Ένα από τα πιο υπέροχα τροπάρια που έχουν γραφεί ποτέ στην ελληνική ποιητική γλώσσα και μουσική και δείχνουν το μεγαλείο της ανθρώπινης αγάπης στον Κύριο και Θεό της (αλλά και την τιμή να το κατανοούμε και εμείς ακόμα και σήμερα ως Έλληνες), επαναλαμβάνεται αυτή την εβδομάδα μετά από τη Μεγάλη εκείνη Παρασκευή, όπου ειπώθηκε για πρώτη φορά μπροστά στον Τάφο του Χριστού, τον Επιτάφιο. Δε χορταίνεις να το ακούς, να το αισθάνεσαι, να το βιώνεις και να δακρύζεις, όπως έγινε τότε, τη Μ. Εβδομάδα...
Πρόκειται ουσιαστικά για ένα μοιρολόι προς έναν νεκρό Θεό, που μας αγάπησε μέχρι θανάτου. Για έναν Θεό που μας μιλάει συνέχεια μέσα από την όμορφη δημιουργία Του και θέλει να μας ηρεμήσει και να μας δείξει πόσο πολύτιμοι είμαστε γι' Αυτόν. Για έναν Θεό που έγινε ένα μαζί μας και άδειασε το σώμα Του από το αίμα Του, για να μας το δώσει να το πίνουμε και να έχουμε αιώνια ζωή. Η αγάπη Του έφτασε στα άκρα. Δε μπόρεσε να κάνει κάτι άλλο πιο ακραίο, για να μας δείξει πόσο μας θέλει κοντά Του για πάντα: στην αιωνιότητα!
Κι εμείς τώρα, που Τον βλέπουμε έτσι γεμάτο αίματα, γεμάτο πληγές από το μαστίγωμα, από τα καρφιά στα χέρια και στα πόδια, από το γεμάτο αγκάθια στεφάνι που κοροϊδευτικά του έβαλαν στο κεφάλι, επειδή είπε ότι είναι Βασιλιάς, με το πρόσωπο γεμάτο φτυσίματα, τα μάγουλα και το σβέρκο κόκκινα από χτυπήματα και τέλος μια μεγάλη σχισμή στα πλευρά από τον στρατιώτη που τον λόγχισε, για να δει αν είναι νεκρός, έτσι νεκρό, απόλυτα παραδομένο και αδύναμο, τον κατεβάζουμε από το Σταυρό και τον παίρνουμε αγκαλιά μαζί με τον κρυφό του μαθητή, τον Ιωσήφ και ταυτιζόμαστε μαζί του στα αισθήματα:
«Εσένα, που ντύνεσαι το φως σα ρούχο, αφού Σε κατέβασε από το Ξύλο ο Ιωσήφ μαζί με το Νικόδημο και Σε είδε νεκρό, γυμνό, άταφο, ύψωσε συμπαθητικό θρήνο και έλεγε με πολύ πόνο:
Αλίμονο, γλυκύτατε Ιησού, Εσένα, που πριν λίγο Σε είδε ο ήλιος κρεμασμένο πάνω στο Σταυρό και ντυνόταν το σκοτάδι, και η γη από φόβο κυμάτιζε (από το σεισμό), και σκιζόταν το καταπέτασμα (χώρισμα) του Ναού...
Αλλά να, Σε βλέπω τώρα να μπαίνεις μέσα στο θάνατο για χάρη μου... Πώς να Σε κηδεύσω, Θεέ μου; Ή πώς να Σε τυλίξω με σεντόνι; Με ποια χέρια να αγγίξω το δικό Σου αμόλυντο Σώμα; Ή με ποια άσματα να υμνήσω, Εύσπλαχνε, την Έξοδό Σου; Μεγαλύνω τα Πάθη Σου, υμνολογώ και την Ταφή Σου και μαζί με την Ανάστασή Σου φωνάζω: Κύριε, Δόξα Σοι!».
Αυτό είναι το μεγαλείο της Εκκλησίας μας. Αυτή την αγωγή μάς δίνει μέχρι σήμερα σα μάνα μας. Έτσι ανατράφηκαν οι πρόγονοί μας, οι μανάδες και οι γιαγιάδες μας. Με αυτή την αγάπη και τη στοργή μάς μεγάλωσαν. Με αυτή την αγάπη του Χριστού μας στήριξαν και στεκόμαστε σήμερα και λεγόμαστε Έλληνες και Ορθόδοξοι. Με τη δική τους θυσία στο όνομα του Χριστού μας χάρισαν τη ζωή μας. Μετά την Επανάσταση του 1821 ή τον πόλεμο του 1940 η Ελλάδα ήταν μια έρημη κατεστραμμένη χώρα γεμάτη χήρες και ορφανά, για να υπάρχει Ελλάδα, που θα λατρεύει ελεύθερα το Θεό της...
Μέσα μας τρέχει το αίμα τους. Είμαστε παιδιά ανθρώπων που θυσιάστηκαν όχι για μια γήινη Ελευθερία (όπως πολλοί θέλουν να πιστεύουν αφελώς σήμερα), αλλά για το Χριστό και την Πίστη Του, για μια αιώνια Ελευθερία, την οποία πίστεψαν και στην οποία κατέληξαν. Η Ελλάδα θα μεταφέρει πάντα υψηλά ιδανικά που πηγάζουν από την αιώνια ζωή και γι' αυτά θα θυσιάζεται πάντα. Σε αυτήν την Ελλάδα, σε αυτήν την Εκκλησία θα ανήκουμε και αυτή θα μας εμπνέει πάντα. Όσοι δεν την εκπροσωπούν γνήσια δε μας αγγίζουν. Ψυχή και Χριστός μας χρειάζονται μόνο, όπως έλεγε ο πατρο- Κοσμάς.
Χριστός Ανέστη!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου