Μετά τη νομιμοποίηση του Χριστιανισμού από τον Μ. Κωνσταντίνο (313 ), η Εκκλησία απέκτησε πιο καθορισμένη οργανωτική μορφή, η οποία στηρίχθηκε στο Μητροπολιτικό σύστημα που διαμορφώθηκε ήδη από τον 3ο αιώνα και κατοχυρώθηκε Κανονικά με την Α΄ Οικουμενική Σύνοδο (325 ).
Η εκλογή των Επισκόπων συνέχισε να πραγματοποιείται σύμφωνα με τις αρχές της αρχαίας εκκλησιαστικής παράδοσης. Οι σχετικοί εκκλησιαστικοί κανόνες (όπως ο 4ος κανόνας της Α΄ Οικουμενικής Συνόδου, 325 ) καθόριζαν ότι:
«Τον Επίσκοπο πρέπει να εκλέγουν οι Επίσκοποι της επαρχίας, με την ομόφωνη ή κατά πλειοψηφία ψήφο τους.» (Ἐπίσκοπον προσήκει μάλιστα μὲν ὑπὸ πάντων τῶν ἐν τῇ ἐπαρχίᾳ καθίστασθαι· εἰ δὲ δυσχερὲς εἴη τὸ τοιοῦτο, ἢ διὰ κατεπείγουσαν ἀνάγκην, ἢ διὰ μῆκος ὁδοῦ, ἐξ ἅπαντος τρεῖς ἐπὶ τὸ αὐτὸ συναγομένους συμψήφων γινομένων καὶ τῶν ἀπόντων, καὶ συντιθεμένων διὰ γραμμάτων, τότε τὴν χειροτονίαν ποιεῖσθαι· τὸ δὲ κῦρος τῶν γινομένων δίδοσθαι καθ' ἑκάστην ἐπαρχίαν τῷ μητροπολίτῃ.)
Η διαδικασία περιλάμβανε τρία βασικά στάδια:
Εξέταση Υποψηφίων — οι Επίσκοποι της επαρχίας προχωρούσαν σε διερεύνηση της πίστης και του ήθους τους, προκειμένου να διαπιστωθεί αν ήταν «ὀρθοτομοῦντες τόν λόγον τῆς ἀληθείας» και ζούσαν «ἀνεπίληπτον βίον». Η εξέταση αυτή αποτελούσε ουσιώδες και αναντικατάστατο στάδιο της εκλογής, καθώς η ορθότητα της διδασκαλίας και η ακεραιότητα του βίου θεωρούνταν οι θεμελιώδεις προϋποθέσεις για την ανάληψη του επισκοπικού αξιώματος. Μόνον όσοι κρίνονταν «ὀρθοδοξοῦντες τῇ πίστει» και «ἀμέμπτως πολιτευόμενοι» μπορούσαν να εκλεγούν και να χειροτονηθούν κανονικά. Η πρακτική αυτή είχε θεσμική μορφή, καθώς η κανονική εκλογή δεν περιοριζόταν στην ψήφο και συναίνεση των Επισκόπων, αλλά περιελάμβανε και αυτήν την δοκιμασία της πίστεως, που εξασφάλιζε την ενότητα της πίστεως και την αξιοπιστία του ποιμένος ενώπιον του λαού.
Εκλογή Επισκόπου — η απόφαση των Επισκόπων της επαρχίας, με ψήφο και συναίνεση, για το ποιος είναι κατάλληλος να αναλάβει μια επισκοπή.
Χειροτονία — η τελική επιβεβαίωση και μετάδοση της χάριτος του Αγίου Πνεύματος με την επίθεση των χειρών από τους Επισκόπους.
Η αρχαία Εκκλησία αναγνώριζε στον λαό συμμετοχή αλλά όχι αποφασιστική ψήφο. Οι πιστοί είχαν δικαίωμα να παρίστανται μέσα στον ναό κατά την εκλογή και χειροτονία, να προτείνουν υποψηφίους, να επιδοκιμάζουν ή να αποδοκιμάζουν, με κραυγές και επευφημίες, την εκλογή που γινόταν από τους Επισκόπους.
Η συναίνεση του λαού θεωρούνταν ένδειξη της θείας ευδοκίας. Όμως η τελική εκλογή ήταν έργο των Επισκόπων, αφού η αποστολική διαδοχή και η κανονικότητα της χειροτονίας προέρχονταν μόνο από αυτούς. Επομένως, η λαϊκή συμμετοχή είχε χαρακτήρα συμμετοχικό και επιδοκιμαστικό, όχι εκλογικό με την έννοια της ψήφου.
Αυτή η πρακτική συναντάται ήδη στους Αποστολικούς Κανόνες και το έργο του Ιππολύτου Traditio Apostolica (3ος αιώνας), όπου περιγράφεται ότι ο λαός «κραυγάζει» δείχνοντας την αποδοχή του, όμως οι Επίσκοποι είναι εκείνοι που προχωρούν στην κανονική εκλογή και χειροτονία.
Αυτή η πρακτική συναντάται ήδη στους Αποστολικούς Κανόνες και το έργο του Ιππολύτου Traditio Apostolica (3ος αιώνας), όπου περιγράφεται ότι ο λαός «κραυγάζει» δείχνοντας την αποδοχή του, όμως οι Επίσκοποι είναι εκείνοι που προχωρούν στην κανονική εκλογή και χειροτονία.
Το 374 απεβίωσε ο Επίσκοπος Μεδιολάνων Αυξέντιος, ο οποίος ανήκε στην Αρειανική παράταξη. Τότε ξέσπασαν ταραχές ανάμεσα στους Ορθοδόξους και τους Αρειανούς για το ποιος θα τον διαδεχθεί. Ο Αμβρόσιος, τότε ανώτερος διοικητικός άρχοντας (consularis) της Λιγουρίας και Αιμιλίας, προσήλθε στον ναό για να αποκαταστήσει τη δημόσια τάξη. Ήταν σεβαστός από όλους για τη δικαιοσύνη και τη ρητορική του ικανότητα, αλλά δεν είχε ακόμα βαπτιστεί — ήταν κατηχούμενος.
Κατά τη διάρκεια της έντασης, ένα παιδί από το πλήθος φώναξε: «Ambrosius episcopus!» (Ο Αμβρόσιος να γίνει Επίσκοπος!).
Η κραυγή αυτή, όπως αφηγείται ο Παυλίνος στο Βίο του Αμβροσίου (Vita Ambrosii 7), έγινε δεκτή με παρατεταμένες επιδοκιμασίες από όλο τον λαό, Ορθοδόξους και Αρειανούς. Παρότι ο Αμβρόσιος προσπάθησε να αρνηθεί και να φύγει, ο αυτοκράτορας Ουάλης ενέκρινε την πρόταση, και οι Επίσκοποι της περιοχής προχώρησαν στην εκλογή και χειροτονία του. Ο Αμβρόσιος βαπτίσθηκε και μέσα σε οκτώ ημέρες ανέβηκε στον επισκοπικό θρόνο.
Η περίπτωση του Αγίου Αμβροσίου αποτελεί εξαιρετικό αλλά απολύτως ιστορικά τεκμηριωμένο παράδειγμα του τρόπου με τον οποίο οι Εκκλησίες της Ιταλίας του 4ου αιώνα πραγματοποιούσαν την εκλογή Επισκόπου.
Πρώτον, διαπιστώνουμε ότι η τελική εκλογή έγινε από Επισκόπους — αυτοί είχαν τη θεσμική εξουσία και την ψήφο. Η κραυγή του λαού δεν αποτελούσε κανονική εκλογή, αλλά θεωρήθηκε σημείο της θείας πρόνοιας.
Δεύτερον, ο λαός είχε έντονο ρόλο προτάσεως και αποδοχής, επιβεβαιώνοντας τη συλλογικότητα της Εκκλησίας. Η συμμετοχή του λαού εκδηλωνόταν με επιδοκιμασίες και επευφημίες, όπως μαρτυρεί ο παλαιός εκκλησιαστικός τύπος «Ἄξιος», σύμβολο κοινής αποδοχής και χαράς για την εκλογή.
Τρίτον, γίνεται φανερό ότι στην Ιταλία του 4ου αιώνα η πολιτική εξουσία μπορούσε να επηρεάζει ή να εγκρίνει την εκλογή, ιδιαίτερα σε μεγάλες πόλεις όπως τα Μεδιόλανα, που αποτελούσαν τότε την αυτοκρατορική έδρα και διοικητικό κέντρο της Δυτικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας.
Η ιστορία της εκλογής του Αμβροσίου μαρτυρείται από τέσσερις κύριες πηγές:
Αυγουστίνος, Εξομολογήσεις Β΄ 13 – περιγράφει το θαυμαστό γεγονός της λαϊκής συμφωνίας.
Παυλίνος, Vita Ambrosii – σύγχρονη με τα γεγονότα βιογραφία που αναλύει το επεισόδιο και την καθολική αποδοχή του Αμβροσίου.
Θεοδώρητος Κύρου, Εκκλησιαστική Ιστορία II.13 – παρουσιάζει την εκλογή ως πράξη θείας επέμβασης.
Σωκράτης Σχολαστικός, Εκκλησιαστική Ιστορία IV.30 – επιβεβαιώνει ότι ο Αμβρόσιος εξελέγη με την σύμφωνη γνώμη όλων κάτι το οποίο θεωρήθηκε ως θεία έμπνευση.
Όλες οι πηγές συμφωνούν πως δεν υπήρξε ψηφοφορία του λαού, αλλά μαρτυρία αποδοχής που οι Επίσκοποι θεώρησαν θεοσημεία. Έτσι, η εκλογή του Αμβροσίου συνάδει απολύτως με την κανονική παράδοση: ο λαός πρότεινε και συναίνεσε, οι Επίσκοποι εξέλεξαν, και κατόπιν τελέσθηκε η κανονική χειροτονία.
Mητροπολίτης Χόνγκ Κόνγκ Νεκτάριος

Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου