθιστά τον άγγελο, τον τέλειο μοναχό, τον απαλλαγμένο από πάσα βιοτική μέριμνα. Είναι αυτός που ανέβηκε όλες τις αρετές, ζητά την αγγελική ζωή, μεριμνά τα του Θεού, πώς θα αρέσει μόνο στον Θεό, όχι στους ανθρώπους. Αυτό είναι το μέγα σχήμα: κελλί, εκκλησία, νηστεία προσευχή αδιάλειπτος. Δεν δικαιολογείται ο μεγαλόσχημος να περιφέρεται δεξιά κι αριστερά, ούτε να ασχολείται με τη διοίκηση. Στη Ρωσική Εκκλησία τον μεγαλόσχημο τον θεωρούν άγιο. Λένε πως αν δουν τον πατριάρχη πρώτα θα βάλουν μετάνοια στον μεγαλόσχημο. Όχι όπως το έχουμε εμείς που το φορούν οι νέοι και καμαρώνουν, αυτό είναι αμαρτία».
«Ο μακάριος παπά-Τύχων αφού αξιώθηκε να γίνει “τέκνον Θεού”, και να αναγεννηθεί “άνωθεν εκ Πνεύματος Αγίου” και να έχει τον Χριστό μέσα στην αγιασμένη του καρδιά, αξιώθηκε και της μεγάλης τιμής να σκηνώσει η χάρη του Κυρίου μέσα στην ψυχή του».
Για τα χαρίσματά του έχουν γράψει με περισσή επιτυχία τόσο ο μακαριστός μητροπολίτης Χαλκίδος όσο και ο ιερομόναχος Αγαθάγγελος. Ο γράφων γνωρίζοντας την αδυναμία του δεν θα τα παρουσιάσει όλα. Απλώς για να μην αδικήσει τον γέροντα θα προσπαθήσει να παρουσιάσει δύο από αυτά μορφοποιώντας έτσι ακόμα μια πτυχή του φωτεινού βίου του ερημίτη Τύχωνα.
Είχε λοιπόν ο παπά-Τύχων το χάρισμα της αναστροφής με τα άγρια ζώα. Σαν στο καλύβι εμφανίζονταν κανένα μικρό ποντίκι πρότειναν στον γέροντα να πάρει καμιά γάτα. Η απάντησή του βεβαίωνε το χάρισμα που είχε: «Όχι γάτα. Έχω εγώ άλλο γάτα, μιάμιση γάτα μεγάλο έρχεται. Άνθρωπο δε φοβάται. Τρώει ποντίκια, μετά φεύγει πάει λάκο μέσα στο δάσος.»
Το χάρισμα της διακρίσεως είναι πολλές φορές, καθώς λένε, γέννημα της ησυχίας της ερήμου. Χαρακτηριστικά τα παρακάτω πιστοποιούν πως ο μοναχός Τύχων είχε κι αυτό το χάρισμα που αναφέρει ο Χαλκίδος Νικόλαος: «Όταν κάποιος νεαρός θεολόγος τον επισκέφθηκε και του είπε ότι είχε πάει στο Όρος για να γίνει μοναχός και να διακόψει κάθε επαφή με τον πολυτάραχο κόσμο, ο Γέροντας τον διεβεβαίωσε ότι δεν πρόκειται να μείνει στο Μοναστήρι. Και πράγματι μέσα σε λίγους μήνες έφυγε από εκεί και εγύρισε στην “όζουσα του κόσμου θάλασσα”».
Η Κοίμησή του, Ηλιοβασίλεμα Φωτεινό
Φωτεινή ήταν η ζωή του, φωτεινό και το τέλος του. Δίκαιος στη ζωή του ολόκληρη δεν φοβήθηκε τον θάνατο. Τον περίμενε με ηρεμία και χαρά. Περίπου δέκα μέτρα από το κρεβάτι του άνοιξε τον τάφο του: Τον άνοιξε ο ίδιος. Τον έσκαψε με τα χέρια, και καθώς ήταν ο σωρός το χώμα, στην άκρη είχε μπηγμένο το φτυάρι. «Να έτσι ρίξει χώμα», έλεγε στον μοναχό που τον επισκεπτόταν και έκανε την σχετική κίνηση ρίχνοντας μια φτυαριά χώμα μέσα στον τάφο του. Εφύτεψε και ένα δεντρολίβανο στην άκρη. Συχνά έδινε οδηγίες για το τι θα κάνουν στην έξοδό του. —«Πεθαίνει παπά-Τύχων; Σιωπή! Κάνει κομποσχοίνι. Μετά λες: παπά-Τύχων πέθανε.»
Ετοίμασε και τα γράμματα που θα έστελναν σε γνωστούς και φίλους του μετά τον θάνατό του. Ήταν γράμματα απλά μα πρόδιδαν τον πλούτο του συντάκτη τους.
«Φίλος παπά-Τύχων απέθανε ημέρα… (άφηνε κενό) παρακαλώ διάβασε μία ευχή».
Ο Θεός τον αξίωσε να προγνωρίζει τον θάνατό του. Τόλεγε στον υποτακτικό του «Παπά Τύχων αν θέλει Θεός ζήσει μία βδομάδα, δέκα μέρες». Λίγες μέρες μετά η Παναγία φανερώθηκε στον γέρο-ερημίτη και σαν ο υποτακτικός του, π. Παίσιος, τον ρώτησε τι του είπε, ο παπά Τύχων απάντησε απλά: «Είπε παπά-Τύχωνα περάσει η γιορτή Της πάρει».
«Και πράγματι αφού πέρασε η εορτή του Γενεσίου της Θεοτόκου 8 Σεπτεμβρίου, σε δύο ημέρες, στις 10.9.1968 αφού έλαβε το “εφόδιον της αθανασίας”, μετάλαβε των Αχράντων Μυστηρίων, εξέφρασε την ευχαρίστησή του με προσευχή και με λαμπρό πρόσωπο, έκανε το σημείο του Τιμίου Σταυρού που τόσο αγαπούσε και ανεπαύθη. Αν ζούσε ο Άγιος Γρηγόριος Νύσσης θα μπορούσε να γράψει “ως δε επλήρωσε την ευχαριστίαν και η χειρ επαχθείσα δια της σφραγίδος τω προσώπω το πέρας της ευχής διεσήμανε, μέγα τι και βύθιον αναπνεύσασα τη προσευχή την ζωήν συγκατέληξεν” (Βίος Οσίας Μακρίνης)».



Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου