Με ιδιαίτερη όμως λαμπρότητα και τρομερή μεγαλοπρέπεια εμφανίστηκε ο Θεός στο όρος Σινά, για να συνάψει τη διαθήκη του με τον λαό του. Δόθηκαν ρητές οδηγίες για τριήμερο αγνισμό και καθαρισμό του λαού με πλύσιμο των ιματίων και εγκράτεια. «Γίνεσθε έτοιμοι τρεις ημέρας, μη προσέλθητε γυναικί».
Την τρίτη μέρα θα κατέβαινε ο Θεός στο όρος Σινά, θα εμφανιζόταν ενώπιον «παντός του λαού». Ο λαός πλησίασε στους πρόποδες, έκανε κύκλο γύρω απ’ το βουνό, αλλά σε απόσταση. Μια περιμετρική απαγορευμένη ζώνη τους χώριζε από αυτό. Το βουνό κηρύχτηκε άγιο, άβατο. Δεν έπρεπε να ανεβεί κανένας σ’ αυτό, ή «θίγειν τι αυτού· πας ο αψάμενος του όρους θανάτω τελευτήσει». Κανένα χέρι δεν θα εγγίσει το όρος. Όποιος αποτολμήσει κάτι τέτοιο, θα θανατωθεί από απόσταση. Θα λιθοβοληθεί ή θα τοξευθεί με βέλος. Είτε ζώο είτε άνθρωπος, δεν θα ζήσει.
Ξημερώματα της τρίτης μέρας κατέβηκε στο όρος ο Θεός «εν πυρί και ανέβαινεν ο καπνός ωσεί καπνός καμίνου… και εγένοντο φωναί και αστραπαί και νεφέλη γνοφώδης επ’ όρους Σινά, φωνή της σάλπιγγος ήχει μέγα». Ο ήχος της σάλπιγγας δυνάμωνε συνεχώς και σε μέγιστο βαθμό. «Το όρος εκαίετο πυρί έως του ουρανού». Μέσα από τη φωτιά, τον γνόφο (σκότος), τη θύελλα, τις βροντές και τις αστραπές, «ελάλησε Κύριος» με φωνή μεγάλη. «Εγώ ειμι Κύριος ο Θεός σου». Έβλεπαν όλοι και άκουγαν. Ο Θεός αποκαλυπτόταν ως mysterium tremendum, ως φοβερό, μεγαλειώδες μυστήριο. «Και επτοήθη, …εξέστη πας ο λαός σφόδρα». Ήταν τόσο φοβερό το θέαμα, που όλοι τρομοκρατήθηκαν. Είχαν την αίσθηση ότι, αν συνέχιζαν να ακούνε τη θεϊκή φωνή, θα πέθαιναν. Ακόμα και ο Μωυσής είπε: «Έκφοβός ειμι και έντρομος». Οι άνθρωποι της εποχής εκείνης μόνο με τρανταχτά σημεία ερχόντουσαν σε φόβο και σέβας Θεού (Εξ. 19, 10-25. 20, 1-21. Δευτ. 4, 11-12. 5, 22-27. Εβρ. 12, 21).
Όμως ήρθε και το πλήρωμα του χρόνου. Οι ψυχές ωρίμασαν πνευματικά πιο πολύ. Ο Θεός ήρθε ανάμεσά τους, συναναστράφηκε τους ανθρώπους με εντελώς απλή, ανθρώπινη μορφή. Έχοντας το πλήρωμα της θεότητας μέσα του, σαγήνευε τώρα με τα λόγια της χάριτος που έβγαιναν από τα χείλη του. «Και πάντες… εθαύμαζον επί τοις λόγοις της χάριτος τοις εκπορευομένοις εκ του στόματος αυτού» (Λουκ. 4, 22). Ανακάλυπταν τη μοναδική ομορφιά της θεϊκής παρουσίας του. Ήταν «ο κάλλει ωραίος παρά πάντας ανθρώπους». Στα μάτια τους ξεδιπλωνόταν τώρα το σαγηνευτικό μυστήριο (mysterium fascinosum) της αγάπης του Θεού, αιχμαλωτίζοντας αμετάκλητα την καρδιά τους.
Με τέτοιο ακριβώς τρόπο, ως αφοπλιστική αγάπη, πλησίασε ο Χριστός και τη Σαμαρείτιδα. Δεν την αποστράφηκε ως ακάθαρτη, επειδή ο βίος της δεν ήταν σώφρων. Διέβλεπε στο βάθος της ψυχής της αληθινή δίψα, αγάπη γνήσια για τον Θεό. Και με τον ευπροσήγορο, ελκυστικό τρόπο του, «ταις γλυκείαις προσρήσεσι», την έφερε κοντά του. Και ήταν ο τρόπος του τόσο δυνατό δέλεαρ, που η γυναίκα γλυκάθηκε πραγματικά. Αποτέλεσμα; Έγινε αμέσως απόστολός του. Τη στιγμή εκείνη στους συμπολίτες της. «Δεύτε ίδετε άνθρωπον, …ούτος εστιν ο Χριστός» (Ιω. 4, 29). Κατόπιν, για όλη τη ζωή της, όπου γης, ανά την οικουμένη. Και πρόσφερε αφειδώλευτα στον Χριστό όχι μόνο τον εαυτό της, αλλά και τους οικείους της. Δυο γιους και πέντε αδελφές. Όλοι μαρτύρησαν.
Δείχνουμε άραγε στους ανθρώπους μια τέτοια σαγηνευτική εικόνα του Χριστού μας εμείς;
Ξημερώματα της τρίτης μέρας κατέβηκε στο όρος ο Θεός «εν πυρί και ανέβαινεν ο καπνός ωσεί καπνός καμίνου… και εγένοντο φωναί και αστραπαί και νεφέλη γνοφώδης επ’ όρους Σινά, φωνή της σάλπιγγος ήχει μέγα». Ο ήχος της σάλπιγγας δυνάμωνε συνεχώς και σε μέγιστο βαθμό. «Το όρος εκαίετο πυρί έως του ουρανού». Μέσα από τη φωτιά, τον γνόφο (σκότος), τη θύελλα, τις βροντές και τις αστραπές, «ελάλησε Κύριος» με φωνή μεγάλη. «Εγώ ειμι Κύριος ο Θεός σου». Έβλεπαν όλοι και άκουγαν. Ο Θεός αποκαλυπτόταν ως mysterium tremendum, ως φοβερό, μεγαλειώδες μυστήριο. «Και επτοήθη, …εξέστη πας ο λαός σφόδρα». Ήταν τόσο φοβερό το θέαμα, που όλοι τρομοκρατήθηκαν. Είχαν την αίσθηση ότι, αν συνέχιζαν να ακούνε τη θεϊκή φωνή, θα πέθαιναν. Ακόμα και ο Μωυσής είπε: «Έκφοβός ειμι και έντρομος». Οι άνθρωποι της εποχής εκείνης μόνο με τρανταχτά σημεία ερχόντουσαν σε φόβο και σέβας Θεού (Εξ. 19, 10-25. 20, 1-21. Δευτ. 4, 11-12. 5, 22-27. Εβρ. 12, 21).
Όμως ήρθε και το πλήρωμα του χρόνου. Οι ψυχές ωρίμασαν πνευματικά πιο πολύ. Ο Θεός ήρθε ανάμεσά τους, συναναστράφηκε τους ανθρώπους με εντελώς απλή, ανθρώπινη μορφή. Έχοντας το πλήρωμα της θεότητας μέσα του, σαγήνευε τώρα με τα λόγια της χάριτος που έβγαιναν από τα χείλη του. «Και πάντες… εθαύμαζον επί τοις λόγοις της χάριτος τοις εκπορευομένοις εκ του στόματος αυτού» (Λουκ. 4, 22). Ανακάλυπταν τη μοναδική ομορφιά της θεϊκής παρουσίας του. Ήταν «ο κάλλει ωραίος παρά πάντας ανθρώπους». Στα μάτια τους ξεδιπλωνόταν τώρα το σαγηνευτικό μυστήριο (mysterium fascinosum) της αγάπης του Θεού, αιχμαλωτίζοντας αμετάκλητα την καρδιά τους.
Με τέτοιο ακριβώς τρόπο, ως αφοπλιστική αγάπη, πλησίασε ο Χριστός και τη Σαμαρείτιδα. Δεν την αποστράφηκε ως ακάθαρτη, επειδή ο βίος της δεν ήταν σώφρων. Διέβλεπε στο βάθος της ψυχής της αληθινή δίψα, αγάπη γνήσια για τον Θεό. Και με τον ευπροσήγορο, ελκυστικό τρόπο του, «ταις γλυκείαις προσρήσεσι», την έφερε κοντά του. Και ήταν ο τρόπος του τόσο δυνατό δέλεαρ, που η γυναίκα γλυκάθηκε πραγματικά. Αποτέλεσμα; Έγινε αμέσως απόστολός του. Τη στιγμή εκείνη στους συμπολίτες της. «Δεύτε ίδετε άνθρωπον, …ούτος εστιν ο Χριστός» (Ιω. 4, 29). Κατόπιν, για όλη τη ζωή της, όπου γης, ανά την οικουμένη. Και πρόσφερε αφειδώλευτα στον Χριστό όχι μόνο τον εαυτό της, αλλά και τους οικείους της. Δυο γιους και πέντε αδελφές. Όλοι μαρτύρησαν.
Δείχνουμε άραγε στους ανθρώπους μια τέτοια σαγηνευτική εικόνα του Χριστού μας εμείς;
π. Δημητρίου Μπόκου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου