παπα-Παύλος Καλλίκας
Ήταν 5 μωρές. Άφρονες. Δεν είχαν λάδι. Λαμπάδα δεν άναψε. Κλειστήκαν απ’ έξω.
Τι να της παρηγορήσει ο θυρωρός; Φταίγαν; Φταίγαν.
2.000 χρόνια περάσαν και αυτές σπάγαν το κεφάλι τους, όχι τόσο πια να πετύχουν την είσοδό τους, αλλά τί; Έμμονη ιδέα τους είχε γίνει να κρατήσουν απ’ έξω τις φρόνιμες. Αχ, αυτές οι φρόνιμες, δεν είχαν διόλου «αγάπη». Λίγο λαδάκι τους ζήτησαν να βολευτούν και αυτές… Νισάφι. Και αν τους λιγόστευε;… Στο κάτω – κάτω θα λιγόστευε σε όλες.
Μα αυτές οι παλιο…φρόνιμες μπήκαν. Ήταν έτοιμες, λέει. Για σκέψου, έλεγε η μια στην άλλη:
-Άλλο να μην υπήρχε καμμιά λαμπάδα αναμμένη και άλλο… το ρεζίλι που πάθαμε.
-Αφήστε τώρα αυτά. Περασμένα ξεχασμένα. Πρέπει να κάνουμε κάτι, είπε η πιο σοφή μωρή.
-Τι; Απαντήσαν όλες με μια φωνή.
-Κοιτάξτε. Έχω ιδέα. Θα βγάλουμε ένα χαρτί. Έτσι, να φαίνεται επίσημο, ας πούμε.
-Και; Ρώτησαν οι υπόλοιπες με τα μάτια ορθάνοιχτα.
-Άλλο να μην υπήρχε καμμιά λαμπάδα αναμμένη και άλλο… το ρεζίλι που πάθαμε.
-Αφήστε τώρα αυτά. Περασμένα ξεχασμένα. Πρέπει να κάνουμε κάτι, είπε η πιο σοφή μωρή.
-Τι; Απαντήσαν όλες με μια φωνή.
-Κοιτάξτε. Έχω ιδέα. Θα βγάλουμε ένα χαρτί. Έτσι, να φαίνεται επίσημο, ας πούμε.
-Και; Ρώτησαν οι υπόλοιπες με τα μάτια ορθάνοιχτα.
– Να, αυτό το χαρτί θα λέει ας πούμε: «Εις το εξής, θα εισέρχονται υποχρεωτικώς στον νυμφώνα, μόνο όσες παρθένες διαθέτουν ηλεκτρικό λαμπάκι στις λαμπάδες τους».
-Ιιιι, τί λες τώρα; Είπαν όλες με μια έκπληξη, που έκανε τα μάτια τους έτοιμα να ξεκολλήσουν από τις κόγχες.
– Τι λέω; Ξυπνάτε. Είμαστε στο 2021, πρέπει να εκσυγχρονιστούμε. Ακούστε. Δύο πράγματα πετυχαίνουμε έτσι. Και να μην έχουμε τον φόβο να σβήσουν οι λαμπάδες…
-Ναι, αυτό… πετάγεται μια. Και για να είμαστε σίγουρες, θα έχουμε τοποθετήσει και μπαταρίες ηλιθίου.
-Λιθίου άσχετη, την διόρθωσε κάποια βιαστικά, και της έκανε νόημα να σωπάσει.
-Παρακαλώ μη με ξαναδιακόψετε, λέει η πρώτη, ελαφρά εκνευρισμένη. – Πού είχα μείνει; Α! ναι. Έλεγα λοιπόν, και δεν θα σβήσουν οι λαμπάδες μας, και οι φρόνιμες δεν θα μπορούν να μπουν. Θα ρωτήσετε γιατί; Απλά, γιατί είναι κολλημένες. Δεν θα θελήσουν ποτέ να μπουν χωρίς έλαιον. Απόδειξη θέλετε; Εδώ και 2000 χρόνια, ούτε ένα δευτερόλεπτο δεν μείναν ανέλαιες. Ούτε σταλιά λάδι, δεν τους έλειψε. Φρόνιμες. Τι περιμένεις;
-Τι περιμένουμε και εμείς; διέκοψε τώρα μια άλλη. – Λοιπόν, ας στρωθούμε να συντάξουμε το χαρτί.
Μια και δυο, κάθησε οκλαδόν η παρεούλα και άρχισε…
-«Έχοντας υπ΄ όψιν το προηγούμενο μας πάθημα… -Όχι αυτό σβήστο, πετάχτηκε μία. Δεν μας κολακεύει. – Ναι, ναι, συμφωνούν όλες. – Ωραία, λοιπόν, λέω πάλι: -«Έχοντας υπ΄ όψιν ότι το λάδι είναι επισφαλές για την είσοδο στον χώρο του νυμφώνος, είτε διότι μπορεί να λείψει, είτε διότι μπορεί να συμβεί ατύχημα, προτρέπουμε…»
– Τί πάει να πει προτρέπουμε; πετάχτηκε τώρα μια άλλη φανερά ενοχλημένη. – Υποχρεωτικώς, παιδάκι μου, Υ-πο-χρε-ω-τι-κώς.
– Εντάξει, εντάξει… το διορθώνω. Λοιπόν, «… υποχρεωτικώς η είσοδος θα γίνεται δι΄ επιδείξεως βεβαίωσης εγκαταστάτη ηλεκτρολόγου. Ο εν λόγω ηλεκτρολόγος θα βεβαιοί ότι η λαμπάδα φέρει λαμπτήρα. Ο λαμπτήρας μπορεί να λειτουργεί, είτε με κοινή μπαταρία, είτε με αυτή του λιθίου. Θα σκανάρεται κατά την είσοδο στον χώρο του νυμφώνα από τον εντεταλμένο θυρωρό». Σύμφωνες μέχρις εδώ;
-Σύμφωνες, απαντούν ομοθυμαδόν.
-Το λοιπόν, συνεχίζω:
«Οι μη έχουσες τοιούτο λαμπιόνι συνοδευόμενο από το εν λόγω έγγραφο, δεν θα εισέρχονται ουδόλως στον χώρο. Τελεία και παύλα. Όλες σύμφωνες μέχρι κεραίας».
Ε βρε πανηγύρι που έγινε. Σίγουρες πια για το κατόρθωμα τους και την μελλοντική πανηγυρική, αυτή τη φορά, είσοδό τους στον νυμφώνα, το ρίξανε στον χορό. Αχ… και αυτές οι φρόνιμες… και χτύπαγαν την δεξιά γροθιά τους στην αριστερή παλάμη με θόρυβο. -Τώρα θα δουν… Μη έχοντας το χαρτάκι του ηλεκτρολόγου, θα ξεπαγιάσουν απ’ έξω. Άστες να δουν την «γλύκα». Και άλλα τέτοια λέγαν και σκέφτονταν οι μωρές.
Η νύχτα σιγά-σιγά έπεσε. Οι 5 μωρές παρθένες στολιστήκαν, φτιασιδωθήκαν και βγήκαν στο καλντερίμι. Για που; Πού αλλού; Ίσια για το σπίτι του γαμπρού. Το είχαν κανονίσει με τον θυρωρό. Είχε κοινοποιηθεί η γραφή. Είχε πάρει και αυτός… το πουγκάκι του. Είσοδος με χαρτί. Όλα καλά.
Κοντοζυγώνοντας, παρατήρησαν ότι ο δρόμος ήταν έρημος. Οι πέντε φρόνιμες πουθενά. Λες και τις είχε καταπιεί η γης. Το νυχτερινό αεράκι σαν να έφερνε από κάπου πιο μακριά αυτή τη φορά το γλυκόλαλο «Ιδού ο νυμφίος έρχεται…». Βιάσαν το βήμα τους οι μωρές παρθένες. Δεύτερη φορά δεν θα το χάνανε. Φτάσαν στην θύρα. Κίνηση καμμιά. Πούθε ερχόταν η φωνή; Αναρωτιόνταν και κοιτούσαν ολόγυρα. – Εδώ θα έπρεπε να γίνει ο γάμος.
Ο θυρωρός καθόταν απ΄ έξω. Το κεφάλι το είχε σκυφτό. Το πηγούνι είχε κολλήσει στο στέρνο και ανεβοκατέβαιναν και τα δύο ρυθμικά. Οι πόρτες μισάνοιχτες. Απόλυτη ησυχία.
– Ε! ξύπνα, ξύπνα υπναρά, φωνάξαν στον θυρωρό ταρακουνώντας τον συνάμα από τον γέρικο ώμο, που παραλίγο να βγει από την θέση του. Εκείνος σήκωσε το κεφάλι του αργά. – Κοίτα, κοίτα έχουμε το χαρτί, μπορούμε να μπούμε. Και με μιας όλες ανέμισαν το χαρτί τους, η κάθε μια στον αέρα, ενώ οι αναμμένες λαμπάδες τους σείονταν πέρα δώθε άτακτα. Λες και εξέπεμπαν άθελά τους σήμα sos. – «Μπορούμε να μπούμε. – Μπορούμε να μπούμε, έτσι δεν είναι;» Ο θυρωρός τις κοίταξε μια – μια αργά. Σήκωσε αδιάφορα τους ώμους του.
– Και δεν μπαίνετε, τους λέει. Μα, αν ψάχνετε τον γαμπρό, δεν θα τον βρείτε εδώ. Αυτός είναι πάντα ο ίδιος. Τι κι αν περάσαν τόσα χρόνια. Δεν το φαντάστηκα και εγώ. Βλέπετε… τελικά… έλαιον θέλει, όσοι αιώνες και αν πέρασαν. Το έχει πει.
Και πάλι δεν είδαν τον νυμφίο. Αχ!!! Και ήταν τόσο ωραίος ο νυμφίος.
Καλό ξημέρωμα
Ε βρε πανηγύρι που έγινε. Σίγουρες πια για το κατόρθωμα τους και την μελλοντική πανηγυρική, αυτή τη φορά, είσοδό τους στον νυμφώνα, το ρίξανε στον χορό. Αχ… και αυτές οι φρόνιμες… και χτύπαγαν την δεξιά γροθιά τους στην αριστερή παλάμη με θόρυβο. -Τώρα θα δουν… Μη έχοντας το χαρτάκι του ηλεκτρολόγου, θα ξεπαγιάσουν απ’ έξω. Άστες να δουν την «γλύκα». Και άλλα τέτοια λέγαν και σκέφτονταν οι μωρές.
Η νύχτα σιγά-σιγά έπεσε. Οι 5 μωρές παρθένες στολιστήκαν, φτιασιδωθήκαν και βγήκαν στο καλντερίμι. Για που; Πού αλλού; Ίσια για το σπίτι του γαμπρού. Το είχαν κανονίσει με τον θυρωρό. Είχε κοινοποιηθεί η γραφή. Είχε πάρει και αυτός… το πουγκάκι του. Είσοδος με χαρτί. Όλα καλά.
Κοντοζυγώνοντας, παρατήρησαν ότι ο δρόμος ήταν έρημος. Οι πέντε φρόνιμες πουθενά. Λες και τις είχε καταπιεί η γης. Το νυχτερινό αεράκι σαν να έφερνε από κάπου πιο μακριά αυτή τη φορά το γλυκόλαλο «Ιδού ο νυμφίος έρχεται…». Βιάσαν το βήμα τους οι μωρές παρθένες. Δεύτερη φορά δεν θα το χάνανε. Φτάσαν στην θύρα. Κίνηση καμμιά. Πούθε ερχόταν η φωνή; Αναρωτιόνταν και κοιτούσαν ολόγυρα. – Εδώ θα έπρεπε να γίνει ο γάμος.
Ο θυρωρός καθόταν απ΄ έξω. Το κεφάλι το είχε σκυφτό. Το πηγούνι είχε κολλήσει στο στέρνο και ανεβοκατέβαιναν και τα δύο ρυθμικά. Οι πόρτες μισάνοιχτες. Απόλυτη ησυχία.
– Ε! ξύπνα, ξύπνα υπναρά, φωνάξαν στον θυρωρό ταρακουνώντας τον συνάμα από τον γέρικο ώμο, που παραλίγο να βγει από την θέση του. Εκείνος σήκωσε το κεφάλι του αργά. – Κοίτα, κοίτα έχουμε το χαρτί, μπορούμε να μπούμε. Και με μιας όλες ανέμισαν το χαρτί τους, η κάθε μια στον αέρα, ενώ οι αναμμένες λαμπάδες τους σείονταν πέρα δώθε άτακτα. Λες και εξέπεμπαν άθελά τους σήμα sos. – «Μπορούμε να μπούμε. – Μπορούμε να μπούμε, έτσι δεν είναι;» Ο θυρωρός τις κοίταξε μια – μια αργά. Σήκωσε αδιάφορα τους ώμους του.
– Και δεν μπαίνετε, τους λέει. Μα, αν ψάχνετε τον γαμπρό, δεν θα τον βρείτε εδώ. Αυτός είναι πάντα ο ίδιος. Τι κι αν περάσαν τόσα χρόνια. Δεν το φαντάστηκα και εγώ. Βλέπετε… τελικά… έλαιον θέλει, όσοι αιώνες και αν πέρασαν. Το έχει πει.
Και πάλι δεν είδαν τον νυμφίο. Αχ!!! Και ήταν τόσο ωραίος ο νυμφίος.
Καλό ξημέρωμα
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου