Άγιος Πορφύριος Καυσοκαλυβίτης
Πήγα, λοιπόν, εκεί με την Xάρη του Θεού κάποια μέρα. Το εκκλησάκι, ξεπρόβαλε από μακριά. Όταν έφθασα, μπήκα μέσα. Ήταν κατανυκτικό, παλιό, με λιγοστές εικόνες. Έξω, λίγα μικρά κελλάκια, καπνισμένα. Εν τω μεταξύ, νύκτωσε. Ήμουν μόνος. Δεν γινόταν να επιστρέψω πίσω στην Αθήνα. Έπεσα να κοιμηθώ μες στην εκκλησία. Σε λίγο ακούω ένα χαρακτηριστικό κτύπο –ερχόταν απ’ τον τοίχο που ήταν πάνω απ’ το κεφάλι μου. Εκεί ήταν κρεμασμένη η εικόνα του Αγίου Νικολάου. Ο κτύπος, ήταν απ’ την εικόνα. Το αισθάνθηκα ότι ο Άγιος με θέλει να εγκατασταθώ εκεί.
Πήγα, έφερα τους γονείς μου, την αδελφή μου, την ανεψιά μου. Εγώ, σαν καλόγερος που ήμουνα, καταλάβαινα ότι καλόγεροι που μένανε μόνοι τους στον “κόσμο” χανόντουσαν. Εκεί, είχαμε ησυχία. Ζούσαμε πολύ ωραία, έστω και με συνθήκες πρωτόγονες. Εγκατασταθήκαμε για πάνω από είκοσι χρόνια, μες στην ερημιά. Τότε, ήταν πραγματική έρημος.
Όλη η περιοχή γύρω απ’ τον Άγιο Νικόλαο ήταν κατάφυτη. Πεύκα γέρικα και νέα, πλατάνια, θάμνοι τόπους τόπους, θυμάρια να σκορπούν την ευωδιά τους, κυκλάμινα να ξεπροβάλλουν απ’ τις σχισμές των βράχων, ανεμώνες κι άλλα αγριολούλουδα, ανάλογα σε κάθε εποχή. Ήταν ένας παράδεισος· πολύ όμορφα! Εκεί ήθελα να φτιάξω το Μοναστήρι. Ο Θεός, όμως, δεν το επέτρεψε.
''Μια φορά –βράδυ ήταν– συμφωνήσαμε με την αδελφή μου να πάμε στην εκκλησία του Αγίου Νικολάου οι δυο μας, για να προσευχηθούμε. Είπαμε να φάμε πρώτα, να ησυχάσουν όλοι και, μετά, σηκωθήκαμε κι επήγαμε στην εκκλησία, κρυφά.
Κλείσαμε την πόρτα. Αρχίσαμε την προσευχή, το· “Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ ἐλέησόν με”. Μετά από λίγη ώρα, μας πλημμύρισε ένα φως, θείο φως. Συνεχίσαμε το “Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ…” και νιώθαμε μία χαρά, μία άρρητη χαρά! Μείναμε ώρες εκεί στο θείο φως και, μετά, που σιγά–σιγά αυτό έφυγε, συνεχίσαμε το “Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ ἐλέησόν με”. Μετά, γυρίσαμε στο κελλί. Η μητέρα, μας περίμενε ξάγρυπνη και μόλις ανοίξαμε την πόρτα, λέει:
–Πού επήγατε; Γι’ αυτό με βάλατε στον ύπνο; Νομίσατε πως δεν σας είδα; Σας είδα απ’ το παράθυρο. Τα είδα, όλα! Είδα ένα φως· ένα φως, που κατέβηκε απ’ τον ουρανό και μπήκε μες στην εκκλησία. Το κοίταζα κι έκλαιγα. Να! Τα μάτια μου, είναι γεμάτα δάκρυα!...
Η γριά ήταν στενόχωρη, αλλά ευσεβέστατη. Ενώ η πόρτα ήταν κλειστή, είδε το φως. Το φως, είχε πλημμυρίσει την εκκλησία!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου