Ύστερ’ από λίγες μέρες πήγα πάλι κατά τά λημέρια τής κυρά Λένης. Βρήκα τόν Αγι’ Αντώνη, ένα μικρό εκκλησάκι, φτωχό σάν καί κείνη. Φτάνοντας απ’ έξω άκουσα σιγανές ψαλμωδίες. Ήτανε Σαββατόβραδο, παραμονή τής Σαμαρείτιδος.
Μπήκα μέσα ήσυχα, νά μή μέ πάρη κανένας είδηση. Τόν εσπερινό τόν έκανε ένας μεσόκοπος παπάς μέ αρχαία όψη. Ό ψάλτης ήτανε πιό νέος, κ’ έψελνε πολύ κατανυχτικά καί ταπεινά. Όλοι-όλοι οί προσκυνητές ήτανε πεντέξη, γυναίκες, τρείς άντρες βουνήσιοι, κ’ ένα παιδάκι πού υπηρετούσε τόν παπά. Όπως ήτανε σκοτεινά, κρύφτηκα πίσω από μιά γωνιά.
Κείνη τήν ώρα έψελνε ό ψάλτης τό δοξαστικό τής Σαμαρείτιδος, ένα από τά πιό εξαίσια τροπάρια, πού όποτε τ’ ακούσω νά τά ψέλνη κανένας καλλίφωνος καί ευλαβής ψάλτης, νοιώθω τόση συγκίνηση, πού τρέχουνε δάκρυα από τά μάτια μου. Φαντάσου, αγαπητέ αναγνώστη, τί συγκίνηση ένοιωσα κείνη τήν ώρα, μέσα στήν ταπεινή εκείνη εκκλησιά, μαζί μέ τούς βουνήσιους ανθρώπους καί μέ τήν κυρά Ελένη, ακούγοντας εκείνο τό τροπάρι νά τό ψέλνη μέ βαθειά κατάνυξη ό καλλίφωνος καί ταπεινός ψάλτης τού βουνού, πού δέν τόν ήξερε κανένας. Ήρθανε στό νού μου τά λόγια τής κυρά Λένης:
“Εμείς ζούμε κρυφά από τόν Θεό”, κ’ έλεγα μέσα μου
“Πόσο κοντά στόν Θεό ζούνε τούτοι οί αληθινοί Χριστιανοί!”.
“ Έχω ακούσει πολλούς ψαλτάδες. Μά σάν κ’ εκείνον τόν ψάλτη σέ κείνον τόν εσπερινό δέν άκουσα άλλον κανέναν. Θά τόν θυμάμαι μέ κατάνυξη ώς πού νά πεθάνω. Από κείνη τή μέρα έψαλα μοναχός στό σπίτι μου πολλές φορές τό δοξαστικό τής Σαμαρείτιδος, γιά νά θαρρώ πώς ξαναβρίσκουμαι στόν Αγι’ Αντώνη τού βουνού: “Παρά τό φρέαρ τού Ιακώβ ευρών ό Ιησούς τήν Σαμαρείτιδα, αιτεί ύδωρ παρ’ αυτής ό νέφεσι καλύπτων τήν γην. Ώ, τού θαύματος! Ό τοίς Χερουβίμ εποχούμενος πόρνη γυναικί διελέγετο, ύδωρ αιτών ό έν ύδασι τήν γήν κρεμάσας, ύδωρ ζητών ό πηγάς καί λίμνας υδάτων εκχέων…”
Σ’ όλον τόν εσπερινό ένοιωθα ζωηρά πώς μαζί μου κάνανε τήν προσευχή τους εκείνοι οί ταπεινοί κ’ οί συντετριμμένοι, καί μιά θεϊκή φλόγα δρόσιζε τήν καρδιά μου.
Μέ τρόπο έρριχνα καμμιά κρυφή ματιά κατά τό μέρος πού στεκόντανε οί γυναίκες καί σταυροκοπιόντανε, μέ τά μακρυά χοντροφούστανα, μέ τά τσεμπέρια, οί περισσότερες ξυπόλητες, βασανισμένες.
Τέτοιες γυναίκες αγιασμένες καί καταφρονεμένες πού νά βρεθούνε σήμερα! Ανάμεσά τους ήτανε κρυμμένη κ’ ή Ελένη Σφέτσα, ακόμα πιό εκφραστική καί πιό ταπεινή απ’ όσο τήν είχα δή τήν πρώτη φορά στό βουνό, αληθινό εικόνισμα κάποιας αγίας ζωγραφισμένο από αρχαίον ζωγράφο, από κείνα πού λές πώς δέν τά έκανε χέρι ανθρώπινο, αλλά πώς τυπωθήκανε από τή θεϊκή χάρη.
Έσκυβε τό κεφάλι της καί μαζευότανε, σάν νάθελε νά κρυφτή πίσω από τίς άλλες νά μή φαίνεται. Μιάν άλλη νεώτερη, είχε καί κείνη όψη αγιασμένη. Στεκότανε κρυμμένη πίσω από μιά πιό ψηλή, καί κύτταζε μέ ταπείνωση καί μέ ευλάβεια κατά τό τέμπλο, καί δέν έπαψε μήτε μιά στιγμή νά κάνη τόν σταυρό της, αργά καί μέ προσοχή. Είχε τό ένα χεράκι της στό στήθος της καί κρατούσε σεμνά ένα μαντήλι διπλωμένο, καί μέ τό άλλο έκανε τόν σταυρό της. Τ’ ακουμπούσε πρώτα στό μέτωπό της κάμποση ώρα, σάν νά συγκέντρωνε τή διάνοιά της, υστέρα τό κατέβαζε χαμηλά κάτω από τό στήθος της, κατόπι τό πήγαινε στόν δεξίν ώμο της καί τέλος στόν αριστερό, μέ μιά κίνηση πού δέν περιγράφεται. Τό πρόσωπό της, πού τό έκρυβε ολοένα, σκύβοντας πίσω από τίς άλλες γυναίκες, ήτανε γεμάτο από ταπείνωση, υπομονή, κ’ εγκαρτέρηση. Ήτανε σάν τό αγριολούλουδο πού κρύβεται ντροπαλά κάτω από τήν πέτρα. Τά χέρια της καί τό σταυροκόπημά τους δέν θά τά ξεχάσω ποτέ, θ’ απομείνουνε μέσα στήν ψυχή μου γιά πάντα.
Ώ! Τί πνευματικός δείπνος μέσα σέ κείνο τό σκοτεινό καί ξεχασμένο εκκλησάκι, πού δέν τό ήξερε κανένας! Ποιός από τούς σημερινούς τετραπέρατους ανθρώπους πού θαρρούνε πώς τά ξέρουνε όλα, θά καταδεχότανε νά μπή μέσα, νά απογευτή από τή μυστική αμβροσία κι’ από τό μυστικό νέκταρ, μαζί μέ τίς φτωχές γυναίκες καί μέ τούς τσομπάνηδες; Πού νά ξέρουνε πώς από τήν περηφάνεια τους είναι καταδικασμένοι νά ζούνε μακριά από τό αθάνατο νερό πού έδωσε ό Κύριος στή Σαμαρείτιδα;
Ανάμεσα σ’ αυτούς τούς ακατάδεχτους κατάδικους, βρίσκουνται κ’ οί “επίσημοι άνθρωποι”, πού μούλεγε ή κυρά Λένη πού έρχουνται από τήν Αθήνα καί πού δέν θέλουνε νά βλέπουνε πρόβατα καί τσομπάνηδες.
Θεέ μου, γιατί νά βρίσκουνται πάντα σέ διωγμό οί αγαπημένοι σου σέ τούτον τόν κόσμο• Αυτούς πού δέν πειράζουνε κανέναν, γιατί νά τούς πειράζουνε όλοι; Γιατί νά κινδυνεύουνε νά εξοντωθούνε οί ταπεινοί κ’ οί άβλαβοι κι’ όσοι πιστεύουνε σέ Σένα καί προσκυνούνε τό υποπόδιο τών ποδών Σου; Προστάτεψέ τους, Κύριε, γιά νά μήν πάψη νά λατρεύεται τό πανάγιο όνομά Σου απάνω στά βουνά από τούς ταπεινούς ανθρώπους.
(Απόσπασμα από τό βιβλίο “Ασάλευτο Θεμέλιο”, Φώτη Κόντογλου, Εκδόσεις Ακρίτας)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου