-Ἔλα Νεκτάριε, τοῦ εἶπε. Σὲ περιμένω. Πίσω του, ὅμως στεκόταν ἕνας στρατιωτικός. Ἐρωτᾶ ὁ Νεκτάριος τὸν Ἅγιο Διονύσιον:
-Καὶ ὁ Ἀδελφὸς ποιὸς εἶναι;
-Εἶναι ὁ Μηνᾶς, τοῦ ἀπαντᾷ. Καὶ αὐτὸς ἐδῶ μένει.
Αὐτὸ βέβαια διαδόθηκε κατόπιν παντοῦ. Ὁ δὲ Ἅγιος Νεκτάριος, ποὺ ἤτανε ξένος πρὸς τὴν Αἴγινα, ρώτησε τοὺς ντόπιους:
-Ἔχετε ἐδῶ κανένα Ναὸ τοῦ Ἁγίου Μηνᾶ;
-Ὄχι, Σεβασμιώτατε, τοῦ ἀπάντησαν. Μόνον ἕνα ἐρημοκκλήσι εἶναι κάπου πολὺ μακριά.
-Καὶ ποῦ εἶναι αὐτό; Τοὺς ρώτησε πάλιν.
-Εἶναι ἀπάνω ἀπὸ τὴν Ἁγία Μαρίνα καὶ κοντὰ στὸ Μεσαγρό. (Ἦταν κοντὰ στὸν ἀρχαῖον ναὸν τῆς Ἀφαίας).
Ἔπειτα ὅμως ἀπὸ δύο χρόνια, μετὰ τὴν ἐγκατάστασίν του, ἐπῆρε ὁ Ἅγιος δύο ἀδελφές, λιβάνι, κεριὰ καὶ λάδι. Καὶ ἕνα πρωὶ ξεκίνησαν μὲ ζῶα νὰ βροῦν τὸ ἄγνωστο ἐκκλησάκι. Πράγματι, τὸ βρῆκαν. Ἤτανε μικρούτσικο καὶ ἐγκαταλελειμμένο. Σ᾿ αὐτὸ κατέφυγαν ἐν καιρῷ βροχῆς καὶ κακοκαιρίας οἱ ποιμένες. Ἄναβαν ἐκεῖ φωτιά, ἔβαζαν καὶ τὰ ζῶα τους μέσα. Ὁ Ἅγιος μπῆκε στὸ Ἱερὸ καὶ προσευχήθηκε ἐπὶ πολλὴν ὥρα. Ὅταν τελείωσε καὶ βγῆκαν ἔξω ὁ Ἅγιος κοίταξε τὸν Οὐρανὸ καὶ κατόπιν ἔδειξε μὲ τὸ χέρι του τὴν τοποθεσία ἐκείνη καὶ εἶπεν:
-Ἐδῶ θὰ γίνῃ μία μέρα μοναστήρι γυναικῶν. Ἐπροχώρησε ἐν συνεχείᾳ, βηματίζοντας καὶ ἐπισημαίνοντας τὴν τοποθεσίαν.
Καὶ ὢ τοῦ θαύματος! ἔπειτα ἀπὸ σαράντα χρόνια, ἔγινε ἡ Μονὴ τοῦ Ἁγίου Μηνᾶ κατὰ τρόπο θαυματουργικό.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου