«Του πολέμου μήνα» ,τον ονόμασα, μα τότες είχα στου κειμένου δώσει τον τίτλο:
«Το κοριτσάκι με το κουκλάκι»
...μικρούλα τότε λίγο πριν από τα έξι! Μόνη μου έγνοια το παιγνίδι μόνο, και πού και πού να παίρνω τα σύνεργα της Μάνας και να την μιμούμαι! Πότε το βελονάκι της και να κάνω τάχα πως πλέκω και ποτέ τα κεντήματά της, καθισμένη στην μπροστινή βεράντα του σπιτιού, να κεντώ τάχατες, με την γειτόνισσα την Φάνη! Πολλές, πάρα πολλές οι ιστορίες από τους αγώνες όπου συμμετείχε ο πατέρας!
Καθιερωμένο το πρόγραμμα!
Έπαρση σημαίας!
Εθνικός ύμνος, πότε εγώ πότε ο πατέρας, ποτέ τα μικρότερα τα αδέλφια μου! Γονατούσαμε μπρος στης Παναγίας το ιερό εικόνισμα , ορθονόμαστε στο Λάβαρο μπροστά ως πρόσταζε ο πατέρας με το στέρνο να χωράει ολάκερη Πατρίδα!
Η ανάσα να κρύβεται μας έλεγε
Ατάραχα μπρος στη Σημαία ακόμα και τα πνευμόνια!
Το δάκρυ επιτρέπεται μα τα μάτια διόλου μην τρεμοπαίξουν στη συγκίνηση ετούτη καθώς εμπρός μας παρέλαυναν στου σπιτιού μου την αυλή νοερά όλοι οι Ηρώοι, καθένας με την διπλοακονισμένη σπάθα του όπου στην κόψη της κερδήθηκε η Λευτεριά!
Όλοι από τότες στου παππού τα χρόνια!
Παραπάνω από όλους είχα αδυναμία στον δικό μου Ήρωα δεν ήτανε και λίγο που όποτε κτύπαγε εμπρός μου το πόδι προσοχής στο Άγημα, μου έλεγε συνωμοτικά με το σπαθάτο βλέμμα του πως αν σταθώ στη ράτσα άξια κόρη αντρών γενναίων μπορεί και να μου έδινε κάποια ημέρα το ιστορικό του Λάβαρο σε κάποια εθνική εορτή εγώ να το παρελάσω!
Ιούλης ήτανε, ‘74 εκείνη τη χρόνια
Ζέστη πολλή εκείνο το πρωί!
Κοιμόμασταν δέκα παιδιά καθένα στο δικό του το κρεββάτι! Οι θυγατέρες αλλού, με πριγκιπάτη εύνοια, καθεφτάκια κανάτες με ροδόσταμα οι άρρενες αλλού, με τα δικά τους τα κρεβάτια να τους προϊδεάζουν για της Πατρίδας τη μόνιμη αποστολή να είναι οι σιδεριές τους ανά δύο πάνω κάτω σαν στρατώνες!
Εφτά παλλικάρια! Και ένας ο πατέρας, πιο πολλούς άντρες είχαμε στο σπίτι! Τα σκοινιά από την μπουγάδα της μητέρας είχανε πολλά αντρίκια παντελόνια σ´ όλα τα μεγέθη από το παιδικό έως του ενήλικα πατέρα!
Καλά καλά δεν είχε ξημερώσει κι από τα ανοιχτά παράθυρα μαζί με τη δροσιά μπήκε μαζί κι ο τρόμος!
Καμία σχέση με το σάλπισμα το εγερτήριο του πατέρα για παρέλαση
Βομβαρδιστικά αεροπλάνα κτυπούσαν το σπίτι μας από παντού! Ένα κομμάτι μεγάλο μεταλλικό σιδερικό έπεσε στην αυλή μας και ένοιωσα να αναπηδά το σπίτι ολόκληρο μαζί με τη γη που το στέγαζε!
Μας μάζωξε όπως όπως η Μάνα τρομαγμένη κάτω από το σιδερένιο της κρεββάτι! Πήρα μαζί κι εγώ το δικό μου το μωρό, το κουκλάκι μου για να το προστατέψω, όπως κι η Μάνα μου με τα δικά της! Τα μικρά μόνο, εμένα και τα τρία μεγαλύτερα αγοράκια! Δυό κάτω από κάθε φτερούγα της! Τα άλλα της τα ζήτησε η άλλη Μάνα στο εκτακτό της ανακοινωθέν:
«Καλούνται όλοι οι άρρενες στα όπλα»
«Τι είναι άρρενες μαμά;
Τι είναι όπλα;
Γιατί τα αεροπλάνα χτυπούν το σπίτι μας;
Τι τους κάναμε;»
«Σώπα κόρη μου, κράτα την αναπνοή σου μην ακούγεσαι, ήλθαν οι Τούρκοι να μας κάνουν κακό!»
Κόπασαν στιγμές μόνο τα πράγματα!
«Βγείτε!» Πρόσταξε ο πατέρας!
Σταθήκαμε όλα τα μικρά δίπλα στη Μάνα!
Είδα ξαφνικά τα μεγαλύτερα τέσσερα αδέλφια μου να ντύνονται στα γρήγορα και ένας ένας να μας αποχαιρετούν με τον πατέρα!
«Μα...δεν κάναμε ακόμα προσευχή...ούτε έπαρση της Σημαίας...»
είπα παράπονιάρικα μπας και τον μεταπείσω τον πατέρα μπας και τον λυγίσω μην μου φύγει! Στάθηκε και χαιρέτισε το Λάβαρο! Και τα παλλικάρια του μαζί του! Πήρε την άκρη του και την ακούμπησε σε κάθε αντρίκιο μέτωπο!
«Για την Πατρίδα μας! Για την νίκη! Όρθώστε Ανάστημα Ψυχής! Κρατήστε το Λάβαρον Ψηλά!» Τους είπε!
Φτερούγισε η καρδιά μου από χαρά! Έκανα να ξεφύγω από τα χέρια της μητέρας, να συμμετάσχω κι εγώ στην τελετή των αντρών, μα μου ´σφιξε περισσότερο το χέρι!
Έκαναν όλοι το σταυρό τους και έφερε το στοιβαρό του χέρι και τους σταύρωσε τα μέτωπα! Δεν έχασα ούτε μιαν εικόνα ούτε ένα βλέμμα του, ούτε μια του λέξη!
«Άντρες, όπως είπαμε» τον άκουσα να λέει!
Ούτε τα μικρά τους ονόματα ούτε τίποτα! Μα αυτά, είναι αυτά που μου λέγε στις ιστορίες του, όταν συμμετείχε στους πολέμους, στον Β Παγκόσμιο και στον αγώνα μετά το 1955!
Έσφιξα εγώ το χέρι της μητέρας μου που έτρεμε, να της το προστατέψω μέσα στο δικό μου!
«Μην μου φοβάσαι, μανούλα! Ο πατέρας είναι δυνατός! Είναι ο πολεμιστής μου! Θα τους νικήσει όλους με τα παλλικάρια του!»
Πρώτη φορά έβλεπα τη Μάνα μου να τρέμει! Τρέμανε τα χέρια της, τα χείλη της και το πηγούνι της κι αναρωτιόμουνα μην μου είχε αρρωστήσει! Πήρε το καπνιστήρι και το κερί της Αναστάσεως το οποίο άναβε όταν έξω έκανε αστραπές και κεραυνούς! Τους θυμιάτισε όλους τους!
«Όλοι σκυφτοί κάτω από την γραμμή με τα απλωμένα ρούχα στα σκοινιά, πίσω μου ένας ένας μέχρι την κρυψώνα!» Μας διέταξε!
«Ποιά κρυψώνα;» ρώτησα! Δεν ήξερα πως είχαμε κρυψώνα!
Τρέχαμε ο ένας πίσω από τον άλλο! Πίσω από μας τα γυναικόπαιδα, οι άντρες, τα αδέλφια μου τα μεγαλύτερα που σήμερα αντί για τα ονόματά τους, ο πατέρας πρώτη φορά τους είπε «άντρες»
Σκυφτός σκυφτός και έρποντας μας οδήγησε ως το φρεσκοκαμωμένο σύστημα αποχετευτικού που πριν παραδοθεί σε λειτουργία γινόταν το παιγνίδι μας μες τους στρογγύλους κούγκρινους κυλίνδρους, αφαίρεσε τη μεταλλική τη σχάρα και κατεβαίναμε ένας ένας κουλουριασμένοιζ! Κάτι φρούτα και μπισκότα πρόφτασε να πάρει η μητέρα και νερό!
Μου φίλησαν το μέτωπο τα αδέλφια μου και έφευγαν ένας ένας!
«Γιαννάκη μου;» Είπα ικετευτικά στον αδελφό μου, διαπιστώνοντας πως έφευγαν ένας ένας και μέναμε Μάνα και μικρά παιδιά μόνα μας
«Δεν θέλω να φύγεις και εσύ! Μείνε να παίζουμε! Και θα σου φτιάχνω καφεδάκια και θα σου δίνω και τα δικά μου τα μπισκότα»
Και έκλαψα! Και τύλιξα και τα δυο μου τα χεράκια αγκαλιάζοντας το γόνατό του! Μείνε μαζί μας εσύ να μας προσεχείς! Δεν θέλω να πας να σκοτώσεις κανέναν με το όπλο σου! Ψεύτικα να παίζετε με τα αδέλφια μας όπως στο κρυφτό μας εδώ! Εμείς είμαστε καλοί Γιαννάκη μου, δεν σκοτώνουμε κανέναν! Μην πας! Μείνε και θα σου φτιάξω μες τα φλυντζανάκια μου καφεδάκι να το πιεις να κουβεντιάζουμε!»
Κάθε μου μέσο χρησιμοποίησα για να τον μετά πείσω!
Θυμάμαι ποσό έκλαιγα και ποσό σφικτά τυλιγμένα τον εγκλώβιζα με τα χέρια μου μην φύγει! Σκούντηξε το όπλο στον ώμο του πιο πίσω μην χτυπήσω και έφερε τα χέρια του και μου ξαναφτιάξε τις δυο μου τις κοτσίδες! Μου σκούπισε τα δακρυσμένα μάτια!
«Για να σε δω τώρα!» Το είπε και συνάμα ζύγιζε το βλέμμα των ματιών μου!
« Έτσι μπράβο! Οι γυναίκες των γενναίων αντρών δεν κλαίνε! Θυμάσαι τι μας έλεγε ο πατέρας;»
Ξεροκατάπια! Κατάπια μαζί και το κλάμα μου! Έπρεπε να φερθώ ως απαιτούσαν οι περιστάσεις! Να αποδείξω πως δεν πήγε άδικη τόση εκπαίδευση!
« Δεν θα κλαίω, όχι!» Δήλωσα κάπως πιο δυναμωμένη!
Το τελευταίο που θυμάμαι κρυμμένη μες τους κούγκρινους κυλίνδρους, ήταν η εικόνα από τα άρβυλα στα πόδια του αδελφού μου καθώς έβγαινε από την κρυψώνα στηρίζοντας την ανάβαση του σώματος του στις παλάμες του!
Μείναμε μόνο τα γυναικόπαιδα! Ξαφνικά οι τόσοι πολλοί άντρες μες το σπίτι μας, έφυγαν και μας άφησαν μόνα με τη Μάνα τα παιδιά!
Γονάτισε κουλουριασμένη και προσευχήθηκε! «Να μην μιλούμε» μας είπε
Ούτε να βήξουμε! Ούτε να φταρνιστούμε! Μήπως και ταξιδέψει τη φωνή μας ο αντίλαλος και μας βρει ο εχθρός!
Έλειψαν μέρες, δεν θυμάμαι πόσες τώρα γιατί τότε δεν είχα πάει ακόμα σχολείο για να ξέρω να μετρώ! Θυμάμαι μόνο τις σιωπές μας, τους βομβαρδισμούς κι ότι μόνο φωτιζόταν και σκοτείνιαζε η κρυψώνα σε κάθε ξημέρωμα και κάθε νύχτωμα!
«Γυναίκα, ήλθα! Επέστρεψα για να σε πάρω με τα παιδιά!»
Ακούστηκε η φωνή του αδελφού μου του Γιαννάκη, μισό σκυφτό το πρόσωπο του στο άνοιγμα της κρυψώνας μας!
Δεν ένοιωσα άλλην μεγαλύτερη χαρά από εκείνην έως τότε στη ζωή μου!!!
Επέστρεψε! Επέστρεψε καλά και δυνατός και με καλή διάθεση να συνεχίσει το παιγνίδι με τα φλυντζανάκια μου!
« Θα σου φτιάξω άλλον καφέ καλό μου, άργησες και κρύωσε» του απάντησα παραπονιάρικα αλλά και ξεχείλισμένη η χαρά που τον ξανάβλεπα!
Το παιδί του πατέρα έγινε από τη μια μέρα στην άλλη άντρας, τόσο άντρας που ακόμα και την απειλή του θανάτου τη μηδένισε και φρόντιζε για τη δίκη μου τη καλή ψυχολογία!
Κι από κει κρυμμένοι σ όλη τη διαδρομή, στο χωριό Πέρα Ορεινής, στα Κάμπια, στο Φικάρδου!
Τελικός προορισμός το Φικάρδου! Στην εκκλησία μας στρώσαν και κοιμόμασταν! Τα πρωινά οι γυναίκες, μόνες κι αυτές, έστηναν στο δρόμο τις πραμάτειες τους! Ζεστά ψωμιά, φρέσκο άρμεγμένο γάλα! Σταφύλια λευκά!
«Μόνο μην φοράτε ρούχα κόκκινα έξω στην αυλή ! Κι όταν ακούτε αεροπλάνο να κρύβεστε να μην κινείστε!»Το ανέμελο παιγνίδι είχε κέρφιου όπως τότε στους Εγγλέζους! Κυνηγητό τώρα και κλάμα! Και ένα ραδιοφωνάκι που συνεχώς μετέδιδε! Κι οι γυναίκες γύρω μας τρεις τρεις με τα χέρια να βαστάζουνε το βάρος του προσώπου τους σιγοψουψούριζαν αναμεταξύ τους!
Άσχημος ο πόλεμος! Βλέπαμε τις φωτιές και μυριζόμασταν την κάπνη του θανάτου! Γυναίκες και παιδιά μόνοι μας χωρίς να ξέρουμε αν θα τον ξαναδούμε τον πατέρα ή τα μεγαλύτερα αγόρια αδέλφια μας που γιναν άντρες του πολέμου από τη μια στιγμή στην άλλη!
Οι μέρες και οι νύχτες μας, στο χωριό Φικάρδου, ακολουθούσαν η μια την άλλη, βουβά, παρακλητικά και μονότονα!
Οι Μάνες όλες, και εμείς τα μικρά παιδιά να τις κοιτάμε να ακολουθούν αυτές και εμείς μαζί τους ένα νέο επιβεβλημένο από τον τρομοκράτη Ιούλιο, πρόγραμμα!
Δεν είχαμε εδώ στο χωριό Φικάρδου, προσωρινά φιλοξενούμενοι στον Ιερό Ναό Αποστόλων Πέτρου και Παύλου, τα κρεβατάκια μας το καθένα μας, μα είχαμε στρωσίδια στο πάτωμα και τόσους πολλούς Αγίους με μεγάλα εικονίσματα μπροστά μπροστά στο τέμπλο του Ναού, να μας προσέχουν! Ζεστασιά πρωτόγνωρη από τη δίκη τους παρουσία!
Τυλίγαμε γρήγορα γρήγορα κάθε ξημέρωμα τα στρωσίδια μας, για να χει χώρο για τις γονατιστές τις Μανές στην παράκληση! Ακόμα και αν δεν είχαμε χορτάσει τον παιδικό μας ύπνο, αγουροξυπνημένα όλα μας, μπαίναμε με μιας στους ρυθμούς των σκληρών επιπτώσεων του πολέμου! Ο ύπνος κλεφτατα σχεδόν με μάτια και αυτιά ανοιχτά, να είμαστε σε εγρήγορση μην φτάσουνε και εδώ οι Τούρκοι!
Μια Μάνα έμενε ξύπνια κάθε φορά, ίσως και όλες τους, καμίας όμως ο καημός δεν της επέτρεπε να κλείσει μάτι! Γυρνόφερνε ως στην στράτα του χωριού στο ύψωμα κι ατένιζε μακρυά ως τον Πενταδάκτυλο, να μας προσέχει!
Ίδια διαδικασία κάθε πρωί και κάθε βράδυ! Να στρώνουμε και να ξεστρώνουμε τα στρωσίδια από το πάτωμα, να καθαρίζουμε την εκκλησία και να γονατούμε Μάνες και παιδιά, να προσευχόμαστε στην Παναγία!
Και δουλειές! Ζυμώματα να χορτάσουν τόσοι άνθρωποι προσωρινά φιλοξενούμενοι στο χωριό! Ετοιμασία φαγητού για όλους τους προσωρινά φιλοξενούμενους!
Γνώρισα κι αλλά παιδάκια εκεί κι άλλες Μάνες! Κι άλλοι Πατεράδες και τα μεγαλύτερα παιδιά, τα αγόρια τους, που ´γιναν απ´ τη μια στιγμή στην άλλη του πολέμου, άντρες, λείπανε κι αυτοί!
Οι Μάνες που στο λίγο που ακούραστα τα χέρια τους, είτε ζύμωναν, είτε μαγείρευαν, είτε καθάριζαν, έφερναν στις λίγες τους στιγμές χαλάρωσης κι ανασύνταξης δυνάμεων, τα ίδια χέρια και στήριζαν στις χούφτες τους τα λυπημένα πρόσωπά τους!
Μαζεύονταν τρεις τρεις κι όλες μαζί γύρω από την κυρία Ελένη! Λείπανε οι δυο της γιοί! Απο πολύ πιο νωρίς εκείνης! Απο τις
16 του Ιούλη! Ο Χαράλαμπος κι ο Αναστάσης! 24 ο Χαράλαμπος 12 ο Αναστάσης!
Άκουγα τις Μάνες να μετρούν τις μέρες που έλειπαν τα δύο παλλικάρια και να στηρίζουν τα κεφάλια τους βαριά από τις σκέψεις βαριά από τον πόνο που βάλθηκε να φέρει ο Ιούλιος!
Όλοι οι άντρες, πατεράδες μας κι όλα τα αγόρια αδέλφια μας που γιναν άντρες, λείπανε!
« Μα οι γυναίκες των γενναίων αντρών, δεν κλαίνε!» Μου το λέγε σε κάθε ιστορία του ο πατέρας, μου το θύμισε και ο αδελφός μου ο Γιαννάκης όταν ήλθε να μας πάρει από την κρυψώνα και να μας μεταφέρει στο χωριό Φικάρδου!
Βιαστικά βιαστικά μπήκαμε εκείνη τη μέρα στο πατρικό και πήραμε ολονών μας τα ρούχα να έχουμε να αλλάζουμε! Βιαστικά ακόμα και τα ρούχα από τα σκοινιά τα οποία είχε απλώσει ξημέρωμα η Μάνα, και γιναν η ασφαλής μας δίοδος και μείνανε κρεμάμενα στα σκοινιά όσο και εμείς μέσα στους κούγκρινους ψυχρούς κυλίνδρους!
Πήρα το κουκλάκι μου αγκαλιά και πάλι! Σχεδόν δεν το αποχωριζόμουνα! Σχεδόν όλη τη μέρα στην αγκαλιά μου το κρατούσα! Πήγα και κάθισα στην άκρη έξω από το Ναό! Ήτανε υψωμένοι μερικοί λευκοί σταυροί ίδιοι μ αυτούς στα κοιμητήρια! Κάθισα σε μια πέτρα μαζί με το κουκλάκι μου! Έβλεπα τα πρόσωπα ένα ένα στους σταυρούς! Όλα μαυρόασπρα! Κανένα δεν είχε χρώμα! Όπως κι οι ζωές μας τώρα από τις 15 του Ιούλη και μετά! Μαύρο Ιούλη τον έλεγαν στις κουβέντες τους οι Μάνες! Και σε κάθε τους κουβέντα που τελείωναν, τις άκουγα να λεν:
«Παναία μου! Έσιεπε τζαι έγλεπε τα παιθκιά ούλλου του κόσμου»
Το λέγε κι η Μάνα μου! Και γονατούσε μπρος στο εικόνισμα της Παναγιάς στην εκκλησία και έλεγε κι αυτό:
« Παναία μου, έσιεπε τζαι έγλεπε τα παιθκιά ούλλου του κόσμου τζι ύστερα τα δικά μου»
Και έλεγαν ακόμα και τον κάθε Άγιο! Τον Άγιο Χαράλαμπο για τον Χαράλαμπο που έλειπε! Τον Αναστάντα Ιησού για το 12χρονο Αναστάση!
Σκεφτόμουνα καθισμένη εκεί στην πέτρα μόνη μου όλα όσα ανέτρεψαν από τη μια μέρα στην άλλη τις ζωές μας! Πότε έφερνα το χέρι στο μέτωπο όρθιο να μην μου σκιάζει ο ήλιος τα μάτια, και ποτέ μιμόμουνα την κάθε Μάνα που ερχόταν σ αυτήν εδώ την πέτρα που καθόμουνα, πολύ κοντά στους λευκούς μαρμάρινους σταυρούς κι ατένιζε μακρυά πολύ μακρυά τον Πενταδάκτυλο! Κι έψαχνε η κάθε μια Μάνα να δει από μακρυά αν ερχόταν ο άντρας της ή το παιδί της!
Πότε κοιτούσα τους σταυρούς! Ξανά τα πρόσωπα! Κι από κάτω από κάθε πρόσωπο ήταν για τον καθένα τους μια σειρά από γράμματα τα οποία σχημάτιζαν το όνομά τους!
Μάντευα πως να τους έλεγαν γιατί όσα ήξερα πριν πάω σχολείο ήταν όσα μου είχαν μάθει οι γονείς μου! Πάγωσα όμως γιατί πρόσεξα πως κάτω από κάθε όνομα ήταν ένας διψήφιος αριθμός! Σε άλλους πρώτο ήταν το 8 και σε άλλους πρώτο το 1 ή και το 2... θυμήθηκα που μου το είχε πει ο πατέρας πως όσο μεγάλος κι αν είναι ο δεύτερος αριθμός, αν ο πρώτος είναι μικρός τον μικραίνει και τον δεύτερο! Κι εδώ είχε και 12 και 16 και 24...Ώστε λοιπόν, πεθαίνουν και μικρότεροι οι άνθρωποι; Απόρησα! Αυτό ανησυχεί τις Μάνες τόσες μέρες; Μήπως δεν έλθουν πίσω τα παιδιά τους;»
Πετάχτηκα ολόρθη από την πέτρα στην οποία καθόμουνα και ζύγιζα τον άδικο Ιούλη...
«Σφάξε μας ούλλους τζαι ας γενεί το γαίμαν μας αυλάτζιν»
Έτσι ζήσανε και πριν από μας στις 9 πάλι Ιούλη!
Μπήκα με το κουκλάκι μου ακόμα αγκαλιά! Γονάτισα μπρος σ όλο το εικονοστάσι!
Προσευχήθηκα με τα χεράκια μου ενωμένα! Σήκωσα το βλέμμα μου κι είδα την Παναγία! «Χρειάζεσαι βοήθεια Παναγία μου!» Της είπα.
Πόσα παιδιά να πρωτοτρέξεις και εσύ! Όλες οι Μάνες σε ζητούν!»
Πήρα μια σιδερένια καρέκλα! Την πήγα μπρος στο εικόνισμα της Αγίας Μαρίνας! Ανέβηκα να φτάνω να την κοιτώ στα μάτια, έχοντας ακόμα το κουκλάκι μου, αγκαλιά!»
«Αγιά Μαρίνα τζαι τζυρά που ποτζοιμίζεις τα μωρά, ποτζοίμις μου τούν το μωρόν! Ε παρ´ το πέρα γύρις το τζαι στράφου ξανά φερ μου το, γιατί εν μωρόν τζαι εν τρυφερόν τζαι θέλω το να το θωρώ, να το θωρώ να το φιλώ γιατί είμαι Μάνα τζαι πονώ»
«Θυμάσαι Αγία Μαρίνα μου, που με κρατούσε η δίκη μου Μάνα στην αγκαλιά της και με νανούριζε με το δικό σου το νανούρισμα; Κι η κυρία Φανή τα δικά της τα παιδιά; Και που μας έπαιρνες πέρα τζαι πάλε έφερνες μας πίσω στη Μάνα μας γιατί εν Μάνα τζαι πονά;
Βοήθα την Παναγία μας, Αγία Μαρίνα μου! Ποσά παιθκιά να τρέξει να προσέχει! Πήγαινε και εσύ μαζί της τζαι φέρε πίσω ούλλα τα μωρά σε κάθε Μάνα σου! Τρεις μέρες μετά από την γιορτή σου ήλθε το κακό! Τρέξε και συ Αγία Μαρίνα μου, σε παρακαλώ! Γιατί είδα έξω στους μαρμάρινους σταυρούς πως δεν γράφει μόνο για μεγάλους ανθρώπους που έζησαν όλα τους τα χρόνια! Είδα και αριθμούς διψήφιους, χρονολογία θανάτου, με τον πρώτο αριθμό να ναι μικρότερος από το δεύτερο κι αυτό σημαίνει πως πέθαναν και παιδιά 12 και 24 χρόνων!»
Ακούμπησα το μέτωπο μου στο δικό της και προσκύνησα!
«Κατεβαίνω τώρα» της είπα «και θα σ´ αφήσω το κουκλάκι μου εδώ να το προσέχεις! Μόλις κατέβω θα βάλω κι εγώ έναν αριθμό μπροστά από το 6 που σχεδόν θα γίνω! Μπορεί να το κάνω 16, 26, 36, 46, 56, 66, 76, 86, 96! Θα μεγαλώσω μόλις κατέβω από αυτήν εδώ την καρέκλα, όπως τα αγόρια μας που γιναν άντρες, από την μιαν στιγμή στην αλλη! Όπως το επέβαλε σε όλους μας ο τρομοκράτης ο Ιούλης! Θα βγω έξω μαζί με όλες τις Μάνες, Μάνα κι εγώ να τους σταθώ! Γενναία να στέκουμε! Γιατί οι γυναίκες των γενναίων αντρών, αντρίκια στέκουμε, δεν κλαίμε!»
Βγήκα! Τις βρήκα στην αυλή τρεις μαζί σκυφτές σε μια σκάφη να ζυμώνουνε! Έτρεξα σαπούνισα τα χέρια όπως μου χε μάθει η μητέρα! Στάθηκα ανάμεσα τους! Έσφιξα τα δάκτυλα γροθιά και πατούσα με τις παιδικές χουφτίτσες το ζυμάρι! Μεγάλες οι δικές τους οι γροθιές αποτυπώνονταν, μικροσκοπικές ανάμεσα στις δικές τους οι δικές μου!
« Δεν πειράζει» Τίς πρόλαβα!
« Και τα δικά μου τα αδέλφια πήγαν να βοηθήσουν τον πατέρα, στον πόλεμο! Δεν είναι μεγάλες οι πατημασιές τους αλλά είναι χρήσιμες κι αυτές!»
Κι ύστερα φουρνίσαμε τα ψωμιά! Κι ώσπου να ψηθούν έφεραν οι Μάνες ένα σακί πατάτες να τις ξεφλουδίσουνε για το ψητό! Μαζί τους κι εγώ! Πήρα το καρεκλάκι με τα σιδερένια τα ποδάρια! Κάθισα! Τα πόδια μου ούτε καν κάτω από το κάθισμα δεν έφταναν, μικρούλα όπως ήμουνα! Τοποθέτησα έναν δίσκο μεταλλικό του λαϊκού καφεκοπτείου, στα πόδια μου, με κάμποσες πατάτες για ξεφλούδισμα κι ένα μαχαίρι στο χέρι μου!
«Μα είναι μωρό για αληθινό μαχαίρι!» Είπε μια Μάνα, ανήσυχη!
«Μην φοβάστε, θα είμαι προσεχτική! Και τα αδελφάκια μου, μέχρι προχτές έπαιζαν με ξύλα τάχα για όπλα, ψεύτικο πόλεμο μες την αυλή μας! Προχθές όμως αναγκαστικά μεγάλωσαν και πήραν όπλα αληθινά στα χέρια τους! Μεγάλωσα κι εγώ! Μάνα κι εγώ μαζί σας! Άφησα το κουκλάκι μου, το δικό μου το μωρό στην Αγία Μαρίνα όπως κι όλα τα παιδιά στον αληθινό τον πόλεμο, η κάθε Μάνα το παιδί της, να μας τα προσέχει!»
Την καθησύχασα κι έσκυψα πάλι στο ξεφλούδισμα των πατατών για το ψητό!
Ύστερα έφτιαξαν καφέ! Πήραν να μπαλώσουν με τα βελόνια και τα ψαλίδια τους τα ρούχα των παιδιών!
Πήρα κι εγώ δυο πουκάμισα του Γιαννάκη μου! Στα παιγνίδια μου, ο αδελφός μου, που μας έφερε εδώ ήταν τάχα ο άντρας μου! Και του φτιαχνα καφέδες όποτε καθόταν να διάβασει εφημερίδα! Τώρα ήταν στον πόλεμο, πολεμιστής, μες στο χακί ντυμένος! Όπως ο πατέρας, όπως και ο παππούς! Τι τα χρειάζεται τα δυο πουκάμισά του που μου χε δώσει να κρατάω αγκαλιά στον πόλεμο να μην φοβάμαι;
Πλησίασα τις Μάνες! Εχτός από βοήθεια, χρειάζονται και θάρρος! Έβαλα ένα ένα πουκάμισο επάνω στο τραπέζι τους που έραβαν και το τέντωσα όσο πιο καλά με τα δυο μου χέρια! Πήρα το ψαλίδι και τα έκοψα σε πολλές λωρίδες! Κι ύστερα πήρα βελόνι και κλωστή κι έφτιαξα μ αυτές έναν λευκό σταυρό
και πάνω και κάτω του λωρίδες λευκό και θαλασσί, την Ελληνική Σημαία! Μου κόψε η Μάνα ένα κλαδί ελιάς και τη στερέωσε!
Επέστρεψα στην πέτρα με το Λάβαρο!
« Ορίστε Ήρωες η Σημαία σας! Ορίστε Μάνες το κουράγιο σας! Βάζουμε τη ζωή μας πάλι στο ρυθμό! Έπαρση Σημαίας κάθε πρωί! Προσευχή στην Παναγία!
Στην Παναγία θα γονατούμε και στην Σημαία μας όρθιοι τον εθνικό μας Ύμνο! Κι ας περάσουν αεροπλάνα από πάνω και την δουν!
Μην σκιάζεστε και μην φοβάστε! Φορέστε οποίο χρώμα ρούχο θέλετε! Δεν θα χτυπήσουν οι εχθροί! Θα τους τρομάξει το θαρρερό τ άνεμισμα του Λάβαρου και μόνοι τους πίσω μακρυά όπως ήλθανε θα φύγουν!
Στάσου Μάνα εδώ στην πέτρα κι αγνάντευε με το Λάβαρο θαρρετό να ανεμίζει! Σαν Φάρος μες την νύχτα ολοφώτεινος, την στράτα όλων των παιδιών να την φωτίζει!
Αφιερωμένο στο κάθε παιδί του 1974, που ο Ιούλης το ανάγκασε στην άκρη να αφήσει την παιδική του ηλικία!
Αφιερωμένο στην Μάνα που δώσε παιδί! Στην Μάνα που το παιδί της πολέμισε και το ´φερε η Αγία Μαρίνα πίσω! Αφιερωμένο στα παλλικάρια που διάλεξαν 44 και βάλε τώρα χρόνια να μείνουν στον Πενταδακτυλο αδιάκοπα να μάχονται!
Αφιερωμένο στους πατέρες μας!
εΑφιερωμένο σε όλους μας!
Αφιερωμένο σ όλους όσους ο τρομοκράτης ο Ιούλης, στραβοτιμόνιασε απότομα κι άλλαξε την πορεία της ζωής μας, την ποιότητά της, το τέρμα ή την συνέχειά της...
Σ αυτούς που δεν γεννήθηκαν ακόμα και οι ζωές τους ήδη κατευθύνονται και θα βρούνε 44 χρόνια χρωστούμενα, όσα μείναμε να περιμένουμε αδρανείς...
Αφιερωμένο εντολή σε εμάς που ο οχτρός ανάγκασε να έχουμε ένα ζευγάρι αρβύλα σε εγρήγορση, είκοσι τέσσερεις ώρες το εικοσιτετράωρο, ολόγυρα του χρόνου!
Με το γόνυ κεκλιμένο μπρος στην Μεγαλόχαρή παρακαλώ Την τους τόπους μας να σκέπει, τους 1619 αγνοούμενους στις Μάνες τους να φέρει πίσω, να κλείσει κάθε Πύλη στον οχτρό κι όλα να γίνουνε με μιας δίχως πολέμους, να πάρω πάλι στην αγκάλη το κουκλάκι μου, να συνεχίσω την παιδική μου ηλικία κι εγώ κι εσύ και όλοι μας να συνεχίσουμε από εκεί που ο οχτρός στραβοτιμόνιασε τη ζωή του καθενός μας!
Πόλεμο να μην είχαμε ποτέ μας!
Μήτε ο Ιούλης να ´τανε του πολέμου μήνας!
Τη 1η του μηνός Ιουλίου
19 μόλις ημέρες πριν σπο τις 20 του Ιούλη 1974
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου