«Χιτῶνά μοι παράσχου φωτεινόν, ὁ ἀναβαλλόμενος φῶς ὡς ἱμάτιον...
Τὴν ἑπόμενη νύχτα πληροφορήθηκε σὲ ἐνύπνιο ὅτι ἕνας ἐρημίτης σὲ μιὰν ἄλλην ἔρημο διῆγε οὐράνια βιοτὴ πιὸ τελεία ἀπὸ ἐκείνον καὶ εἶχε φθάσει σὲ ἡλικία ἑκατὸν δεκατριῶν ἐτῶν.
Ὁ μακάριος γέροντας χωρὶς χρονοτριβὴ πῆρε τὸ ραβδὶ του καὶ ἄρχισε νὰ ὁδοιπορεῖ, ἀφήνοντας τὴ θεία Πρόνοια νὰ τὸν ὁδηγήσει. Καθ’ ὁδὸν συναπαντήθηκε μὲ πολλὰ ἄγρια θηρία, σταλμένα ἀπὸ τὸν δαίμονα, τὰ ὁποία ἐξοντώνονταν ἀπὸ τὴν δύναμη τοῦ σημείου τοῦ Σταυροῦ καὶ τοῦ ἔδειχναν τὴν κατεύθυνση ποὺ ἔπρεπε νὰ ἀκολουθήσει. Τέλος μιὰ λύκαινα τὸν ὁδήγησε ὡς τὸ σπήλαιο καὶ μὲ προσευχὲς καὶ παρακάλια ὁ Αντώνιος κατόρθωσε νὰ πείσει τὸν Παῦλο νὰ τοῦ ἀνοίξει.
Οἱ δύο γέροντες ἀλληλοασπάσθηκαν χαιρετώντας ὁ ἕνας τὸν ἄλλον μὲ τὸ ὄνομά του. Εὐχαρίστησαν τὸν Θεὸ ποὺ ἐπέτρεψε μιὰ τέτοια συνάντηση καὶ ὅταν κάθησαν, ὁ Παῦλος ποὺ δὲν εἶχε μιλήσει σὲ ἄνθρωπο ἐπὶ ἐνενήντα χρόνια, ρώτησε τὸν Ἅγιο Ἀντώνιο γιὰ τὸν κόσμο, ἂν ἡ εἰδωλολατρία βασιλεύει ἀκόμη, ἂν συνεχίζονται οἱ διωγμοί.
Ἐνῶ συνομιλοῦσαν, ἕνα κοράκι ἦλθε ξαφνικὰ σ’ ἕνα κλαδὶ κι ἔρριξε στὰ πόδια τους ἕναν ὁλόκληρο ἄρτο.
Ὁ Παῦλος εἶπε στὸν ἐπισκέπτη του: «Θαύμασε τὴν καλοσύνη τοῦ Θεοῦ. Ἐδῶ καὶ ἑβδομήντα χρόνια ὁ Θεὸς μοῦ στέλνει μὲ αὐτὸ τὸ κοράκι καθημερινὰ μισὸ ἄρτο γιὰ τὴν τροφὴ μου καὶ σήμερα, μὲ τὸν ἐρχομὸ σου, ὁ Κύριος διπλασίασε τὴν μερίδα». Ἀφοῦ κατανάλωσαν τὴν οὐράνιο αὐτὴ τροφὴ μὲ εὐχαριστίες, πέρασαν ὅλη τὴν νύχτα προσευχόμενοι.
Τὴν ἄλλη μέρα ὁ Παῦλος ὀμολόγησε στὸν Ἀντώνιο ὅτι γνώριζε ἀπὸ καιρὸ τὸν τόπο διαμονῆς του καὶ ὅτι ὁ Κύριος τὸν εἶχε στείλει τώρα σὲ αὐτὸν γιὰ νὰ παραδώσει στὴν γῆ τὸ πτωχὸ γήινο σαρκίο του, καθὼς πλησίαζε ἡ ὥρα ποὺ θὰ τέλειωναν οἱ ἀγῶνες του.
Ὁ Ἀντώνιος τὸν ἱκέτευσε μὲ δάκρυα νὰ μὴν τὸν ἀφήσει, ἀλλὰ νὰ παρακαλέσει τὸν Κύριο νὰ τὸν πάρει κι ἐκείνον μαζὶ του. Ὁ ὅσιος Παῦλος τοῦ ζήτησε τότε νὰ φέρει ἀπὸ τὸ κελλὶ του τὸν μανδύα ποὺ τοῦ εἶχε δώσει ὁ ἅγιος Ἀθανάσιος Ἀλεξανδρείας γιὰ νὰ ἐνταφιασθεῖ μὲ αὐτόν.
Ὁ γέροντας τῶν ἐνενήντα ἐτῶν ξαναβρῆκε τὸ σφρίγος τῆς νιότης του γιὰ νὰ πάει καὶ νὰ ἐπιστρέψει σὲ μία ἡμέρα, ἔμπλεος ἐπιθυμίας νὰ ξαναδεῖ τὸν Παῦλο, φοβούμενος μήπως ἐκεῖνος παραδώσει τὴν ψυχὴ του ὅσο θὰ ἔλειπε.
Τὴν ἑπομένη ἡμέρα τὸ πρωί, καθὼς βρισκόταν ἀκόμη καθ’ ὁδόν, εἶδε τὴν ψυχὴ τοῦ Παύλου νὰ ὑψώνεται στὸν οὐρανὸ ἐν μέσω τῶν ἀγγέλων, τῶν προφητῶν καὶ τῶν ἀποστόλων.
Φώναξε: «Παῦλε, γιατὶ μὲ ἐγκαταλείπεις; Σὲ γνώρισα τόσο ἀργὰ καὶ φεύγεις τόσο νωρίς!»
Ἔτρεξε ὡς τὸ σπήλαιο, ὅπου βρῆκε τὸν Παῦλο ἀκίνητο ὡσὰν νὰ προσευχόταν. Τὸν σκέπασε μὲ τὸν μανδύα τοῦ μεγάλου ὁμολογητὴ τῆς Ὀρθοδοξίας, ἔψαλε γι’ αὐτὸν ἐπικήδειους ὕμνους καὶ βοηθούμενος ἀπὸ δύο λιοντάρια ποὺ κατὰ θεία οἰκονομία ἦλθαν κι ἔσκαψαν ἕναν τάφο μὲ τὰ νύχια τους, ἐναπέθεσε μὲ εὐλάβεια τὸ σῶμα τοῦ πρώτου ἐρημίτη στὸ χῶμα, ἐπὶ προσδοκία ἀναστάσεως. Γιὰ νὰ μὴ στερηθεῖ τὴν χάρη τοῦ ἁγίου, ὁ Ἀντώνιος πῆρε μαζὶ του τὸν χιτώνα ποὺ εἶχε φτιάξει ὁ Παῦλος μὲ τὰ χέρια του ἀπὸ φύλλα φοινικιᾶς, καὶ τὸν φοροῦσε στὶς μεγάλες ἑορτὲς τοῦ Πάσχα καὶ τῆς Πεντηκοστῆς.
Στον τόπο που ο Άγιος Παύλος ο Ερημίτης ή Θηβαίος ασκήτευσε, δημιουργήθηκε αργότερα μοναστήρι, το οποίο βρίσκεται ακόμη σε λειτουργία.
Διά πρεσβειών του Οσίου Παύλου του Θηβαίου,Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησον ημάς.
Διά πρεσβειών του Οσίου Παύλου του Θηβαίου,Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησον ημάς.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου