πρωτοπρεσβ. Ἄγγελος Ἀγγελακόπουλος
Τό ἀποστολικό ἀνάγνωσμα, ποῦ ἐμμελῶς ἐπαγγέλλεται στή Θεία Λειτουργία τοῦ Ψυχοσαββάτου, προέρχεται ἀπό τήν A΄ Θεσ. ἐπιστολή τοῦ Ἄπ. Παύλου καί συγκεκριμένα ἀπό τό Δ΄ κεφ. καί περιλαμβάνει τούς στίχους 13 ἕως 17. Ἡ περικοπή αὐτή κάνει λόγο περί τῶν κεκοιμημένων καί περί ἀναστάσεως. Γι’ αὐτό καί ἡ Ἐκκλησία μας καθόρισε νά ἀναγινώσκεται σέ κάθε ἐξόδιο ἀκολουθία, ὅπως ἐπίσης καί στά δύο ψυχοσάββατα, τό Σάββατο πρό τῶν Ἀπόκρεω καί τό Σάββατο πρό τῆς Πεντηκοστῆς.
Θά προσπαθήσουμε, λοιπόν, νά ἀναλύσουμε αὐτούς τούς πέντε στίχους μέ τήν βοήθεια ἑνός ἀπό τούς ἀρίστους ἑρμηνευτές τῶν ἐπιστολῶν τοῦ Ἄπ. Παύλου, τοῦ ἁγίου Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου.
Ὁ πρῶτος στίχος λέει :«οὐ θέλομεν δέ ὑμᾶς ἁγνοεῖν, ἀδελφοί, περί τῶν κεκοιμημένων».
Ἐδῶ ὁ θεῖος Ἀπόστολος ξεκινᾶ τόν περί ἀναστάσεως λόγο, διότι, ἄν καί πρότερον εἶχε μιλήσει στούς Θεσσαλονικεῖς γι’ αὐτόν, τώρα, ὅμως, φανερώνει καί ξεσκεπάζει σ’ αὐτούς ἕνα μυστηριῶδες νόημα περί τῆς ἀναστάσεως. Διότι, οἱ Θεσσαλονικεῖς, ἄν καί εἶχαν ὅλη τήν γνώση περί ἀναστάσεως, ἐντούτοις θρηνοῦσαν ὑπέρ τό πρέπον τούς κεκοιμημένους καί ἀποθανόντας ἀδελφούς. Γι’ αὐτό τώρα ὁ Ἄπ. Παῦλος διορθώνει αὐτό τό σφάλμα. Ἐπειδή πολλά πράγματα, ὅταν δέν τά ξέρουμε, μᾶς λυποῦν, ἀφοῦ, ὅμως, τά μάθουμε, ἐλευθερωνόμαστε ἀπό τήν λύπη τους, γι’ αὐτό ὁ Ἄπ. Παῦλος λέει ὅτι «δέν θέλω νά μήν ξέρετε, ἀδελφοί». Δέν εἶπε «περί τῶν ἀποθανόντων», ἀλλά «περί τῶν κεκοιμημένων», γιά νά δείξει ὅτι καί ἀπό αὐτό τό ὄνομα, πού λαμβάνουν οἱ ἐν Χριστῷ κοιμηθέντες, φανερώνουν ὅτι πρόκειται νά ἀναστηθοῦν˙ διότι, φυσικά, ὅποιος κοιμᾶται, αὐτός πρόκειται νά σηκωθεῖ.
Ἐδῶ ὁ θεῖος Ἀπόστολος ξεκινᾶ τόν περί ἀναστάσεως λόγο, διότι, ἄν καί πρότερον εἶχε μιλήσει στούς Θεσσαλονικεῖς γι’ αὐτόν, τώρα, ὅμως, φανερώνει καί ξεσκεπάζει σ’ αὐτούς ἕνα μυστηριῶδες νόημα περί τῆς ἀναστάσεως. Διότι, οἱ Θεσσαλονικεῖς, ἄν καί εἶχαν ὅλη τήν γνώση περί ἀναστάσεως, ἐντούτοις θρηνοῦσαν ὑπέρ τό πρέπον τούς κεκοιμημένους καί ἀποθανόντας ἀδελφούς. Γι’ αὐτό τώρα ὁ Ἄπ. Παῦλος διορθώνει αὐτό τό σφάλμα. Ἐπειδή πολλά πράγματα, ὅταν δέν τά ξέρουμε, μᾶς λυποῦν, ἀφοῦ, ὅμως, τά μάθουμε, ἐλευθερωνόμαστε ἀπό τήν λύπη τους, γι’ αὐτό ὁ Ἄπ. Παῦλος λέει ὅτι «δέν θέλω νά μήν ξέρετε, ἀδελφοί». Δέν εἶπε «περί τῶν ἀποθανόντων», ἀλλά «περί τῶν κεκοιμημένων», γιά νά δείξει ὅτι καί ἀπό αὐτό τό ὄνομα, πού λαμβάνουν οἱ ἐν Χριστῷ κοιμηθέντες, φανερώνουν ὅτι πρόκειται νά ἀναστηθοῦν˙ διότι, φυσικά, ὅποιος κοιμᾶται, αὐτός πρόκειται νά σηκωθεῖ.
Ἐν συνεχεία, ὁ δεύτερος στίχος λέει: «ἵνα μή λυπῆσθε, καθώς καί οἱ λοιποί οἱ μή ἔχοντες ἐλπίδα».
Ἐκεῖνοι, λέει ὁ Ἄπ. Παῦλος, πρέπει νά λυποῦνται καί νά θρηνοῦν μέ ὑπερβολή τούς ἀποθανόντας, ὅσοι δέν ἔχουν ἐλπίδα. Τίνος πράγματος δέν ἔχουν ἐλπίδα; Τῆς ἀναστάσεως τῶν νεκρῶν. Ποιοί δηλ. εἶναι αὐτοί; Οἱ ἄπιστοι καί οἱ ἀσεβεῖς. Καί ὄχι ἐσεῖς οἱ Χριστιανοί, πού ἔχετε ἐλπίδα ὅτι πρόκειται νά ἀναστηθεῖτε μέ ἀφθαρσία καί δόξα.
Ἄς ἀκούσουμε ἐμεῖς οἱ Χριστιανοί, μᾶς παροτρύνει ὁ ἅγιος Νικόδημος, αὐτά τά λόγια του Ἄπ. Παύλου καί ἄς τρομάξουμε, διότι κλαίοντας τούς ἐν Χριστῷ κοιμηθέντας ἀδελφούς μας, κατά μέν τόν ἱερό Χρυσόστομο, πικρῶς, κατά δέ τόν Θεοδώρητο, ἀμέτρως, γινόμαστε ὅμοιοι μέ τούς ἀσεβεῖς καί ἀπίστους, πού δέν ἔχουν ἐλπίδα ἀναστάσεως. Ρωτάει, λοιπόν, ὁ ἅγιος Νικόδημος τόν Ἄπ. Παῦλο : «Τί, λοιπόν, ὦ μακάριε Παῦλε; Γι’ αὐτό δέν θέλεις νά ἀγνοοῦν περί τῶν κεκοιμημένων οἱ Θεσσαλονικεῖς, μόνο γιά νά μή λυποῦνται; Καί πῶς δέν λές καλύτερα, ὅτι δέν θέλεις νά ἀγνοοῦν, γιά νά μήν κολαστοῦν, ἀλλά γιά νά μήν λυποῦνται»; Καί ἀποκρίνεται ὁ Ἄπ. Παῦλος : «Ναί, ἐγώ τούς λέω νά μήν λυποῦνται γιά τούς κεκοιμημένους, γιατί αὐτή ἡ λύπη ἡ ὑπερβάλλουσα προξενεῖ σ’ αὐτούς τήν κόλαση».
Καί ἐξακολουθεῖ ὁ Ἄπ. Παῦλος στόν τρίτο στίχο τῆς ἀποστολικῆς περικοπῆς, λέγοντας: «Εἰ γάρ πιστεύομεν ὅτι Ἰησοῦς ἀπέθανε καί ἀνέστη, οὕτω καί ὁ Θεός τούς κοιμηθέντας διά τοῦ Ἰησοῦ ἄξει σύν αὐτῶ».
Καθώς, λέει, ὁ Θεός ἀνέστησε τόν Κύριον Ἰησοῦν, που ἔπαθε καί ἀπέθανε σωματικῶς, ἔτσι θά ἀναστήσει κι ἐμᾶς.
Μᾶς προτρέπει ὁ ἅγιος Νικόδημος γι’ ἄλλη μιά φορά νά προσέξουμε ὅτι ἐπί μέν τοῦ Κυρίου, ἐπειδή ἔγινε ἤδη ἡ ἀνάστασή Του, γι’ αὐτό λέει ὁ Ἄπ. Παῦλος μέ θάρρος ὅτι «ἀπέθανε»˙ ἐπί ἡμῶν δέ, για’ μᾶς ὅμως, ἐπειδή ἡ ἀνάστασή μας δέν ἔγινε ἀκόμη, ἀλλά πρόκειται νά γίνει, γι’ αὐτό λέει «τούς κοιμηθέντας», γιά νά φανερώσει μέ τό ὄνομα αὐτό τῆς κοιμήσεως, ὅτι πρόκειται νά σηκωθοῦν καί ν’ ἀναστηθοῦν.
Ἡ φράση τοῦ στίχου «τούς κοιμηθέντας διά τοῦ Ἰησοῦ ἄξει» νοεῖται κατά δύο τρόπους, σύμφωνα μέ τόν ἅγιο Νικόδημο. Πρῶτον, ὅτι θά τούς φέρει «διά τοῦ Ἰησοῦ», δηλ. ὅτι ὁ Ἰησοῦς θά γίνει ὁ μεσίτης τῆς ἀναστάσεώς τους καί θά τούς παραστήσει στό πρόσωπο τοῦ Πατρός
. Δεύτερον, ὅτι τό «κοιμηθέντας» ἑνώνεται μέ τό «διά τοῦ Ἰησοῦ», δηλ. ὅτι ὁ Θεός θά φέρει στή δόξα καί τήν βασιλεία Του «τούς κοιμηθέντας διά τοῦ Ἰησοῦ», δηλ. τούς πιστούς καί δικαίους Χριστιανούς. Ἐπειδή οἱ δίκαιοι Χριστιανοί, ἔχοντας κάτοικο στήν καρδιά τους τόν Χριστό, μέσω τῆς πίστεως καί τῆς χάριτος, κοιμοῦνται καί ἀποθνήσκουν «διά τοῦ Ἰησοῦ».
Κατά τόν ἅγιο Νικόδημο, ὁ Ἄπ. Παῦλος ἐδῶ ὁμιλεῖ περί μερικῆς ἀναστάσεως, δηλ. περί τῆς μετά δόξης ἀναστάσεως τῶν πιστῶν, που θά γίνει μαζί μέ τόν Κύριο, δηλ. περί τῆς ἀναστάσεως τῶν δικαίων τῶν ἐν πίστει καί χάριτι τελειωθέντων. Γιατί, αὐτούς ὁ Θεός «ἄξει σύν αὐτῶ τῷ Ἰησοῦ», δηλ. θά ἁρπάξει ἀπό κάθε μέρος τοῦ κόσμου μέ τίς νεφέλες «σύν τῷ Κυρίω».
Περί μερικῆς, λοιπόν, ἀναστάσεως ὁμιλεῖ ἐδῶ ὁ Ἄπ. Παῦλος, περί τῆς ὁποίας δέν ἤξεραν οἱ Θεσσαλονικεῖς, καί ὄχι περί τῆς καθολικῆς ὅλων τῶν ἀνθρώπων, ἐπειδή περί αὐτῆς ἤξεραν. Θέλει, λοιπόν, τώρα ὁ Ἄπ. Παῦλος νά παρηγορήσει τούς Χριστιανούς, μέ τό νά τούς ἀποδείξει ὅτι ἡ ἀνάσταση τῶν πιστῶν θά γίνει ἔντιμος καί ἔνδοξος καί ἀπό αὐτό νά τούς πείσει νά μήν λυποῦνται γιά τούς κεκοιμημένους. Διότι, ὅλοι μέν οἱ ἄνθρωποι, καί οἱ πιστοί καί οἱ ἄπιστοι, θά ἀναστηθοῦν, ἀλλά δέν θά ἀναστηθοῦν ὅλοι μέ δόξα καί τιμή, παρά μόνο οἱ πιστοί, δηλ. αὐτοί πού ἔχουν τήν πίστη συνδεδεμένη μέ τά καλά ἔργα, δηλ. οἱ δίκαιοι.
Πιό κάτω λέει ὁ Ἄπ. Παῦλος : «Τοῦτο γάρ ὑμῖν λέγομεν ἐν λόγω Κυρίου».
Ἐπειδή πρόκειται ὁ Ἄπ. Παῦλος νά πεῖ ἕνα παράδοξο πράγμα, γι’ αὐτό τό κάνει ἀξιόπιστο μέ τόν λόγο τοῦ Κυρίου. «Δέν σᾶς λέω», λέει, «ἀπό τοῦ λόγου μου, ἀπό τό μυαλό μου, αὐτό πού πρόκειται νά πῶ˙ ὄχι, ἀλλά τό ἔμαθα ἀπό τόν Κύριον Ἰησοῦν Χριστόν». Ἐπειδή ὁ θεόπνευστος Παῦλος, τόσο αὐτόν τόν λόγο ἄκουσε ρητῶς καί αὐτολεξεί ἀμέσως ἀπό τόν Διδάσκαλό του Χριστό, δηλ. δι’ ἀποκαλύψεως καί θείας ἐμπνεύσεως, ὅσο καί ἐκεῖνον τόν λόγον, δηλ. τό «μακάριόν ἐστι διδόναι μᾶλλον ἤ λαμβάνειν», καθώς ἀναφέρεται στίς Πράξεις τῶν Ἀποστόλων (Πράξ. 20, 35). Τά ἄλλα λόγια, πού ἔλεγε ὁ Ἄπ. Παῦλος, τά ἔλεγε μέν διά τοῦ φωτισμοῦ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ὄχι, ὅμως, καί ρητῶς καί μέ αὐτές τίς ἴδιες λέξεις τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.
Ἐπειδή πρόκειται ὁ Ἄπ. Παῦλος νά πεῖ ἕνα παράδοξο πράγμα, γι’ αὐτό τό κάνει ἀξιόπιστο μέ τόν λόγο τοῦ Κυρίου. «Δέν σᾶς λέω», λέει, «ἀπό τοῦ λόγου μου, ἀπό τό μυαλό μου, αὐτό πού πρόκειται νά πῶ˙ ὄχι, ἀλλά τό ἔμαθα ἀπό τόν Κύριον Ἰησοῦν Χριστόν». Ἐπειδή ὁ θεόπνευστος Παῦλος, τόσο αὐτόν τόν λόγο ἄκουσε ρητῶς καί αὐτολεξεί ἀμέσως ἀπό τόν Διδάσκαλό του Χριστό, δηλ. δι’ ἀποκαλύψεως καί θείας ἐμπνεύσεως, ὅσο καί ἐκεῖνον τόν λόγον, δηλ. τό «μακάριόν ἐστι διδόναι μᾶλλον ἤ λαμβάνειν», καθώς ἀναφέρεται στίς Πράξεις τῶν Ἀποστόλων (Πράξ. 20, 35). Τά ἄλλα λόγια, πού ἔλεγε ὁ Ἄπ. Παῦλος, τά ἔλεγε μέν διά τοῦ φωτισμοῦ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ὄχι, ὅμως, καί ρητῶς καί μέ αὐτές τίς ἴδιες λέξεις τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.
Ποιό εἶναι, λοιπόν, αὐτό τό παράδοξο πράγμα, πού πρόκειται νά πεῖ ὁ Ἄπ. Παῦλος καί τοῦ τό ἀποκάλυψε ὁ ἴδιος ὁ Χριστός;
«Ὅτι ἡμεῖς οἱ ζῶντες οἱ περιλειπόμενοι εἰς τήν παρουσίαν τοῦ Κυρίου οὐ μή φθάσωμεν τούς κοιμηθέντας».
Ἐκεῖνο πού λέει ὁ μέγας Παῦλος στήν Α΄ Κορ. 15, 51, δηλ. τό «ἐν ἀτόμω, ἐν ριπῆ ὀφθαλμοῦ», αὐτό τό ἴδιο λέει κι ἐδῶ μέ ἄλλες λέξεις. Ἐπειδή φαινόταν πώς εἶναι δύσκολο καί ὑπέρ τούς ὅρους τῆς φύσεως νά ἀναστηθοῦν οἱ νεκροί, οἱ ὁποῖοι ἔχουν σαπήσει καί διαφθαρεῖ πρό πολλοῦ, γι’ αὐτό λέει ὁ Ἄπ. Παῦλος ὅτι αὐτοί, πού θά ζοῦν τότε (στήν δευτέρα Παρουσία), δέν θά προλάβουν στήν ἀνάσταση τούς νεκρούς, πού ἔχουν πεθάνει καί διαλυθεῖ πρό πολλοῦ, δηλ. οἱ τότε ζῶντες δέν θά προφθάσουν νά ἀλλάξουν καί νά ἀφθαρτισθοῦν, προτύτερα ἀπό τούς πάλαι ποτέ ἀποθανόντας, ἀλλά ἐξίσου καί τά δύο μέρη τήν ἴδια στιγμή θά ἀφθαρτισθοῦν˙ ἐπειδή, καθώς εἶναι εὔκολο στόν Θεό νά ἀφθαρτίσει αὐτούς, πού ζοῦν ἀκόμη καί εἶναι ὁλόκληροι, ἔτσι ἐξίσου εὔκολο εἶναι σ’ Αὐτόν καί νά ἀφθαρτίσει στήν ἴδια ροπή καί αὐτούς, πού ἔχουν πεθάνει πρίν πολλά χρόνια καί ἔχουν διαλυθεῖ σέ τέσσερα στοιχεῖα.
Λέγοντας ὁ Ἄπ. Παῦλος «ἡμεῖς οἱ ζῶντες», δέν τό ἐννοεῖ αὐτό γιά τόν ἑαυτό του (ἐπειδή δέν ἐπρόκειτο νά ζήσει μέχρι τήν κοινή ἀνάσταση), ἀλλά τό λέει γιά τούς ἄλλους Χριστιανούς, πού πρόκειται τότε νά βρεθοῦν ζωντανοί. Γι’ αὐτό πρόσθεσε καί τό «οἱ περιλειπόμενοι εἰς τήν παρουσίαν τοῦ Κυρίου». Στό δικό του, λοιπόν, πρόσωπο φανερώνει ὁ Ἄπ. Παῦλος τούς Χριστιανούς, πού θά ζοῦν τότε.
Ὁ προτελευταῖος ἑρμηνευόμενος στίχος ἀναφέρει: «Ὅτι αὐτός ὁ Κύριος ἐν κελεύσματι, ἐν φωνῆ Ἀρχαγγέλου καί ἐν σάλπιγγι Θεοῦ καταβήσεται ἀπ’ οὐρανοῦ».
Μήν ἀπιστεῖτε, λέει, σ’ αὐτό πού σᾶς λέω, Χριστιανοί, γιατί κι αὐτός ὁ Κύριος θά τό προστάξει. Πῶς θά τό προστάξει; Μέ φωνή Ἀρχαγγέλου (πιθανῶς τοῦ ἄρχοντος Μιχαήλ), ὁ ὁποῖος στέκεται πάνω ἀπό τούς ἄλλους κατωτέρους Ἀγγέλους καί θά τούς πεῖ : «Ἑτοίμους ποιήσατε πάντας», δηλ. ἑτοιμάστε ὅλους τούς νεκρούς˙ «πάρεστι γάρ ὁ Κριτής», γιατί ἔφθασε ὁ Κριτής. Πολλές εἶναι οἱ σάλπιγγες, ἀλλά στήν τελευταῖα σάπλιγγα θά κατέβη ὁ Κριτής.
Αὐτό λέει ὁ Ἄπ. Παῦλος καί στήν Α΄ Κορ. 15, 51 : «Πάντες μέν οὐ κοιμηθησόμεθα, πάντες δέ ἀλλαγησόμεθα ἐν ἀτόμω, ἐν ριπῆ ὀφθαλμοῦ, ἐν τῆ ἐσχάτη σάλπιγγι˙ σαλπίσει γάρ καί οἱ νεκροί ἐγερθήσονται ἄφθαρτοι καί ἡμεῖς ἀλλαγησόμεθα»˙ διότι, καθώς ὁ Πατήρ, ὅταν κατέβηκε στό ὅρος Σινᾶ εἶχε ὑπηρέτες Ἀγγέλους καί σάλπιγγες, ἔτσι καί ὁ Υἱός, ὡς Βασιλεύς καί Θεός, θά ἔχει ὑπηρέτες στήν δευτέρα Του παρουσία καί κατάβαση Ἀγγέλους καί σάλπιγγες. Ἡ μέν προσταγή τοῦ Θεοῦ θά κάνει τή γῆ νά δώσει τά σώματα τῶν νεκρῶν, πού θά ἔχουν ἀφθαρτισθεῖ, ἡ δέ φωνή τοῦ Ἀρχαγγέλου θά ἐνεργήσει, μέσω ἄλλων ὑπηρετῶν Ἀγγέλων, στό νά συναχθοῦν σέ ἕνα τόπο ὅλοι οἱ νεκροί, πού βρίσκονται σέ ὅλα τά μέρη τῆς γῆς, ἀφοῦ ἀναστηθοῦν ἀπό τά μνήματα.
«Καί οἱ νεκροί ἐν Χριστῷ, ἀναστήσονται πρῶτον».
Οἱ νεκροί, λέει, οἱ ἐν Χριστῷ, δηλ. οἱ πιστοί καί δίκαιοι Χριστιανοί, αὐτοί θά ἀναστηθοῦν πρῶτα, ἐπειδή πρόκειται νά ἁρπαχθοῦν ἀπό τίς νεφέλες καί νά ἀναληφθοῦν στό ὕψος, γιά νά προϋπαντήσουν τόν Βασιλέα Χριστό, πού θά ἔλθει μέ δύναμη καί δόξα πολλή. Γι’ αὐτό καί αὐτοί πρῶτοι θά ἀναστηθοῦν. Οἱ δέ ἄπιστοι καί ἁμαρτωλοί ὕστερα θά ἀναστηθοῦν, ἐπειδή αὐτοί οἱ ταλαίπωροι, δέν θά ἁρπαχθοῦν μέ τίς νεφέλες, οὔτε θά πάνε σέ προϋπάντηση τοῦ φοβεροῦ Κριτοῦ, ἀλλά θά μείνουν κάτω, προσμένοντας τήν παρουσία Του.
Οἱ νεκροί, λέει, οἱ ἐν Χριστῷ, δηλ. οἱ πιστοί καί δίκαιοι Χριστιανοί, αὐτοί θά ἀναστηθοῦν πρῶτα, ἐπειδή πρόκειται νά ἁρπαχθοῦν ἀπό τίς νεφέλες καί νά ἀναληφθοῦν στό ὕψος, γιά νά προϋπαντήσουν τόν Βασιλέα Χριστό, πού θά ἔλθει μέ δύναμη καί δόξα πολλή. Γι’ αὐτό καί αὐτοί πρῶτοι θά ἀναστηθοῦν. Οἱ δέ ἄπιστοι καί ἁμαρτωλοί ὕστερα θά ἀναστηθοῦν, ἐπειδή αὐτοί οἱ ταλαίπωροι, δέν θά ἁρπαχθοῦν μέ τίς νεφέλες, οὔτε θά πάνε σέ προϋπάντηση τοῦ φοβεροῦ Κριτοῦ, ἀλλά θά μείνουν κάτω, προσμένοντας τήν παρουσία Του.
Τελειώνουμε, ἀγαπητοί μου, μέ τόν τελευταῖο στίχο τῆς ἀποστολικῆς περικοπῆς, σύμφωνα μέ τόν ὁποῖο:«Ἔπειτα ἡμεῖς οἱ ζῶντες οἱ περιλειπόμενοι ἅμα σύν αὐτοῖς ἁρπαγησόμεθα ἐν νεφέλαις εἰς ἀπάντησιν τοῦ Κυρίου εἰς ἀέρα καί οὕτω πάντοτε σύν Κυρίω ἐσόμεθα».
Ἄν καί οἱ νεκροί θά ἀναστηθοῦν πρῶτοι, ἀλλ’ ὅμως κι ἐμεῖς, λέει, οἱ ζωντανοί, δηλ. οἱ δίκαιοι καί ἄξιοι Χριστιανοί, πού θά ζοῦν τότε, παρευθύς, ἀφοῦ ἀλλαχθοῦν, θά ἁρπαχθοῦν κι αὐτοί, ὅπως καί οἱ νεκροί, πού ἀναστήθηκαν, μέ νεφέλες καί θά προϋπαντήσουν τόν Κύριο στόν ἀέρα. Γιατί, καθώς ὁ Χριστός, ἀφοῦ ἀναστήθηκε, ἀνελήφθη στούς οὐρανούς μέ νεφέλη, ἔτσι καί οἱ Χριστιανοί, πού ἔζησαν κατά Χριστόν, ὄχι μόνο θά ἀναστηθοῦν, ἀλλά καί θά ἀναληφθοῦν, καί μέ τό ἴδιο «ἁμάξι», δηλ. μέ τίς ἴδιες νεφέλες, μέ τίς ὁποῖες ἀνελήφθη καί ὁ Χριστός.
Στό σημεῖο αὐτό ὁ ἅγιος Νικόδημος ἐκφράζει μιά ἀπορία : «Ἄν ὁ Χριστός πρόκειται νά κατέβη κάτω, γιά ποιά αἰτία ἁρπάζει τούς δικαίους Χριστιανούς πάνω»; Ἀποκρίνεται ὁ ἴδιος, λέγοντας ὅτι «διά τιμήν καί δόξαν» τούς ἀνεβάζει. Διότι, καθώς, ὅταν ἕνας βασιλιάς πρόκειται νά μπεῖ σέ κάποια πόλη, ὅσοι μέν εἶναι ἔντιμοι καί ἔνδοξοι, πηγαίνουν καί προϋπαντοῦν τόν βασιλιά, ὅσοι δέ εἶναι κατάδικοι, δέν βγαίνουν ἔξω, ἀλλά προσμένουν μέσα τόν βασιλιά, γιά νά τούς κρίνει, ἔτσι παρομοίως θά γίνει καί τότε. Οἱ μέν δίκαιοι θά ἁρπαχθοῦν ἀπό τίς νεφέλες, θά πάνε μέ παρρησία νά προϋπαντήσουν τόν Κύριο, καί, μετά τήν κρίση, θά μένουν πάντοτε ἑνωμένοι μέ τόν Βασιλέα Χριστό, συμβασιλεύοντες καί συνδοξαζόμενοι μ’ Αὐτόν αἰωνίως (ἡ ἕνωση αὐτή εἶναι τό κεφάλαιο ὅλων τῶν ἀγαθῶν). Οἱ δέ ἁμαρτωλοί, παρ’ ὅλο πού εἶναι Χριστιανοί, μένουν, ὅμως, οἱ ἄθλιοι κάτω ντροπιασμένοι καί ἀπαρρησίαστοι, καί, ἀφοῦ κριθοῦν, θά πάνε στήν αἰωνία κόλαση.
Μέ αὐτά, λοιπόν, τά λόγια νά παρηγοριόμασθε κι ἐμεῖς, ἀγαπητοί μου, καί νά μήν θρηνοῦμε τούς ἐν Χριστῷ κοιμηθέντας συγγενεῖς μας ὑπέρ τό πρέπον, καθώς, δηλ. θρηνοῦν τούς νεκρούς τους οἱ ἄπιστοι, οἱ ὁποῖοι δέν ἐλπίζουν οὔτε σέ ἀνάσταση οὔτε σέ ἀφθαρσία οὔτε σέ αἰώνια δόξα.
«Ὥστε παρακαλεῖτε ἀλλήλους ἐν τοῖς λόγοις τούτοις». Ἀμήν!
«Ὥστε παρακαλεῖτε ἀλλήλους ἐν τοῖς λόγοις τούτοις». Ἀμήν!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου