Ο Αχιλλέας Σύρμος ήταν ένα από τα χιλιάδες παιδιά, που αξιώθηκε να τον μεγαλώσει και να τον σπουδάσει η Αγάπη και το Έργο του Μακαριστού Παπα-Θανάση.
Πότε τον γνωρίσαμε για πρώτη φορά;
Πότε και πόσες φορές ευεργετηθήκαμε από την επενέργεια της Χάριτος της οποίας υπήρξε χρυσόχροο δοχείο;
Ποιές εικόνες και ποιά περιστατικά μαζί του μας σημαδεύουν;
Πόσες φορές με το βλέμμα του έκλεισε μέσα μας τη γαλήνη σαν κρυφό φιλοδώρημα κάτω απ’ το χέρι;
Πότε συνειδητοποιήσαμε ότι η πορεία της ζωής μας βρίσκεται στην ευθύνη ενός φωτεινού πνευματικού κι ενός χαριτώνυμου Γέροντα;
Τι είναι λοιπόν ένας Γέροντας; Αυτό το ερώτημα απασχολεί τον αφηγητή των Αδερφών Καραμαζόφ του Ντοστογιέφσκι στην αρχή του περιλάλητου μυθιστορήματος. Γέροντας, θα μας πει ο Ντοστογιέφσκι, είναι αυτός που παίρνει την ψυχή και την βούλησή μας μέσα στη δική του ψυχή και τη δική του βούληση. Μόνον εκείνος που έχει γνωρίσει έναν αληθινό Γέροντα μπορεί κάποτε να κατακτήσει την απόλυτη ελευθερία, την ελευθερία ν’ αποφύγει τη μοίρα εκείνων που έζησαν όλη τους τη ζωή και δεν βρήκαν τον εαυτό τους μέσα τους.
Ο πατήρ Αθανάσιος, ένα φτωχόπαιδο από τα βουνά της Βωβούσας, ένας άνθρωπος του ηπειρωτικού λαού, αξιώθηκε από τον Θεό να συνεχίσει με τη ζωή και το έργο του αυτή την μακρά παράδοση των γεροντάδων της Ορθοδοξίας που προσελκύουν τους απλούς ανθρώπους αλλά και τους διακεκριμένους ταγούς για να εξομολογήσουν τις αμφιβολίες και τις αμαρτίες τους, να θεραπεύσουν τις ψυχικές και υπαρξιακές τους προκλήσεις και να παρηγορήσουν τα συναισθηματικά τους αδιέξοδα όταν το πένθος, η απώλεια και ο ανθρώπινος πόνος παραμένουν για τον κόσμο της επιστήμης και της κοινωνίας ανίατες πληγές.
Ο Γέροντάς μας με την παρορμητική του γενναιοδωρία και το αγιομίμητο παράδειγμα είναι αυτός που χάριτι Θεού μετέτρεπε την επίγεια καθημερινή φθορά σε ουράνια αφθαρσία.
Αλλά περισσότερο απ’ όλα ίσως είναι τα βλέμματα όλων εκείνων των απελπισμένων που βρήκαν στο πρόσωπό του τη μοναδική τους παρηγοριά. Άνθρωποι που περίμεναν με αγωνία να τον συναντήσουν εδώ στο μοναστήρι ή εμφανίζονταν ξαφνικά, λες και από το πουθενά, έξω από κάποιο σουπερμάρκετ, σε κάποιο φούρνο ή κάποιο ψαράδικο, μέσα στους δρόμους της πόλης ή σε κάποιο άγνωστο στενοσόκακο της επαρχίας. Άνθρωποι που γνώριζαν απ’ έξω τα περάσματά του και τις περισσότερες φορές δέχονταν την γενναιόδωρη βοήθειά του, πνευματική αλλά και υλική, χωρίς τίποτα να ζητήσουν, τίποτα να του πουν. Εκείνος πάντα γνώριζε την ανάγκη του καθένα.
Είχα την ευλογία να συνοδεύσω πολλές φορές τον Γέροντα σε αυτά τα σχεδόν μυστικά δρομολόγια της αγάπης σε όλη την επικράτεια της Ηπείρου, από το Καλπάκι και τη Θεσπρωτία, μέχρι τα χωριά στη Λάκκα Σούλι, την Άρτα, την Πρέβεζα και τη Λευκάδα.
Ο πατήρ Αθανάσιος προμήθευε με τρόφιμα του μήνα και κάθε άλλο αναγκαίο αγαθό ολόκληρες οικογένειες απομονωμένες κοινωνικά και γεωγραφικά, είτε πλήρωνε τους λογαριασμούς τους, είτε μεριμνούσε για τους αρρώστους τους. Τον πόνο και την εξαθλίωση που τα φώτα της πόλης έκρυβαν και το κράτος ή η κοινωνία αγνοούσαν εκείνος τ’ αναζητούσε σαν πολύτιμο θησαυρό.
Όπως δεν μπορεί να ξεχάσει κανείς τ’ ανακουφισμένα και αλλοιωμένα πρόσωπα εκείνων που έβγαιναν από το εξομολογητήρι του.
Θυμάμαι ένα περιστατικό από τα τελευταία χρόνια που ο πάτερ μπορούσε ακόμη να εξομολογεί καθήμενος καρτερικά και αγόγγυστα στο αναπηρικό του καροτσάκι. Ένας άγνωστος σ’ εμένα κύριος, αφού είχε εξομολογηθεί, μου ζήτησε να τον κατεβάσω με το αυτοκίνητο μέχρι την πόλη. Κάποια στιγμή, στη διάρκεια της διαδρομής, ξέσπασε σε αναφιλητά. Από διάκριση δεν τον ρώτησα τίποτα. Μου είπε όμως μετά από λίγο ο ίδιος: «Με συγχωρείς. Αλλά ο παπα-Θανάσης, μόλις τώρα, μου έσωσε τη ζωή».
Όλοι γνωρίζουν ότι στο κέντρο της ζωής του πατρός Αθανασίου ήταν η εντολή της αγάπης του Χριστού, και αυτή η εντολή εκπληρώθηκε από τον ίδιο με την καθημερινή και απροϋπόθετη αφοσίωση στα παιδιά. Παιδιά ανυπεράσπιστα, παιδιά ορφανά, παιδιά που βρεθήκαμε στην πιο μεγάλη ανάγκη φιλοξενηθήκαμε στα οικοτροφεία του και εκπαιδευτήκαμε στα σχολεία του. Οικοτροφεία και σχολεία που μαζί με τις αφοσιωμένες του συνεργάτιδες τα έχτισαν με τα ίδια τους τα χέρια. Και ο καθένας μπορεί να δει στα πρόσωπα των αγαπημένων του συνεργατών και συνοδοιπόρων, που συνεχίζουν τώρα το έργο του, να σελαγίζει το δικό του βλέμμα.
Φίλοι μου, ας έχουμε όλοι στο νου και την ψυχή μας πως η μεγαλύτερη ευεργεσία που δεχτήκαμε από τον Γέροντα είναι ότι ενέσπειρε βαθιά μέσα μας, με το ζωντανό του παράδειγμα και τον θεόπνευστο λόγο του, τον ζωήδωρο σπόρο της πίστης στην Ανάσταση των νεκρών. Ας είναι η μνήμη του ισόβια μέσα στις καρδιές μας και αιώνια στη Βασιλεία των ουρανών.''
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου