Ήταν μάλιστα κλινήρης και τον είχαμε εμείς εδώ στο Μοναστήρι μας [στην Ιερά Μονή Πιθαρίου της Μυτιλήνης].
Παρέμενε ακίνητος. Τον είχαμε βάλει σ’ ένα κελλάκι με δυο κρεβάτια, στο ένα κοιμόταν ο παπα-Φώτης και στο άλλο εγώ. Ήταν αδύνατο να μείνει μόνος του, έπρεπε ένας άνθρωπος να τον υπηρετεί νύχτα και ημέρα.
Υπέφερε από φοβερές αϋπνίες. Είχε τρομερούς πόνους. Έλεγε χίλια δυο ασυνάρτητα.
Άλλοτε ρωτούσε πότε έρχεται το καράβι κι άλλοτε, νομίζοντας πως είναι στο Νοσοκομείο, ζητούσε την «κυρα-Νοσοκόμα»! Του είχαμε βάλει κιγκλίδωμα γύρω από το κρεβάτι του, για να μην μπορεί να σηκωθεί.
Θυμάμαι, ήταν Μεγάλη Πέμπτη· δε χτυπήσαμε το βράδυ καμπάνα, γιατί αν την άκουγε, θα επέμενε να τον μεταφέρουμε στο Ναό, πράγμα αδύνατο λόγω και της μεγάλης Ακολουθίας.
Όταν τελειώσαμε την Ακολουθία και πήγα στο κελί, με ρώτησε τι μέρα είναι σήμερα. Του απάντησα Πέμπτη, χωρίς να του θυμίσω τίποτε άλλο. Καθώς πέσαμε να κοιμηθούμε, εκείνος άρχισε μέσα στη νύχτα να κάνει τρισάγια και να μνημονεύει τους γονείς του και ένα σωρό νεκρούς.
Τον ρώτησα γιατί και μου απάντησε:
– Μεγάλη Πέμπτη δεν είναι σήμερα; Τρισάγια δεν κάνουν;
Εγώ θαύμασα!
Μετά, τι μου είπε για να διασκεδάσει την έκπληξή μου και να θολώσει τα… νερά;
– Τρισάγια κάνουν σήμερα. Κάτσε να κάνω ένα και για σένα, κι ας είσαι ζωντανός. Άμα πεθάνεις, δε θα το ακούσεις· γι’ αυτό άκουσέ το τώρα.
Και πράγματι, έκανε το Τρισάγιο μου!
Καθώς έφτασε στο σημείο που έπρεπε να μνημονεύσει το όνομά μου, με ρώτησε:
– Πώς σε λένε;
– Θεοφάνη, του απάντησα.
– Όχι, το Θεοφάνης είναι ζωντανό όνομα, το άλλο θα σου κάνω, το κοσμικό που πέθανε.
Ήταν κάπου ξημερώματα, όταν τον παρεκάλεσα να ησυχάσει για να κοιμηθούμε· εκείνος επίμονα όμως ζητούσε να τον σηκώσω, για να πάει στην τουαλέτα. Εγώ προσποιόμουν πως κοιμόμουν.
Τότε ο Γέροντας άρχισε να λέει τους Χαιρετισμούς της Θεοτόκου και μετά τους Χαιρετισμούς τον ακούω να λέει γεμάτος δάκρυα πολλές φορές μέσα στο σκοτάδι: «Ευχαριστώ. Ευχαριστώ»!
Μετά από λίγο, καθώς με είχε θολώσει για μικρό διάστημα ο ύπνος, άναψα το φως και τι να δω; Το κιγκλίδωμα γύρω από το κρεβάτι του είχε φύγει κι ο Γέροντας καθόταν καθιστάς στο κρεβάτι του!
Κάποιος τον είχε υπηρετήσει!Ποιος άλλος, αλήθεια, από την Παναγία;
Το πρωί, όταν τον ρώτησα, απότομα μου απάντησε:
– Ποιος με βοήθησε το βράδυ, να μη σε νοιάζει.
Με την αύριο, τη Μεγάλη Παρασκευή, έφυγε στο χωριό του, στα Πάμφιλα.
Μετά από πολύ καιρό, θέλοντας να μάθω τι είχε συμβεί εκείνο το βράδυ, τον ρώτησα με πλάγιο τρόπο:
– Γέροντα, η Παναγία ή οι Άγιοι εμφανίζονται στους ανθρώπους;
– Βέβαια και εμφανίζονται, μου απάντησε.
Πήρα θάρρος και τον ξαναρώτησα:
– Πώς εμφανίζονται; Πώς είναι η Παναγία;
– Τι ξέρω εγώ. Άγιος είμαι για να ξέρω; μου είπε απότομα.
Μετά από λίγη ώρα τον ακούω με έκπληξη να μου περιγράφει το πόσο όμορφη είναι η Παναγία!
Μου είπε:
– Δεν υπάρχει ομορφότερη γυναίκα. Έχει ένα γλυκό πρόσωπο! Φοράει ένα βυσσινί φόρεμα κι έχει τα μαλλιά Της κάτω. Κοιτάζοντάς Την σε πιάνει κατάνυξη, τόση που δεν μπορείς κι ούτε τολμάς να δεις το πρόσωπό Της από την ομορφιά και τη λάμψη
Πήρα θάρρος κι εγώ και τον ρώτησα να μάθω γιατί τη Μεγάλη Πέμπτη έκλαιγε.
Αμέσως, με το δικό του χαρακτηριστικό τρόπο, έκλεισε τη συζήτηση λέγοντας μου:
– Να μη σε νοιάζει.
[Μαρτυρία Ιερομονάχου, π. Θεοφάνη Κάσσου]
Απόσπασμα από το βιβλίο του π. Αθανασίου Γιουσμά, «Παπά-Φώτης ο ‘διά Χριστόν Σαλός’, (1912-2010)», Μυτιλήνη 2010.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου