Κώστας Γανωτής-Φιλόλογος
Προβάλλουν την αρχαιολατρία τους ως Ελληνικότητα, γιατί συνήθως τους ειδωλολάτρες οι Βυζαντινοί τους αποκαλούσαν Έλληνες. Βέβαια οι περισσότεροι κάτοικοι της Βυζαντινής αυτοκρατορίας ήταν Έλληνες και όλοι ελλήνιζαν στη γλώσσα και στην παιδεία, αλλά ο Ιουλιανός ο Παραβάτης ονόμασε για πρώτη φορά τους ειδωλολάτρες Έλληνες, για να εκμεταλλευθεί το εθνικό αίσθημα υπέρ της θρησκείας των ειδώλων.
Πάντως τις αντικειμενικότερες συστάσεις για την επάρκεια της ειδωλολατρίας να ικανοποιήσει τη θρησκευτική ανάγκη των ανθρώπων μόνον οι ίδιοι οι αρχαίοι μας πρόγονοι μπορούν να μας τις δώσουν.
Οι αρχαιολάτρες ελκύονται από την ηθική ασυδοσία των θεών της αρχαιότητας και τη γύμνια των αγαλμάτων και των άλλων παραστάσεων και φαντάζονται ότι νομιμοποιείται κατά κάποιον τρόπον η ακολασία με την αρχαία θρησκεία. Ξέρομε όμως καλά ότι όλη αυτή η σαρκική ελευθεριότητα, η θρησκειοποίηση της ηδονής, δεν οδηγούσε σε μια σταθερή ευτυχία τους αρχαίους ειδωλολάτρες. Αυτό συμπεραίνει κανείς από τη Μυθολογία και από την αρχαία τραγωδία, όπου οι έρωτες (που δεν υπερβαίνουν αυτό που εμείς ονομάζομε σεξουαλισμό) οδηγούσαν πάντα στο έγκλημα και στο θάνατο. Και την ομοφυλοφιλία, που θέλουν οι αρχαιολάτρες μας να την παρουσιάσουν ως νομιμοποιημένο και ηθικά ανεκτό θεσμό, η αρχαία Ελληνική Μυθολογία την περιλαμβάνει ανάμεσα στα ειδεχθή ανόσια έργα για ανθρώπους. Όλη η φρικτή υπόθεση τού Οιδίποδα ξεκίνησε από (και εξαιτίας) της τέτοιας διαστροφής τού Λαΐου. Και το θύμα του ο Χρύσσιπος αναφέρεται ότι αυτοκτόνησε από ντροπή.
Βέβαια όλη αυτή η κριτική των αρχαίων για την ανθρώπινη ηθική δεν ισχύει καθόλου για τους θεούς. Οι θεοί των ειδωλολάτρων προγόνων μας και των ακατανοήτων όψιμων οπαδών τους έδειχναν στις περιγραφές της Μυθολογίας συμπεριφορά και αισχρότατη και απάνθρωπη. Αυτό το διαπιστώνει κανείς αμέσως με μια φυλλομέτρηση της Μυθολογίας.
Γι’ αυτό από τα πολύ παλιά χρόνια, όταν ο φόβος των θεών κυριαρχούσε στις ψυχές των ανθρώπων, έχομε κείμενα όπως οι Ομηρικοί ύμνοι, όπου εκφράζεται το πικρό παράπονο των ανθρώπων για τους θεούς τους και η αγανάκτηση για τη μοίρα τους.
Ύμνους εις Απόλλωνα, στίχοι 190-193, «υμνεύσι (οι Μούσες) ρα θεών δώρ’ άμβροτα ήδ’ ανθρώπων τλημοσύνας, όσ’ έχοντες ύπ’ αθανάτοισι θεοίσι ζώουσ’ αφραδέες και αμήχανοι, ουδέ δύνανται ευρέμεναι θανάτοιο τ’ άκος και γήραος άλκαρ...» (υμνούν ... των θεών τ’ αθάνατα δώρα και των ανθρώπων τα βάσανα, όσα έχοντας κάτω άπ’ την εξουσία των ανθρώπων ζουν ανίκανοι να σκεφτούν και να πράξουν κι ούτε μπορούν να βρουν γιατρειά του θανάτου κι αποτροπή των γηρατειών).
Σ’ όλη την επική και τραγική ποίηση καταγγέλλεται η κάστα των θεών και η ουσιαστική περιφρόνηση της μοίρας των ανθρώπων.
Στον Όμηρο εξιστορείται ο θάνατος τού Πατρόκλου, που τον έκλαιγαν με δάκρυα θερμά τα άλογα τού Αχιλλέα τ’ αθάνατα, ο Δίας όμως όχι μόνο δεν ελυπήθηκε το παλληκάρι, αλλά μετάνοιωσε με αγανάκτηση, γιατί είχαν χαρίσει σ’ ένα θνητό τέτοια αθάνατα άλογα και τ’ ανάγκασαν να συμμεριστούν την άθλια μοίρα των ανθρώπων. Αυτό είναι σαφέστατη θεολογική καταγγελία στην Ιλιάδα. Τέτοιες είναι και όλες σχεδόν οι αναφορές τού Ομήρου στους θεούς της Ιλιάδας.
Και στην Οδύσσεια έχομε τέτοιες αναφορές και μάλιστα έχομε στο Λ της Οδύσσειας μια ανατριχιαστική αναφορά στον Άδη, που είναι ζοφερός για όλους τους ανθρώπους, δικαίους και αδίκους· εκεί οι άνθρωποι καταδικάζονται άσπλαγχνα, μόνο γιατί γεννήθηκαν άνθρωποι.
Και στην Οδύσσεια έχομε τέτοιες αναφορές και μάλιστα έχομε στο Λ της Οδύσσειας μια ανατριχιαστική αναφορά στον Άδη, που είναι ζοφερός για όλους τους ανθρώπους, δικαίους και αδίκους· εκεί οι άνθρωποι καταδικάζονται άσπλαγχνα, μόνο γιατί γεννήθηκαν άνθρωποι.
Οι μεγάλοι τραγικοί μας μιλούν διαρκώς για την ανεπάρκεια της ειδωλολατρικής θεολογίας. Ο Αισχύλος καταγγέλλει την απανθρωπιά των θεών και προφητεύει την πτώση του Δία. Μαζί με την πτώση τού Δία προφητεύει και τη δική του λύτρωση από το μαρτύριό του, που το υπέστη «δια λίαν φιλότητα βροτών» (λόγω της υπερβολικής αγάπης προς τους ανθρώπους). Χρονικά το τέλος της εξουσίας τού Δία τοποθετείται από τον Αισχύλο δεκατρείς γενιές μετά, δηλαδή ακριβώς στη γενιά και στην εποχή που γεννήθηκε ο Χριστός.
Είναι χαρακτηριστικό το ότι στον ποιητή Αισχύλο, που βρίσκομε την πιο απορριπτική θέση κατά της ειδωλολατρικής θρησκείας, σ’ αυτόν πάλι βρίσκομε σαφείς προφητικές προειδοποιήσεις για κάποια μελλοντική σωτηρία του ανθρωπίνου γένους. Ελπίδα να παύσουν τα βάσανα τού Προμηθέα υπάρχει μόνον αν κάποιος θεός βρεθεί και θελήσει να γίνει διάδοχος των πόνων του και να περιπατήσει για χάρη του στον «αναύγητον» Άδη... Σημασία έχει ότι όλες οι αναφορές σε κάποια ελπίδα σωτηρίας βρίσκονται έξω από τα όρια της ειδωλολατρίας.
Παρακολουθούμε τα ίχνη της απελπισίας των αρχαίων από τη θρησκεία τους μέσα στο έργο των τραγικών ποιητών, γιατί αυτοί αντλούν τα σενάριά τους από τη Μυθολογία και γι’ αυτό εκφράζουν το λαϊκό φρόνημα.
Ο πολύ προβληματισμένος στο θέμα της θρησκείας Ευριπίδης σχεδόν σ’ όλα τα έργα του εκφράζει τον αποτροπιασμό του ή τουλάχιστον την αποκαρδίωσή του για το ήθος των θεών τους.
Στο δράμα ''Ιππόλυτος'' λ.χ. καταγγέλλει την κεφαλαιώδη κακία της Αφροδίτης, που για να πραγματοποιήσει τα σχέδιά της κατά τού Ιππόλυτου εξοντώνει επαίσχυντα τη Φαίδρα, μολονότι αναγνωρίζει ότι είναι ευκλεής (τιμημένη). Και ο διχασμός των θεών διχάζει και τους ανθρώπους. Έτσι ο Ιππόλυτος τιμά την αγνότητα, αλλά μισεί το γάμο και τις γυναίκες όλες γενικά!
Στο δράμα ''Ελένη'' εκφράζει με αγανάκτηση την απορία του για την ωραία Ελένη πως, αφού είναι θεά, αποδείχθηκε σ’ όλο τον Ελληνικό κόσμο «προδότις, άδικη, άπιστη, άθεη».
Ο ποιητής δηλώνει ότι, ενώ δεν κλονίζεται η πίστη του στην ύπαρξη των θεών, δεν μπορεί να πει το ίδιο και για το ήθος τους.
Το ίδιο εκφράζει και στο δράμα ''Βάκχες'', που είναι το τελευταίο του, και στις τελευταίες γραμμές τού έργου, που είναι και τα τελευταία λόγια της ζωής τού ποιητή, παρατηρεί ότι «θάπρεπε οι θεοί να μη μοιάζουν στις κακίες με τους ανθρώπους».
Το ίδιο εκφράζει και στο δράμα ''Βάκχες'', που είναι το τελευταίο του, και στις τελευταίες γραμμές τού έργου, που είναι και τα τελευταία λόγια της ζωής τού ποιητή, παρατηρεί ότι «θάπρεπε οι θεοί να μη μοιάζουν στις κακίες με τους ανθρώπους».
Το καταπληκτικότερο πάντως σ’ όλη την αρχαία Ελληνική γραμματεία είναι οι σαφείς Μεσσιανικές αναφορές τού Σόλωνα, που περιγράφει τον αναμενόμενο σωτήρα των ανθρώπων σαν Ησαΐας της Ελλάδος, όπως και ο Πλάτων, που δηλώνει στο διάλογό του Αλκιβιάδης Β' ότι περιμένει να έρθει Εκείνος, που θα μας βγάλει την αχλύν από τα μάτια μας, για να βλέπομε σωστά και να ξέρομε πια ποιόν Θεόν πρέπει να λατρεύομε και με ποιού είδους θυσίες.
Και οι μάντισσες Σίβυλλες μίλησαν με εκπληκτική προφητική σαφήνεια για τον αναμενόμενο Μεσσία. Και όλα αυτά εξέφραζαν το εθνικό λαϊκό φρόνημα, όπως φάνηκε και από το βωμό στον άγνωστο θεό, που εντυπωσίασε και τον Απόστολο Παύλο, όταν κήρυξε στην Αθήνα.
Απ’ όλα αυτά, που ενδεικτικά αναφέραμε, βεβαιώνεται ότι ο Ελληνικός λαός από πολύ παλιά είχε δηλώσει την απαξίωσή του για την ειδωλολατρική θρησκεία του και γι’ αυτό, όταν κατηχήθηκε στο Χριστιανισμό, υπέγραφε με πίστη και μαρτυρικό ενθουσιασμό τη ληξιαρχική πράξη θανάτου της ειδωλολατρίας.
Από τότε το έθνος μας εγκολπώθηκε το Χριστιανισμό και δεν θεωρεί τίποτε Ελληνικό, αν δεν είναι Χριστιανικό. Έδωσε μάχες για τη στήριξη της Ορθοδοξίας και μάρτυρες πολλούς για τη βεβαίωση της Χριστιανικής πίστης.
Γι’ αυτό οι όψιμοι νεοειδωλολάτρες είναι εκτός ιστορικής πραγματικότητας, επιδιώκουν νεκρανάσταση μιας ουτοπίας και ο λαός τους ταυτίζει με τους σατανιστές και δεν έχει άδικο.
Η Εκκλησία μας, που καταδικάζει κάθε ουτοπία, προσεύχεται για τη σωτηρία όλων των ανθρώπων, φίλων και εχθρών της, γιατί ο άνθρωπος είναι η υπαρκτή βεβαίωση της αγάπης τού Θεού. Ο Θεός ας τους ελεήσει, λοιπόν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου