Στα νιάτα του, ο Βαλεντίν δεν ονειρευόταν να γίνει γιατρός. Ήθελε να γίνει ζωγράφος. Αλλά αφού σπούδασε σε μια σχολή καλών τεχνών, αποφάσισε ότι δεν έπρεπε να κάνει αυτό που του αρέσει, αλλά αυτό που είναι χρήσιμο στους ανθρώπους που υποφέρουν. Και μπήκε στην ιατρική σχολή. Και μετά την αποφοίτησή του, ήρθε στην Τσίτα ως μέλος του αποσπάσματος του Ερυθρού Σταυρού.
Η Άννα κατέκτησε τον Βαλεντίνο με την εξαιρετική της καλοσύνη. Στο νοσοκομείο την αποκαλούσαν «αγία αδελφή». Έμενε δίπλα στα κρεβάτια των αρρώστων όλη νύχτα και προσευχόταν για την ανάρρωσή τους. Η Άννα δεν φοβόταν το αίμα, δεν απέφευγε τις δύσκολες εργασίες, τις ταπεινές εργασίες. Ποτέ δεν παραπονιόταν για την κούρασή της, λυπόταν τους ασθενείς της και είχε μια καλή κουβέντα για όλους.
Το ζευγάρι μετακόμισε στην επαρχία Κουρσκ. Ο Βαλεντίν είχε ένα τεράστιο ιατρείο. Η Άννα, που ονειρευόταν να αφοσιωθεί πλήρως στον άντρα της, σπάνια τον έβλεπε . Και εκείνος, φερόμενος της με μεγάλη τρυφερότητα, αφιέρωνε πολύ χρόνο στην εκπλήρωση του καθήκοντος του γιατρού. Η Άννα το εκτίμησε αυτό όταν γεννήθηκαν τα παιδιά της. Άλλωστε, ο Βαλεντίν ήταν ο μαιευτήρας.
«Ἄρρωστη ἡ γυναίκα μου ἡ καημένη, ἤξερε ὅτι μέ εἶχαν πάρει καί ποῦ βρισκόμουν. Πέρασε φοβερές ὧρες μέχρι νά ἐπιστρέψω. Ἡ μεγάλη αὐτή δοκιμασία εἶχε πολύ βλαπτική ἐπίδραση στήν ὑγεία της. Ἡ ἀσθένειά της ἄρχισε νά σοβαρεύει γρήγορα. Ἔλιωνε στόν πυρετό, δέ μποροῦσε πλέον νά κοιμηθεῖ καί ὑπέφερε πολύ. Δώδεκα νύχτες ἀσταμάτητα ἤμουν στό προσκεφάλι της, ταυτόχρονα δουλεύοντας τήν ἡμέρα στό νοσοκομεῖο. Ἡ τελευταία νύχτα ἦταν φοβερή. Γιά νά ἐλαφρώσω τούς πόνους της τῆς ἔριξα μορφίνη. Αὐτό τήν ἀνακούφισε αἰσθητά, ὅμως μετά ἀπό εἴκοσι λεπτά ἄκουσα: «Ἀκόμα μία».
Τό αἴτημα ἐπαναλαμβανόταν ἀνά μισή ὥρα καί σέ διάστημα δύο ἤ τριῶν ὡρῶν τῆς εἶχα ρίξει πολύ πιό πάνω ἀπό τό ἐπιτρεπόμενο ὅριο, χωρίς νά παρατηρήσω κανένα τοξικό ἀποτέλεσμα. Ξαφνικά, ἡ Ἄννα ἀνακάθισε στό κρεβάτι της πρόφερε ἀρκετά δυνατά: «Φώναξε τά παιδιά».
Ἤρθαν ὅλα καί τά εὐλόγησε μέ τό σημεῖο τοῦ σταυροῦ, χωρίς ὅμως νά τά ἀγκαλιάσει γιατί φοβόταν τή μόλυνση. Ἔχοντας ἔτσι ἀποχαιρετήσει τά παιδιά της, ξάπλωσε καί ἤρεμα πῆρε θέση ἀνάπαυσης μέ τά μάτια κλειστά. Ἡ ἀνάσα ἐξασθένησε ὡσότου ἄφησε τήν τελευταία της πνοή. Ἤταν τριάντα ὀκτώ ἐτῶν.
Τό φέρετρο ἦταν ἤδη ἕτοιμο ἀπό τά πρίν (σοφό προληπτικό μέτρο, σέ περίοδο μεγάλης φτώχιας). Τό πρωί ἔφθασαν καί οἱ γυναῖκες βοηθοί μου, ἔπλυναν καί ἔντυσαν τό σῶμα, ὕστερα τό ἔβαλαν μέσα στό φέρετρο. Ἤταν τέλος τοῦ Ὀκτωβρίου τοῦ 1919.
Ἔμεινα ἔτσι μόνος μέ τέσσερα παιδιά μεταξύ ἕξι καί δώδεκα ἐτών. Γιά δύο νύχτες, διάβαζα ἐγώ ὁ ἴδιος τό ψαλτήρι μπροστά στό φέρετρο, στά πόδια τῆς μακαρίτισσας, ἐντελῶς μόνος. Στίς 3ἡ ὥρα, τό δεύτερο βράδυ, καθώς διάβαζα τόν 112ο ψαλμό –μέρος τοῦ ἀρχικοῦ του τμήματος ψάλλεται γιά νά ὑποδεχθοῦμε τόν ἐπίσκοπο μέσα στόν ναό: «ἀπό ἀνατολῶν ἡλίου μέχρι δυσμῶν…»- μ’ ἐντυπωσίασαν οἱ τελευταῖες λέξεις: «ὁ κατοικίζων στεῖραν ἐν οἴκῳ μητέρα τέκνων εὐφραινομένην». Τίς ἀντιλήφθηκα μέ ἀπόλυτη βεβαιότητα σάν λέξεις τοῦ ἴδιου τοῦ Θεοῦ. Λέξεις πού ἀπευθύνονταν προσωπικά σέ μένα.
Ὁ Κύριος γνώριζε τόν κοπιαστικό καί ἀκανθώδη δρόμο πού μέ περίμενε. Ἀμέσως μετά τόν θάνατο τῆς μητέρας τῶν παιδιῶν μου, φρόντισε γι’ αὐτά. Μέ ἀνακούφισε στή δύσκολη θέση πού βρισκόμουν. Κατάλαβα, πράγματι, δίχως τή σκιά καμιᾶς ἀμφιβολίας, τίς λέξεις πού τόσο μέ εἶχαν ἐντυπωσιάσει, σάν ἕνα σημεῖο ἐξ ὕψους: ὁ Θεός, μεσ’ τόν ψαλμό αὐτό, ὑποδείκνυε τή νοσοκόμα μου στό χειρουργεῖο, Σοφία Σεργκέγιεβνα Βελέτσκαγια. Ὄντας οἱ σχέσεις μας μέχρι τότε περιορισμένες σέ ἐπαγγελματικοῦ τύπου ἐπαφές, ἤξερα ἐλάχιστα γι’ αὐτήν, μόνον ὅτι μόλις εἶχε χηρέψει (Ὁ σύζυγός της ἦταν ὑπάλληλος τοῦ τσάρου καί πέθανε στό μέτωπο τόν καιρό τοῦ πολέμου) καί ὅτι δεν εἶχε παιδιά. Κατανόησα πάντως τούς λόγους τοῦ ψαλμοῦ, χωρίς κανέναν δισταγμό, σάν ἐντολή τοῦ Θεοῦ νά τῆς ἐμπιστευτῶ τήν ἀνατροφή τῶν παιδιῶν μου.
Κουράστηκα νά περιμένω ὡς τίς 7 τό πρωί γιά νά πάω νά τή βρῶ. Ἔμενε στήν πτέρυγα τῶν χειρουργείων. Χτύπησα τήν πόρτα. Ἄνοιξε καί ἔκπληκτη πού ἔβλεπε τόν προϊστάμενό της σοβαρό πρωί-πρωί. Ἄκουσε μέ βαθιά συγκίνηση ὅ,τι συνέβη τή νύχτα δίπλα στό φέρετρο τῆς γυναίκας μου. Περιορίστηκα στό νά τή ρωτήσω ἄν πίστευε στό Θεό καί ἄν ἤθελε νά ἐκπληρώσει τή Θεία ἐντολή,ἀντικαθιστώντας τή μητέρα τῶν παιδιῶν μου. Ἡ Σοφία Σεργκέγιεβνα δέχτηκε μέ χαρά.
Μοῦ εἶπε μέ πόσο πόνο ἔβλεπε τά βάσανα πού τραβοῦσε ἡ γυναίκα μου καί ὅτι θα ἤθελε πολύ νά μᾶς βοηθήσει, ἀλλά ὅτι δεν ἀποφάσιζε ἀπό μόνη της νά μᾶς προτείνει τή βοήθειά της. Ἀγαποῦσε ἤδη τά παιδιά μου δίχως νά τά γνωρίζει καλά. Φοβόταν ἐντούτοις μήπως δεν μποροῦσε νά συνεννοηθεῖ μέ τόν Μίσα, τόν πρῶτο μου, ἐπειδή ἦταν κακός μέ τά μικρότερα. Ὅπερ καί ἐγένετο. Ἀγαποῦσε πολύ τά τρία τελευταῖα, προπάντων τό μικρότερο, τόν Βάιλα, πού καθόταν συνέχεια πάνω στά γόνατά της. Ὅμως ἔπρεπε νά φροντίσει ἐξαρχῆς γιά τήν ἀνατροφή τοῦ Μίσα.
Η Άννα Βασιλίγιεβνα Λάνσκαγια, σύζυγος του Αγίου Λουκά, σε φωτογραφία στους τελευταίους μήνες της ζωής της. Εκοιμήθη στις 13 Νοεμβρίου (31 Οκτωβρίου) 1919. Τα τελευταία της λόγια ήταν: Ο Θεός να μας συγχωρήσει.
Τό διαμέρισμα μου εἶχε πέντε δωμάτια. Τακτοποιήθηκαν ὅλα αἰσίως καί ἡ Σοφία Σεργκέγιεβνα πῆρε ἕνα δωμάτιο μακριά ἀπό ἐκεῖνο πού ἔμενα ἐγώ. Ἔζησε πολλά χρόνια στήν οἰκογένειά μου καί ἦταν δεύτερη μητέρα γιά τά παιδιά μου. Ὁ Κύριος γνωρίζει ὅτι ἡ συμπεριφορά μου ἀπέναντί της παρέμεινε ἐντελῶς ἁγνή. Γιά τήν ὥρα σταματῶ ἐδῶ. Θα μιλήσω ἀργότερα γιά τίς μεγάλες εὐεργεσίες πού ἔλαβαν ἀπό τόν Θεό τά παιδιά μου, χάρη στή Σοφία Σεργκέγιεβνα.
ΠΗΓΕΣ 1 2 3Εκδότης “ΕΝ ΠΛΩ”. Ιούλιος 2021.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου