Οι Άγιοι αυτάδελφοι ιερομόναχοι Νεκτάριος και Θεοφάνης ήταν γέννημα και θρέμμα του αρχοντικού οίκου των Αψαράδων στα Ιωάννινα και αρχικά το επώνυμο τους ξεκίνησε ως Οψαράς και σημαίνει τον ιχθυοπώλη, από το όψον – οψάριον – ψάρι.
Γεννήθηκαν στα Ιωάννινα κατά τα τέλη του 15ου αιώνα και οι ίδιοι ξεκινούν την αυτοβιογραφία τους από την στιγμή που αφιερώθηκαν στον Θεό, χωρίς να κάνουν καμία απολύτως μνεία για την αρχοντική καταγωγή τους, την ανατροφή, την μόρφωση ή ακόμη και την περιουσία τους.
Οι δύο αυτοί αδελφοί, Νεκτάριος και Θεοφάνης, οι Αψαράδες, έλαβαν μια αξιόλογη για την εποχή τους παιδεία στην περίφημη μονή των Φιλανθρωπηνών επί ηγουμένου Μακαρίου Φιλανθρωπηνού, όμως τα πλούτη, η δόξα, η ικανή μόρφωση στάθηκαν αδύνατα να νικήσουν την θεϊκή τους αγάπη.
Σε πολύ νεαρή ηλικία, κατέφυγαν στον μοναχισμό ξεκινώντας από τα Γιάννενα περιεβλήθησαν κατά το 1495 από κάποιον Όσιο γέροντα, Σάββα που έμειναν κοντά του δέκα ολόκληρα χρόνια, στο ασκητήριο του Τιμίου Προδρόμου της νήσου των Ιωαννίνων μέχρι την κοίμησή του, στις 9 Απριλίου 1505.
Μετά την κοίμηση του πνευματικού τους πατέρα πήγαν στο Αγιο όρος και εκεί έγιναν δεκτοί από τον πρώην Οικουμενικό Πατριάρχη Νήφωνα Β’, ο οποίος μόναζε στη μονή Διονυσίου μετά από την Τρίτη εκλογή του το 1502.
Κατά το διάστημα της σύντομης παραμονής τους στη μονή Διονυσίου ζήτησαν και έλαβαν από τον Πατριάρχη Νήφωνα, «όρο και κανόνα μοναχικής καταστάσεως» ενώ γύρισαν στο κελλί τους, στο νησί των Ιωαννίνων μετά από προτροπή του όμως το βρήκαν κατειλημμένο από κάποιους κοσμικούς και κατέφυγαν στα ενδότερα μέρη του νησιού.
Πριν πολλά χρόνια είχε αγιάσει στον τόπο αυτό, ένας περίφημος για την άσκησή του ερημίτης, ο Αντώνιος που δεκαοκτώ χρόνια είχε μείνει έγκλειστος στο κελλί και είχε προικισθεί από τον Θεό για την πολλή του καθαρότητα με διορατικό χάρισμα.
Αμέσως επισκέφθηκαν και έλαβαν από τον Μητροπολίτη Ιωαννίνων την ευλογία του και την έγγραφη άδεια του για την ανέγερση νέου ησυχαστηρίου ενώ για περισσότερη ασφάλεια ζήτησαν και την έγκριση του Οικουμενικού Πατριάρχου Παχωμίου Α’ και αυτός με ιδιόγραφο πατριαρχικό γράμμα του στήριξε τις προσπάθειές τους, ενισχύοντάς τους μάλιστα με τη διαβεβαίωση, όπως έκανε και ο Μητροπολίτης, ότι κανένας δεν θα τους εμπόδιζε στο θεάρεστο έργο τους.
Αφού εξασφάλισαν την απαιτούμενη άδεια και έγκριση, προχώρησαν αμέσως στην ανέγερση ναού και στο κτίσιμο κελλιών και παρ όλες τις δυσκολίες το 1506/1507 ανήγειραν με προσωπικά τους έξοδα το ναό του Τιμίου Προδρόμου και μαζί με αυτόν, σε σύντομο χρονικό διάστημα, περατώθηκε και η ανέγερση των κελλιών και των λοιπών απαραίτητων οικοδομών.
Οι ιερομόναχοι Νεκτάριος και Θεοφάνης ήτανε κτήτορες ενός ακόμα μοναστηριού.
Μετά την ανέγερση της μονής του Τιμίου Προδρόμου στο νησί, ανήγειραν για τις αδελφές τους και τους γονείς τους το μοναστικό ησυχαστήριο του Αγίου Νικολάου Λεπενού που με την διαθήκη τους κληροδοτήθηκε στην ιερά μονή Βαρλαάμ.
Η πορεία τους συνεχίστηκε με δοκιμασίες και διωγμούς από τους εκκλησιαστικούς και κοσμικούς άρχοντες του τόπου, που για λόγους τους οποίους, όπως αναφέρουν στην αυτοβιογραφίες τους, δεν θέλησαν να κοινοποιήσουν και τους ήλθε στο νου τους η συμβουλή του Αγίου Νήφωνος, που τους είχε πει: «Όταν καταλάβη υμάς πειρασμός, μη αντιστήτε αυτώ, αλλά αναχωρήσατε εν μοναστηρίω και ειρηνεύσετε».
Μετά από τέσσερα περίπου χρόνια παραμονής τους στα Ιωάννινα εγκατέλειψαν οριστικά πια τη νεόκτιστη μονή τους και μετέβησαν κατά το 1510/11 στους μετεωρίτικους βράχους αναζητώντας εκεί τη νέα εστία για την ασκητική τους τελείωση.
Εκεί τους δόθηκε από τους πατέρες της Σκήτης του Μεγάλου Μετεώρου ο στύλος του Ιερού Προδρόμου όπου και παρέμειναν για επτά χρόνια.
Η στενότητα όμως του βράχου και το ανθυγιεινό κλίμα από τους δυνατούς ανέμους δεν τους επέτρεψε να παραμείνουν περισσότερο εκεί και στράφηκαν στην αναζήτηση καταλληλότερου χώρου που τους είλκυσε περισσότερο ένας πλατύς και ευάερος λίθος, ησυχαστικός και αρκετά ευρύχωρος, κατάλληλος για κατοικία, ο οποίος ονομαζόταν του Βαρλαάμ, από τον πρώτο ερημίτη – οικιστή, που σκαρφάλωσε και εγκαταβίωσε στην απάτητη αυτή κορυφή που ήταν ολοκληρωτικά έρημος και ακατοίκητος πριν από πολλά χρόνια.
Οι δύο Όσιοι ανέβηκαν και εγκαταστάθηκαν με την άδεια του Μητροπολίτου Λαρίσης Βησσαρίωνος και του τότε καθηγουμένου της ιεράς μονής του Μεγάλου Μετεώρου τον Οκτώβριο του 1517/18 και αμέσως άρχισαν τις οικοδομικές τους εργασίες αφού δεν σώζονταν τίποτε από τα παλαιότερα κτίσματα.
Αφού έκτισαν μερικά πρόχειρα κελλιά για κατοίκηση, πρώτη τους δουλειά ήταν να ανεγείρουν τον τέλεια ερειπωμένο ναό αφού από το παλαιό εκκλησάκι, που ο ερημίτης Βαρλαάμ είχε αφιερώσει στους Αγίους Τρεις Ιεράρχες, σώζονταν μόνο μερικά ετοιμόρροπα τμήματα από το Άγιο Βήμα, που εξυπηρετούσαν τις θρησκευτικές τους ανάγκες για αρκετό καιρό.
Με ανεξάντλητους σωματικούς κόπους και ταλαιπωρίες, με την αμέριστη συμπαράσταση των Οσίων υποτακτικών τους, Βενεδίκτου και Παχωμίου, οι οποίοι ήταν από την αρχή μαζί τους και με τη Χάρη του Θεού προχώρησαν στην εκ βάθρων ανέγερση του ναού.
Για περισσότερα από τριάντα χρόνια φύλαξαν την ακολουθία των θείων ύμνων και προσευχών, την ολονύκτια αγρυπνία των Κυριακών, καθώς και κάθε άλλης δεσποτικής εορτής ή και μνήμης μεγάλου Αγίου, ενώ κατά τις υπόλοιπες ημέρες της εβδομάδος το ήμισυ της νυκτός το είχαν αφιερώσει στη δοξολογία του Θεού ενώ η καθημερινή τους δίαιτα ήταν υπερβολικά ασκητική και αδιάπτωτη.
Το 1542 θεμελίωσαν το ναό των Αγίων Πάντων και στις 17 Μαΐου του 1544, ημέρα Σάββατο, την ενάτη βυζαντινή ώρα ο Ιερός ναός των Αγίων Πάντων ολοκληρώθηκε.
Εν τω μεταξύ, ο Όσιος Θεοφάνης είχε ήδη δέκα μήνες ασθενής στο κρεβάτι και εξαντλημένος από την ασθένειά του βρισκόταν στα πρόθυρα του θανάτου του και ενώ όλοι οι συμπαραστεκόμενοι αδελφοί και πατέρες γύρω του έκλαιγαν και θρηνούσαν και με μάτια δακρυσμένα έψελναν τον κατανυκτικό Παρακλητικό Κανόνα, έγινε ένα θαύμα.
Ένα υπέρλαμπρο και διαυγέστατο αστέρι είχε σταθεί πάνω από το κελί του Οσίου, καταλάμποντάς το με υπερκόσμιο φως και με την δύση του ηλίου η ψυχή του Οσίου Θεοφάνους μετέστη το 1444 στις αιώνιες μονές και ταυτόχρονα έσβησε και το υπερφυσικό αστέρι, σημείο της αμέτρητης δόξας που τον περίμενε στην ουράνια πολιτεία και έξι χρόνια αργότερα, δεύτερη ημέρα της Διακαινησίμου, στις 7 Απριλίου 1550, αναπαύθηκε και ο Όσιος Νεκτάριος.
Ο τάφος τους και τα άγια λείψανά τους, το δεξί χέρι του Οσίου Νεκταρίου και το αριστερό χέρι του Οσίου Θεοφάνους με άφθαρτο το δέρμα επί των αγίων οστών τους, αποτελούν πηγή δυνάμεως για τους αδελφούς της μονής και τους ευλαβείς προσκυνητές.
Η μνήμη των Αγίων αυταδέλφων, ιερομονάχων Νεκταρίου και Θεοφάνους Αψαράδων τιμάται από την Εκκλησία μας στις 17 Μαίου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου