Οἱ γονεῖς του Αγίου Αλεξάνδρου του Σβιρ, Στέφανος καὶ Βάσσα ἦσαν πτωχοὶ κάτοικοι τοῦ χωριοῦ Μαντέρα, πλησίον τῆς λίμνης Λάν-τογκα, στὶς ὄχθες τοῦ ποταμοῦ ᾿Ογιάτα, ἑνὸς παραποτάμου τοῦ ποταμοῦ Σβίρ.
᾿Απέκτησαν υἱοὺς καὶ θυγατέρας, οἱ ὁποῖοι ἐνηλικιώθησαν καὶ ζοῦσαν πλέον μακρυὰ ἀπὸ τοὺς γονεῖς τους. ῾Ο Στέφανος καὶ ἡ Βάσσα ἐπιθυμοῦσαν νὰ ἀποκτήσουν ἀκόμη ἕναν υἱό. Προσηύχοντο θερμῶς καὶ ἄκουσαν μία φωνὴ ἄνωθεν:
«Χαῖρε, ζεῦγος, διότι θὰ γεννήσετε υἱόν, εἰς τοῦ ὁποίου τὴν γέννησιν ὁ Θεὸς θὰ δώση παράκλησιν εἰς τὴν ᾿Εκκλησίαν Του».
῾Ο ᾿Αμώς, ὁ υἱὸς αὐτὸς τῆς ἐπαγγελίας, μεγάλωνε ὡς ἕνα ἐξαιρετικὸ παιδί. ῏Ηταν πάντοτε ὑπάκουος καὶ εὐγενικός, ἀπέφευγε παιγνίδια, ἀστεῖα καὶ ἄσχημες συζητήσεις, φοροῦσε πτωχικὰ ροῦχα καὶ τόσο ἀδυνάτιζε ἀπὸ τὴν νηστεία, ὥστε προξενοῦσε τὴν ἀνησυχία τῆς μητέρας του.
῞Οταν ἐνηλικιώθηκε, συναντήθηκε κάποτε μὲ μερικοὺς Μοναχοὺς ἀπὸ τὴν Μονὴ τοῦ Βαλαάμ, οἱ ὁποῖοι εἶχαν ἔλθει στὴν περιοχή του γιὰ νὰ ἀγοράσουν προμήθειες καὶ γιὰ ἄλλες ἐργασίες τῆς Μονῆς.
Τὸ Βαλαάμ, ὁ «῎Αθως τοῦ Βορρᾶ», ἦταν ἤδη γνωστὸ ὡς ἕνα Μοναστήρι βαθειᾶς εὐσεβείας καὶ αὐστηρῆς ἀσκητικῆς ζωῆς. ᾿Αφοῦ συνωμίλησε μὲ τοὺς Μοναχούς, ὁ νεαρὸς ᾿Αμὼς ἐθέλχθη ἀπὸ τὶς διηγήσεις τους περὶ τῆς σκητιώτικης ζωῆς καὶ τῆς ἀπομονωμένης ζωῆς τῶν ἐρημιτῶν.
᾿Εγνώριζε ὅτι οἱ γονεῖς του εἶχαν προγραμματίσει νὰ τὸν νυμφεύσουν, καὶ ἔτσι ἔφυγε κρυφὰ γιὰ τὸ Βαλαὰμ σὲ ἡλικία δεκαεννέα ἐτῶν, ἀφοῦ πῆρε τὴν εὐχή τους γιὰ νὰ μεταβῆ δῆθεν σὲ ἕνα κοντινὸ χωριό. ῞Οταν πέρασε τὸν ποταμὸ Σβίρ, στὶς ὄχθες τῆς λίμνης Ροσίνσκ, ἄκουσε μία μυστηριώδη φωνή, ἡ ὁποία τοῦ εἶπε ὅτι θὰ κτίση ἕνα Μοναστήρι ἀργότερα στὸ μέρος αὐτὸ καὶ ἕνα μεγάλο φῶς τὸν ἐκάλυψε... Κατόπιν, ἕνας ῎Αγγελος τοῦ Θεοῦ, μὲ τὴν μορφὴ ταξιδιώτου, τοῦ ἐνεφανίσθη καὶ τοῦ ἔδειξε τὸν δρόμο γιὰ τὸ νησί, ὅπου εὑρίσκετο ἡ Μονὴ τοῦ Βαλαάμ. ῾Ο ᾿Αμὼς ἔζησε στὴν Μονὴ γιὰ ἑπτὰ χρόνια ὡς δόκιμος, διάγων μία αὐστηρὴ ζωή. Τὶς ἡμέρες ἐργαζόταν μὲ ὑπακοὴ καὶ τὶς νύκτες ἀγρυπνοῦσε καὶ προσηύχετο. Μερικὲς φορές, προσηύχετο στὸ δάσος μὲ ἀκάλυπτο στῆθος, καλυπτόμενος ἀπὸ κουνούπια καὶ σκνῖπες, ὥς τὸ πρωϊνὸ κελάϊδισμα τῶν πουλιῶν...
῾Ο ᾿Αμὼς ἐκάρη Μοναχὸς τὸ 1474, σὲ ἡλικία 26 ἐτῶν καὶ ἔλαβε τὸ ὄνομα ᾿Αλέξανδρος. Μετὰ ἀρκετὰ ἔτη ἀπὸ τὴν φυγή του ἐκ τοῦ κόσμου, οἱ γονεῖς του ἔμαθαν τελικὰ ἀπὸ Καρελιανοὺς ἐπισκέπτας τοῦ χωριοῦ τους, ποῦ εὑρίσκετο ὁ υἱός τους. ᾿Ακολουθοῦντες τὸ παράδειγμά του, ἐκάρησαν καὶ αὐτοὶ Μοναχοὶ μὲ τὰ ὀνόματα Σέργιος(+1477) καὶ Βαρβάρα(+1480). ῾Ο ῞Αγιος ᾿Αλέξανδρος, μετὰ τὴν κοίμησί τους, μὲ τὴν εὐλογία τοῦ ῾Ηγουμένου τῆς Μονῆς, ἐγκαταστάθηκε σὲ ἕνα ἐρημικὸ νησί, τὸ λεγόμενο «῾Αγία Νῆσος», ὅπου ἔκτισε ἕνα κελλὶ στὴν σχισμὴ ἑνὸς κρημνοῦ καὶ ἐκεῖ συνέχισε τὰ πνευματικά του ἀθλήματα
Για τον θαυμαστό βίο και την αφθαρσία του Αγίου Αλεξάνδρου του Σβιρ διαβαστε στο
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου