Κι ἂν κρατᾶ ἀκόμη τὸ νησί, εἶναι γιατί τὸ κυβερνοῦν ὄχι οἱ ἄρχοντες τῶν καιρῶν,
μὰ οἱ Ἅγιοι ποὺ ἐπέλεξαν νὰ κατοικήσουν σ’ αὐτὸ τὸ πέτρινο καράβι τῆς πίστης.
Στὸν μεγαλοπρεπῆ ναὸ τοῦ Ἁγίου Σπυρίδωνος, ὅπου ἀναπαύεται ὁ ὐπέρμαχος τῆς συνόδου τῆς πρώτης, ὁλοζώντανο τὸ ἄφθαρτο σκήνωμά του,
ἡ Κέρκυρα ἀνασαίνει ἀκόμη.
Ὁ Ἅγιος, ποὺ θεράπευσε κάποτε τὸν υἱὸ τοῦ Μεγάλου Κωνσταντίνου,
ζεῖ μαζί μας ἀπὸ τὸ ἔτος 1456· καὶ κάθε χρόνο, κάθε μέρα, κάθε στιγμή, περπατᾶ ἀόρατος στὰ σοκάκια τῆς πόλης, εὐλογεῖ τὰ σπίτια, φυλάει τὰ κύματα, γιατρεύει τοὺς ἀνθρώπους καὶ τὶς ψυχές τους.
ὁ κόσμος την ἀρνιόταν.
Αὐτή, ἡ βασίλισσα τοῦ Βυζαντίου, ἐπέλεξε γιά κατοικία της τήν πανέμορφη Κέρκυρα, δὲν ἄφησε ποτὲ τοὺς ὑπηκόους της· διάλεξε νὰ μείνει μαζί μας.
Ἔγινε Κερκυραία καὶ φρουρὸς τοῦ νησιοῦ, μαζὶ μὲ τὸν Ἅγιο Σπυρίδωνα, ὡς δύο ζωντανοὶ στῦλοι τῆς Αὐτοκρατορίας — σκηνώματα ἄφθαρτα, ἀληθινοὶ φρουροὶ τῆς Χριστιανοσύνης καὶ τῆς ἐλπίδας.
Κάθε φορὰ ποὺ κάποιο μάτι καθαρὸ ἀντικρίζει αὐτὰ τὰ ἱερὰ σημάδια, ξυπνᾶ μέσα του ἡ φωνὴ τῆς Ἱστορίας·γι’ αὐτὸ καὶ προσπαθοῦν νὰ τὰ κρύψουν — γιατί ὅποιος θυμᾶται, δὲν ὑποδουλώνεται.
Τὸ Παλαιὸ Φρούριο, ἡ Ἀκρόπολη τῆς πόλης, μπορεῖ νὰ πέρασε ἀπὸ χέρια Ἑνετῶν, μὰ ποτὲ δὲν ἔχασε τὴ Βυζαντινή του ψυχή.
Ἡ Ἁγία Αἰκατερίνη κρατεῖ ἀκόμη τὸ φῶς τῆς σοφίας·καὶ τὰ Μοναστήρια τοῦ Ὑψηλοῦ Παντοκράτορος καὶ τῶν ἄλλων Ἁγίων, στηρίζουν ἀθέατα τὴν ψυχὴ τοῦ τόπου.
Ὅλα αὐτά, μέσα στὴ λήθη τῶν αἰώνων, εἶναι ἀκόμη ἐκεῖ — βράχοι αἰώνιοι, σιωπηλοὶ ἀλλὰ φλογεροὶ φάροι μιᾶς ἐποχῆς ἀξιῶν, αἴγλης καὶ δικαιοσύνης.
Περπατᾶς ἀνάμεσά τους καὶ νιώθεις πὼς βρίσκεσαι σὲ ἄλλη ἐποχὴ·
οἱ τοῖχοι ἀνασαίνουν, οἱ πέτρες μιλοῦν,καὶ τὸ φῶς ποὺ πέφτει ἀπάνω τους μοιάζει μὲ μνήμη.
Μὰ οἱ ἄνθρωποι, κουρασμένοι, δὲν βλέπουν· γιατί ἡ ψυχή τους εἶναι βαριὰ ἀπὸ τὸν Δούρειο Ἵππο — ὄχι αὐτὸν τῶν ξένων, ἀλλὰ τῶν δικῶν μας.
Αὐτῶν ποὺ σπέρνουν τὴ λήθη, ποὺ προσκυνοῦν τὰ ξένα καὶ ντρέπονται
γιὰ τὰ δικά τους.
Ὅμως οἱ Ἅγιοι μας δὲν νικήθηκαν.
Αὐτοί, καὶ μόνο αὐτοί, θὰ φέρουν ξανὰ τὴν ἐλευθερία, θὰ ἐκδιώξουν ὅσους βρίσκονται μέσα στὸν Δούρειο Ἵππο,ὅσους διαστρέφουν τὴν ψυχὴ τοῦ λαοῦ.
Γιατί ἡ Κέρκυρα, ἡ Βυζαντινή, ἡ ναυτική, ἡ ἱερή, δὲν θὰ χαθεῖ ποτέ·
ὅσο τὸ ἅγιο πλοῖο της, ἡ Ἀπείδαλος Ναῦς, ταξιδεύει ἀκόμη ἐπάνω στὰ κύματα τῆς αἰωνίου Ἁγιότητας, χωρὶς πηδάλιο, μὰ μὲ ὁδηγὸ τὴν πίστη καὶ τὸ φῶς.
Καὶ τότε, καθὼς ὁ ἥλιος δύει πίσω ἀπ’ τὸ Ἀγγελόκαστρο καὶ χρυσίζει τὰ κανόνια μὲ τὸν Δικέφαλο Ἀετό, νομίζεις πὼς ἀκοῦς τὸν ἴδιο τόν Παπαδιαμάντη νὰ ψιθυρίζει:
«Μακάριοι οἱ λησμονημένοι, διότι αὐτῶν εἶναι ἡ μνήμη τῶν Ἁγίων.»
Κι ἡ Κέρκυρα, δακρυσμένη μὰ ζωντανή, χαμογελᾶ.
Διότι μέσα στοὺς αἰῶνες, ἡ σιωπή της δὲν εἶναι θάνατος — εἶναι προσευχή.






Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου