Ο λαός της υπαίθρου Ελλάδος πέρασε πολλά από την Αριστερά την περίοδο 1943-49.όπου επικράτησε ο ΕΛΑΣ (Πελοπόννησο, Στερεά, Θεσσαλια, κλπ). Στρατόπεδα Κρατουμένων, Σφαγές, Πλιάτσικο, Αναγκαστική προσχώριση σε ΕΑΜ, ΕΛΑΣ, κλπ.. Για τα ορεινά χωριά αυτό συνεχίστηκε το 1946-49, με αλλαγή ονομάτων -από τον ΕΛΑΣ στον "ΔΣΕ"- αλλά τις ίδιες μεθόδους. Για δε τα παραμεθόρια χωριά,σε όλα τα άλλα προστέθηκε και το εθνοκτόνο Παιδομάζωμα, είτε βίαιο ή με τη θέληση των γονέων.
Καλή η προσπάθεια εθνικής συμφιλίωσης που έγινε μετά το 1950, αλλά όχι όπως έγινε. Χωρίς την καταχώριση των πραγματικών γεγονότων, καταγραφή όλων των θυμάτων και απόδοση τουλάχιστον ηθικών ευθυνών στους υπευθύνους. Η λευκή συγχώρηση που εδόθη επέτρεψε στους θύτες και τους θιασώτες των εγκλημάτων και της προδοσίας τους (όρα Μακεδονία, Παιδομάζωμα) να παρουσιάζονται ως ήρωες και αδαμάντινοι αγωνιστές της σοσιαλιστικής ελευθερίας.
Ένα απόσπασμα από τη μαρτυρία της Αφροδίτης Καραγιάννη από το Πετσάλι Ιωαννίνων δίνει μιά εικόνα της εγκληματικής συμπεριφοράς του "ΔΣΕ" και του ΚΚΕ το 1946-49 ( Η μαρτυρία μου εδόθη γραμμένη με το χέρι της Α.Κ. και περιέχεται στο έργο μου "ΤΟ "ΠΑΙΔΟΜΑΖΩΜΑ ΤΟΥ 1948-49 ΚΑΙ ΤΑ ΚΑΤΕΡΓΑ ΤΗΣ ΦΡΕΙΔΕΡΙΚΗΣ".
«Σκέφτηκα πάρα πολλές ὧρες πρίν καθίσω νά πιάσω τό μολύβι γιά νά σᾶς γράψω λίγες σκέψεις μου ἀπό τά περασμένα. Μία ἐποχή ὄχι καί τόσο εὐχάριστη γιά τά παιδιά τῆς δικῆς μου περιόδου.
Πρῶτον χάρηκα πάρα πολύ ὅταν συνάντησα τήν Ἑλένη σέ κάποια συγκέντρωσή μας, καί μοῦ ἐξέφρασε ὅτι κάποιος κύριος ἐνδιαφέρεται γιά τό Παιδομάζωμα καί γενικά γιά τά παιδιά πού γεννήθηκαν στόν πόλεμο καί τίς ἐμπειρίες μας.
Ἡ καταγωγή μου εἶναι ἀπό τό Πετσάλι , ἕνα χωριό κοντά στά Γιάννενα ἀλλά ἀπό τή μεριά τῆς Κόνιτσας. Πάνω ἀπό τό χωριό μας εἶναι τό βουνό Μιτσικέλι συνέχεια τῆς Πίνδου. (σ.σ. Τό χωριό Πετσάλι, καμποχώρι τοῦ λεκανοπεδίου τῶν Ἰωαννίνων, δέν βρέθηκε ποτέ μόνιμα στήν ἀνταρτοκρατούμενη περιοχή ἀλλά ἐπειδή ἦταν πολύ κοντά στό βουνό δεχόταν συχνά ἐπιδρομές τῶν ἀνταρτῶν τοῦ «ΔΣΕ»).
Στό χωριό μας εἴχαμε τούς Ἀντάρτες. Μᾶς ἔκαναν καθημερινή ἐπίσκεψη, πότε ψάχναν γιά φαΐ, πότε γιά τούς νέους τοῦ χωριοῦ, πότε νά μᾶς πάρουν τά ζῶα μας. Μάλιστα νά τά παίρνουν μπροστά μας καί νά τά σφάζουν, καί μιλιά νά μήν βγαίνει ἀπό κανενός τό στόμα γιατί ὑπῆρχε τό τουφέκι στόν κρόταφο. Νά ἐκβιάζουν τίς κοπέλες μπροστά στήν οἰκογένεια, γιά ν’ἀφήσουν λέγανε καί αὐτοῦ σπορά ἐάν θά πέθαιναν, χωρίς νά λογαριάζουν τίποτε. Νόμος γενικά δέν ὑπῆρχε γιά τίποτε, ὅτι τούς κάπνιζε τό ἔκαναν.
Θυμᾶμαι ὅτι πίσω ἀπό τό σπίτι μας εἴχαμε ἕνα ξεροπήγαδο καί οἱ νέοι τῆς γειτονιᾶς πήγαιναν κάθε βράδυ ἐκεῖ μέχρι νά περάσει ἡ νύχτα καί τά χαράματα πήγαιναν στά σπίτια τους γιά νά κοιμηθοῦν.
Ἐμᾶς, πού εἴμασταν μικρά, μᾶς βάζαν νά τούς ρίχνουμε χαμόκλαδα ἀπό πάνω γιά νά παίρνουν ἀέρα. Αὐτό γινόνταν κάθε βράδυ χειμώνα, καλοκαίρι.
Καί ἔτσι μέχρι σχεδόν τό τέλος τοῦ ἀνταρτοπολέμου δέν εἴχαμε μεγάλες ἀπώλειες ἀπό νέους ἤ νέες ἀπό τό χωριό μας.
Καί εἴμασταν πολύ περήφανοι γι’αὐτό τό γεγονός.
Ἔπειτα ἄρχισε νά διαδίδεται ὅτι ὁ πόλεμος τελειώνει καί νά καθησυχάζουμε λιγάκι δέν ξέραμε ὅμως καί οὔτε ὑπολογίζαμε τό κακό πού μᾶς περίμενε.
Αὐτοί οἱ ἀντάρτες, ὅπως τούς ἀποκαλούσαμε ὅλοι μας, γινόνταν ὅλο καί πιό ἐπιθετικοί. Τά βράδια δέν μᾶς ἄφηναν οὔτε μιά φέτα ψωμί στό σπίτι, -ἐάν ὑπῆρχε καί αὐτό.
Ἔρχονταν κάθε βράδυ καί κάναν τά σπίτια ἄνω-κάτω. Ἡ μητέρα μου ἡ κυρά Θοδώρα, ὅπως τήν φωνάζαν ὅλοι, κάθε βράδυ ὅτι ψωμί μᾶς περίσσευε γιά τήν ἑπόμενη τό ἔθαβε στό χῶμα ἔξω στήν αὐλή, καί τούς φώλους ἀπό τίς φωλιές στίς κότες μαζί, γιατί διαφορετικά μᾶς τά παίρναν.
Σ’αὐτό τό διάστημα ὑποφέραμε πολύ καί ζητήσαμε προστασία ἀπό τόν στρατό. Ὅταν μπῆκε ὁ στρατός στό χωριό τά πάντα ἠσύχασαν καί πήραμε καί ἐμεῖς μιάν ἀνάσα.
Μᾶς ἄφησαν ἤσυχους γιά κάνα δυό-τρεῖς μῆνες καί ξεθαρέψαμε λιγάκι καί ὁ στρατός ἔφυγε τελικά ἀπό τό χωριό μας.
Ἕνα βράδυ ὅμως, στά μέσα τοῦ καλοκαιριοῦ τοῦ 1948, ἦταν ἡ νύχτα μέρα ἀπό τό λαμπερό φεγγάρι, τό χωριό μας ἔγινε ἄνω-κάτω. Μπῆκαν πολλοί ἀντάρτες μέ μιάς.
Σέ ὅλα σχεδόν τά σπίτια πῆραν ὅτι ζῶα εἶχαν, γιατί ὁ σταῦλος ἦταν τό κατώϊ τοῦ κάθε σπιτιοῦ -τῶν πιό εὔπορων μπορῶ νά πῶ- καί στή φτωχολογιά ἦταν δίπλα ἀπό τό σπίτι.
Ἐμεῖς εἴχαμε ἕνα γαϊδουράκι. Μιά ἀγελάδα γιά τό γάλα καί ἕνα ἀρσενικό βόδι γιά νά ὀργώνουμε τά λιγοστά χωράφια μας, ἐάν τύχαινε νά μᾶς ἔμενε σπόρος, γιατί καί αὐτός καμμιά φορά δέν ὑπῆρχε. Μᾶς τά πῆραν λοιπόν καί μᾶς τά μάζεψαν στήν πλατεία τοῦ χωριοῦ.
Πρόβατα, κατσίκια, γελάδια, γαϊδουράκια καί ὅτι τελικά ζῶο ὑπῆρχε στό κάθε σπιτικό καί εἶπαν στούς νοικοκυραίους νά πᾶνε στήν πλατεία νά συνεννοηθοῦν πῶς θά πάρουν τά ζῶα τους πίσω.
Καί δέν δείχναν νά εἶναι καί πολύ κακοί.
Ἐγώ πάντως ὅταν τούς εἶδα μοῦ φαίνονταν σάν ἀγριάνθρωποι, ἄπλυτοι, ἀξύριστοι μέ κάτι γένεια μέχρις ἐκεῖ κάτω, καί τά περιβόητα λούξ, κάτι δυνατές λάμπες, τά βάζαν κάτω ἀπό τά μούτρα τους νά «γράφουν», δῆθεν γιά νά φαίνονται πιό ἀγριοποί.
Ἔτσι, λοιπόν, ὅλοι οἱ χωριάτες πήγαμε στήν πλατεία γιά νά κανονίσουμε τί θά κάναμε μέ τά ζῶα μας. Ἐκεῖνοι ἄρχισαν νά λένε, ἐσεῖς θά μᾶς βοηθήσετε νά ἀνεβάσουμε τά ζῶα ἀπάνω στό βουνό ὅταν φτάσουμε στήν κορυφή ὅποιος ἔχει 50 πρόβατα θά τοῦ δώσουμε τά 25, ὅποιος ἔχει 5 γελάδια θά τοῦ δώσουμε τά δυό καί τόσα ἄλλα ψέματα.
Πηγαίνετε λοιπόν στά σπίτια σας καί πᾶρτε ψωμί γιά δυό- τρεῖς μέρες.
Τότε ξεθάρεψαν οἱ νέοι καί οἱ πιό τολμηροί ξεκίνησαν μαζί τους.
Τήν τρίτη μέρα, καί πρίν γυρίσουν αὐτοί πού πῆγαν στό βουνό, κατεβῆκαν οἱ ἀντάρτες καί μάζεψαν ὅλη τή νεολαία τοῦ χωριοῦ μέ τό ζόρι νά τούς ἀνεβάσουν στό βουνό κοντά στό Καλπάκι.
Ἐκεῖ πῆραν καί μένα, Ἀφροδίτη Καραγιάννη, καί ἕναν ξάδελφο Στέφανο Καραγιάννη καί τέσσερα ἀκόμα παιδιά. Ὁ Στέφανος τήν ἐποχή ἐκείνη θά ἦταν 16 χρονῶν.
Στό δρόμο πού πηγαίναμε ἐγώ ἤμουνα μικρή καί δέν μποροῦσα νά περπατήσω, ὁ ξάδελφος ὅμως μέ βοηθοῦσε.
Περπατήσαμε πολύ, δέν θυμᾶμαι πόσο, ἀλλά πρίν φτάσουμε αὐτούς πού πηγαίναν μπροστά μέ τά ζῶα, τούς ἀκούγαμε πού κατεβαίναν ἀπό τό βουνό μοιρολογώντας καί φωνάζοντας κατάρες καί βρισιές.
Καί ὅλοι μαζί λέγαν κάτι πού δυστυχῶς ὅλοι τό καταλαβαίναμε.
Λέγαν, ὄχι ζῶα δέν μᾶς δῶσαν, ἀλλά μᾶς πῆραν τίς τσούπρες καί τά παλικάρια μας, καί συνεχίζανε τό δρόμο τους (σ.σ. Τούς νέους καί τίς νέες τούς ἐπιστράτευσαν καί ἄφησαν τούς μεγαλύτερους....).
Μᾶς πέρασαν, χωρίς κἄν νά μᾶς δώσουν σημασία καί συνέχισαν τό δρόμο γιά τό χωριό.
Μόνο ὁ θεῖος μου, ἀδελφός τῆς μάνας μου, σήκωσε τό κασκέτο του καί μοὔριξε μιά ματιά καί συνέχισε.
Τότε ξέραμε ὅλοι ὅτι ἤμασταν χαμένοι ὁ ξάδελφος καί αὐτός μέ παράτησε γιατί δέν μποροῦσε νά μέ παίρνει στήν πλάτη του πιά, καί ἐγώ καθώς οἱ δυνάμεις μου ἦταν λίγες δέν μποροῦσα νά περπατήσω ἄλλο.
Οἱ φύλακές μας, ὁ ἕνας κοιτοῦσε τόν ἄλλο καί κάτι λέγαν μέ τά μάτια γιά ἐμένα. Δέν μέ ἔνοιαζε αὐτό καί οὔτε τό σκεφτόμουν, ὅτι ἴσως σέ λίγο θά μέ σκότωναν, ἀλλά μέσα μου εἶχα θάρρος καί ὅλο ἔλεγα, θά ζήσω, θά ζήσω.
Ἀφοῦ λοιπόν νύχτωσε, καί μᾶς φώλιασαν σέ κάτι χαμόκλαδα νά κοιμηθοῦμε, νιώθω ἕνα δυνατό χέρι νά πιάνει τό χέρι μου καί τή φωνή τοῦ θείου μου. Μέ σκεπάζει μέ κάτι πολύ βαρύ, μέ παίρνει στήν πλάτη του, καί σιγά-σιγά ἀπομακρυνόμαστε ἀπό τόν κατατρεγμό. Τό πρωΐ, καί μέ τή βοήθεια τοῦ θείου καί τοῦ Θεοῦ, βρεθήκαμε πίσω στό χωριό μας, ὁ ξάδελφός μου ὅμως ὄχι, τόν πήραν (σ.σ. Ὁ μικρός Στέφανος Καραγιάννης ἀπό τήν Ἀλβανία μεταφέρθηκε στήν Σοβιετική Ἕνωση ὅπου καί παρέμεινε. Πρίν λίγα χρόνια, σέ μεγάλη πιά ἡλικία, ἐπέστρεψε στό χωριό του. Ἀπέθανε ἐκεῖ τό 2010).
(*) Τον αριθμό των παιδιών που συνολικά πήραν από τα σπίτια τους οι κομμουνιστές, τα έχω υπολογίσει σε 35.000. Από αυτά, ως παιδιά, μέχρι το 1956 επέστρεψαν 634 από τη Γιουγκοσλαβία και 1.433 από τις υπόλοιπες χώρες!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου