...Η υπακοή του, ως μοναχός, είναι υποδειγματική.
Ένα παράδειγμα που υπάρχει μέσα στην καρδιά μου θα σας αναφέρω.
Δεν έκανε τίποτα χωρίς ευλογία από το Γέροντά του και κυρίως από τον Γέροντά του, τον π. Νικόδημο, που ήταν πιο πολλά χρόνια υποτακτικός σ’ αυτόν.
Ο π. Νικόδημος ήταν Αρχιερατικός στην περιφέρεια της Λίμνης και έμενε στη Λίμνη και αναγκαζόταν έτσι ο π. Ιάκωβος, πολλές φορές, να πηγαίνει με τα πόδια μέχρι τη Λίμνη , για να πάρει την ευλογία του Γέροντά του.
Αλλά είναι ένα περιστατικό που έχει γραφεί, δεν το λέω για πρώτη φορά, αλλά που κάνει εντύπωση.
Του είχε πει ο Γέροντας του να στείλει ένα παιδί που είχαν εκεί στο μοναστήρι για να του δίνουν ένα κομμάτι ψωμί, δεν εργαζόταν με μισθό, γιατί ήταν και πάμφτωχο το μοναστήρι εκείνα τα χρόνια. Του είπε λοιπόν, με ιδιόχειρο σημείωμά του ο Hγούμενος, να στείλει αυτό το παλληκάρι μέχρι τη Λίμνη για να του δώσει ένα δοχείο λάδι.
Πράγματι ο π. Ιάκωβος πήγε στην εικόνα του Οσίου Δαυίδ, όπως πάντοτε έκανε, και συνομιλούσε με τον Άγιο σαν να επρόκειτο περί ενός ζωντανού ανθρώπου, σαν να ήταν ο πατέρας του, αδερφός του, ο φίλος του και του λέγει " ο Γέροντας, ο Ηγούμενος είπε να στείλω το παλληκάρι αυτό στη Λίμνη", και έδειξε το χαρτί στον Όσιο Δαυίδ.
Πράγματι το παλληκάρι πήγε .Στο δρόμο συνάντησε τον Ηγούμενο, ο οποίος τον ρώτησε :
-Πού πας;
-Με έστειλε ο π. Ιάκωβος να πάρω το λάδι.
-Καλά ο π. Ιάκωβος κάνει ό,τι θέλει, γιατί δεν πήρε ευλογία; Έλα μαζί μου.
Πάνε στο μοναστήρι, φουριόζος ο Ηγούμενος λέει:
-Καλά ότι θέλεις κάνεις εσύ στο μοναστήρι;
-Γιατί Γέροντα;
-Χωρίς να σου πω έστειλες το παιδί;
-Μα Γέροντα, εσείς μου είπατε, μου δώσατε και ιδιόχειρη, ιδιόγραφη εντολή κι εγώ πήγα και την έδειξα στον Όσιο Δαυίδ και μετά τον έστειλα.
-Για φέρε μου αυτή την εντολή.
Τρέχει ο π. Ιάκωβος στο κελί του, βρίσκει την ιδιόχειρη αυτή εντολή του Ηγουμένου, αλλά τρέχοντας ο Ηγούμενος να τον δει τί κάνει, να τον προλάβει, τον βλέπει να καίει κάτι, ένα χαρτί.
- Τι κάνεις εδώ Ιάκωβε; λέει.
- Να κάτι παλιόχαρτα ήταν Γέροντα και τα έκαψα, απάντησε.
Έκαψε αυτή την ιδιόχειρη εντολή που θα τον δικαίωνε.
Αν ήταν κάποιος άλλος, έλεγε, θα του την κοπάναγε στο πρόσωπο και θα’ λεγε "να, Γέροντα εσύ που με επιτιμάς".
Αλλά ούτε δικαιώματα, ούτε τίποτε.
Όμως, σε λίγα λεπτά, που ο Θεός πάντοτε δικαιώνει, φώτισε τον Ηγούμενο, τον χτύπησε στην πλάτη και του είπε :
«ΧΑΙΡΟΙΣ ΑΣΚΗΤΑ ΙΑΚΩΒΕ!»
Σκέφτηκε ο π. Ιάκωβος πριν κάψει το χαρτί ότι ο Ηγούμενος μπορεί να με δοκιμάζει αυτή την ώρα , γιατί εγώ να τον πικράνω, ή έχει ζάχαρο και μπορεί λόγω του ζαχάρου να το λησμόνησε κι έτσι εγώ δεν θέλησα να πικράνω τον Ηγούμενο...
Ένα παράδειγμα που υπάρχει μέσα στην καρδιά μου θα σας αναφέρω.
Δεν έκανε τίποτα χωρίς ευλογία από το Γέροντά του και κυρίως από τον Γέροντά του, τον π. Νικόδημο, που ήταν πιο πολλά χρόνια υποτακτικός σ’ αυτόν.
Ο π. Νικόδημος ήταν Αρχιερατικός στην περιφέρεια της Λίμνης και έμενε στη Λίμνη και αναγκαζόταν έτσι ο π. Ιάκωβος, πολλές φορές, να πηγαίνει με τα πόδια μέχρι τη Λίμνη , για να πάρει την ευλογία του Γέροντά του.
Αλλά είναι ένα περιστατικό που έχει γραφεί, δεν το λέω για πρώτη φορά, αλλά που κάνει εντύπωση.
Του είχε πει ο Γέροντας του να στείλει ένα παιδί που είχαν εκεί στο μοναστήρι για να του δίνουν ένα κομμάτι ψωμί, δεν εργαζόταν με μισθό, γιατί ήταν και πάμφτωχο το μοναστήρι εκείνα τα χρόνια. Του είπε λοιπόν, με ιδιόχειρο σημείωμά του ο Hγούμενος, να στείλει αυτό το παλληκάρι μέχρι τη Λίμνη για να του δώσει ένα δοχείο λάδι.
Πράγματι ο π. Ιάκωβος πήγε στην εικόνα του Οσίου Δαυίδ, όπως πάντοτε έκανε, και συνομιλούσε με τον Άγιο σαν να επρόκειτο περί ενός ζωντανού ανθρώπου, σαν να ήταν ο πατέρας του, αδερφός του, ο φίλος του και του λέγει " ο Γέροντας, ο Ηγούμενος είπε να στείλω το παλληκάρι αυτό στη Λίμνη", και έδειξε το χαρτί στον Όσιο Δαυίδ.
Πράγματι το παλληκάρι πήγε .Στο δρόμο συνάντησε τον Ηγούμενο, ο οποίος τον ρώτησε :
-Πού πας;
-Με έστειλε ο π. Ιάκωβος να πάρω το λάδι.
-Καλά ο π. Ιάκωβος κάνει ό,τι θέλει, γιατί δεν πήρε ευλογία; Έλα μαζί μου.
Πάνε στο μοναστήρι, φουριόζος ο Ηγούμενος λέει:
-Καλά ότι θέλεις κάνεις εσύ στο μοναστήρι;
-Γιατί Γέροντα;
-Χωρίς να σου πω έστειλες το παιδί;
-Μα Γέροντα, εσείς μου είπατε, μου δώσατε και ιδιόχειρη, ιδιόγραφη εντολή κι εγώ πήγα και την έδειξα στον Όσιο Δαυίδ και μετά τον έστειλα.
-Για φέρε μου αυτή την εντολή.
Τρέχει ο π. Ιάκωβος στο κελί του, βρίσκει την ιδιόχειρη αυτή εντολή του Ηγουμένου, αλλά τρέχοντας ο Ηγούμενος να τον δει τί κάνει, να τον προλάβει, τον βλέπει να καίει κάτι, ένα χαρτί.
- Τι κάνεις εδώ Ιάκωβε; λέει.
- Να κάτι παλιόχαρτα ήταν Γέροντα και τα έκαψα, απάντησε.
Έκαψε αυτή την ιδιόχειρη εντολή που θα τον δικαίωνε.
Αν ήταν κάποιος άλλος, έλεγε, θα του την κοπάναγε στο πρόσωπο και θα’ λεγε "να, Γέροντα εσύ που με επιτιμάς".
Αλλά ούτε δικαιώματα, ούτε τίποτε.
Όμως, σε λίγα λεπτά, που ο Θεός πάντοτε δικαιώνει, φώτισε τον Ηγούμενο, τον χτύπησε στην πλάτη και του είπε :
«ΧΑΙΡΟΙΣ ΑΣΚΗΤΑ ΙΑΚΩΒΕ!»
Σκέφτηκε ο π. Ιάκωβος πριν κάψει το χαρτί ότι ο Ηγούμενος μπορεί να με δοκιμάζει αυτή την ώρα , γιατί εγώ να τον πικράνω, ή έχει ζάχαρο και μπορεί λόγω του ζαχάρου να το λησμόνησε κι έτσι εγώ δεν θέλησα να πικράνω τον Ηγούμενο...
Απόσπασμα από ομιλία του Γέροντος Γαβριήλ, Ηγουμένου της Μονής Οσίου Δαυίδ, στη Θεσσαλονίκη, την 21/12/2016
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου